Ο Pitsirikos ξαναχτυπάει με μία ιστορία για την Χριστίνα που μπορεί σε αρκετούς να θυμίσει ιστορίες από το παρελθόν και το μέλλον
Η Χριστίνα ήταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ένα χρόνο άνεργη, με δεκάδες λογαριασμούς απλήρωτους και φως από πουθενά. «Αν δεν πληρώσεις μέχρι την επόμενη Δευτέρα και τα οκτώ νοίκια που μου χρωστάς, θα σου κάνω έξωση της είχε πει ξερά ο κύριος Γιώργος, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που νοίκιαζε.
Την Δευτέρα φρόντισε να λείπει όλη μέρα από το σπίτι. Γύρισε αργά το βράδυ και είχε αγωνία μήπως βρει αλλαγμένες τις κλειδαριές.
Πριν βάλει το κλειδί στην εξώπορτα της πολυκατοικίας, είδε στον τοίχο ένα νεκρόσημο.
«Τον αγαπημένο και ακριβό μας πατέρα Γεώργιο Καραμπελιά ετών 88 κηδεύουμε…»
Η Χριστίνα άρχισε να χοροπηδάει από τη χαρά της. Ο Γεώργιος Καραμπελιάς ήταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που νοίκιαζε.
«Υπάρχει Θεός» μονολόγησε καθώς σωριαζόταν λίγα λεπτά αργότερα στον καναπέ της.
Την Τετάρτη, μια μέρα μετά την κηδεία του Καραμπελιά, η Χριστίνα δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον γιο του, τον Αρίσταρχο Καραμπελιά.
Το ραντεβού κλείστηκε για την επόμενη μέρα.
Η Χριστίνα υποδέχτηκε τον Αρίσταρχο Καραμπελιά ντυμένη στα μαύρα και δακρυσμένη.
Ο γιος του Καραμπελιά -που είχε ένα πλατύ χαμόγελο- σοβαρεύτηκε όταν την είδε.
«Σας συμβαίνει κάτι;»
«Ο Γιώργος…»
«Ποιος Γιώργος;»
«Ο πατέρας σας»
«Ναι, τι;»
«Πέθανε…»
Ο Αρίσταρχος Καραμπελιάς την κοιτούσε έκπληκτος. Της έδωσε ιπποτικά το μαντήλι του και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της.
Αφού του έφτιαξε έναν ελληνικό καφέ που συνοδευόταν από παξιμάδια, η Χριστίνα κάθισε μαζί του στον καναπέ.
Μετά από μερικές τυπικές φράσεις, ο Αρίσταρχος Καραμπελιάς είπε στην Χριστίνα πως κοίταξε τα χαρτιά του πατέρα του και είδε πως του χρωστούσε οκτώ νοίκια.
Η Χριστίνα τον κοίταξε έκπληκτη και του είπε «Θα αστειεύεστε, βέβαια».
«Δεν αστειεύομαι καθόλου, γιατί το λέτε αυτό;»
Η Χριστίνα άναψε ένα τσιγάρο, σηκώθηκε από τον καναπέ στάθηκε δίπλα στην μπαλκονόπορτα, έριξε μια ματιά έξω και μετά γύρισε και κοίταξε τον Αρίσταρχο Καραμπελιά στα μάτια.
«Κύριε Καραμπελιά, ήμουν ερωμένη του πατέρα σας»
Ο Καραμπελιάς τινάχτηκε από την θέση του.
«Δεν μου είχε πει τίποτα…»
«Μα λέγονται αυτά τα πράγματα, κύριε Καραμπελιά; Εσείς μιλάτε για τα ερωτικά σας στα παιδιά σας;»
«Όχι…»
Η Χριστίνα κάθισε ξανά στον καναπέ και περίμενε τον Καραμπελιά να μιλήσει.
«Δηλαδή, δεν θα μου πληρώσετε τα νοίκια;»
«Κύριε Καραμπελιά, λυπάμαι πολύ που έχετε το μυαλό σας στα χρήματα, δυο μόλις ημέρες μετά τον θάνατο του πατέρα σας αλλά, αφού το θέλετε τόσο πολύ, θα μιλήσω κι εγώ για χρήματα»
Ο Καραμπελιάς ήταν άναυδος.
«Δηλαδή;»
«Κύριε Καραμπελιά, ο πατέρας σας είχε αναλάβει όλα μου τα έξοδα. Από την ημέρα που γίναμε ζευγάρι, όχι μόνο δεν πλήρωνα νοίκι αλλά μου έδινε και 3.000 ευρώ τον μήνα…»
«Η σχέση σας ήταν επί χρήμασι;» είπε ο εμβρόντητος Καραμπελιάς.
