Με την βοήθεια του Κωνσταντίνου Αντ. Κατσουρού έχουμε την δυνατότητα να γνωρίσουμε ξανά τη Χώρα της Νάξου… Κάντε αυτό το ταξίδι.. Αξίζει η διαδρομή… Είναι μαγευτική
«Χώρα», στη Νάξο, στα Κυκλαδονήσια γενικά, καλούμε την πρωτεύουσα του νησιού, εκεί όπου κατά κανόνα συγκεντρώνονται αρχές, υπηρεσίες, δημόσιες και ιδιωτικές, Τράπεζες, επιχειρήσεις λογιών λογιών, εκεί όπου κατοικεί, ζει και εργάζεται ο αστικοποιημένος πληθυσμός. Στα παλαιότερα χρόνια, από την εποχή της Λατινικής κατάκτησης μέχρι και την Επανάσταση του ’21, το Κάστρο, η έδρα του ηγεμόνα, με τον καθεδρικό ναό και τις κατοικίες «των δοκίμων και των εν αξιώσει» όριζαν την «Χώρα», την πρωτεύουσα του νησιού. Ας ξεκινήσουμε να περιηγηθούμε στις ιστορικές γειτονιές της Χώρας.
Του Κωνσταντίνου Αντ. Κατσουρού
1