«Με προσβάλλετε! Ο πατέρας σας ήταν τόσο ικανοποιημένος από τη σχέση μας, που φερόταν σαν τζέντλεμαν. Κάθε σωστός άντρας φροντίζει η γυναίκα που είναι δίπλα του να ζει σαν βασίλισσα»
Ο Καραμπελιάς είχε σοκαριστεί από την «αποκάλυψη» πως ο 88χρονος πατέρας του -ένα μάλλον στρυφνό και αντιπαθητικό ραμολιμέντο- διατηρούσε ερωτική σχέση με την όμορφη και ζουμερή νέα γυναίκα που είχε απέναντί του.
«Συγγνώμη, δεν τα ήξερα όλα αυτά… Οπότε, δεν υπάρχει θέμα με τα νοίκια…»
Σηκώθηκε από την θέση του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
«Φεύγετε;»
«Ναι, δεν έχει νόημα…»
«Μήπως ξεχάσατε κάτι;»
«Τι;»
«Κύριε Καραμπελιά, ο αείμνηστος πατέρας σας δεν πρόλαβε να καλύψει τα έξοδά μου για τους τελευταίους πέντε μήνες…»
Ο γιος του Καραμπελιά έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Μετά από λίγο κατάφερε να ψελλίσει:
«Μα οι πεθαμένοι δεν έχουν χρέη…»
«Έχουν, όμως, οι ζωντανοί. Υποθέτω πως εσείς θα συνεχίσετε να εισπράττετε τα νοίκια και από τα 79 διαμερίσματα στις τρεις πολυκατοικίες που ανήκαν στον πατέρα σας και ανήκουν τώρα σε εσάς και στην αδελφή σας»
«Μα εγώ είμαι ζωντανός, το είπατε και εσείς…»
«Κι εγώ είμαι ζωντανή, κύριε Καραμπελιά. Ζωντανή και ανυπεράσπιστη πια. Έχασα το στήριγμά μου, τον άνθρωπό μου…»
«Και τι θέλετε να κάνω εγώ;»
«Να μου δώσετε τα δεκαπέντε χιλιάρικα που δεν πρόλαβε να μου δώσει ο λατρευτός πατέρας σας. Ως σωστός υιός, πρέπει να τιμήσετε τη μνήμη του πατρός σας…»
Ο Αρίσταρχος Καραμπελιάς τα είχε χαμένα.
«Μπορείτε να μείνετε δωρεάν σε αυτό το σπίτι μέχρι να συμπληρωθεί το ποσό των 15 χιλιάδων»
«Όχι, κύριε Καραμπελιά, δεν μπορώ να μείνω στο σπίτι που έζησα αξέχαστες στιγμές με τον Γιώργο μου. Όλα μέσα σε αυτό το σπίτι μου θυμίζουν τον πατέρα σας. Σκοπεύω να μετακομίσω μακριά. Αν μείνω εδώ, η ζωή μου θα γίνει κόλαση»
Ο Καραμπελιάς έβαλε το χέρι του στην τσέπη του, έβγαλε το πορτοφόλι του και ακούμπησε πάνω στο τραπέζι δυόμισι χιλιάδες ευρώ.
«Αυτά έχω πάνω μου. Τα υπόλοιπα σε λίγες ημέρες…»
«Θα σας παρακαλούσα όσο πιο σύντομα μπορείτε. Θέλω να φύγω μακριά από όσα μου θυμίζουν τον αξιολάτρευτο πατέρα σας»
Ο Καραμπελιάς κατευθύνθηκε ξανά προς την πόρτα. Λίγο πριν την ανοίξει, κοντοστάθηκε και γύρισε ξανά προς την Χριστίνα.
«Μήπως θα θέλατε να βλεπόμαστε πού και πού; Ανήκω στην κατηγορία των ανδρών που εκτιμούν και επιβραβεύουν τη συντροφιά μιας όμορφης γυναίκας…»
«Για ποια με περάσατε, κύριε Καραμπελιά; Για καμιά πουτάνα; Δεν πηγαίνω ποτέ με παντρεμένους! Δεν θα είχα γυρίσει ούτε να κοιτάξω τον πατέρα σας, αν η γυναίκα του ζούσε! Κι επιτέλους, δεν σέβεστε ούτε την μνήμη του πατέρα σας;»
«Συγγνώμη» ψέλλισε ο Καραμπελιάς και βγήκε γρήγορα από το σπίτι.
Η Χριστίνα ξεφύσησε, έσφιξε τις γροθιές της και σήκωσε τα χέρια της ψηλά.
Στην Χ.
Πηγή: Pitsirikos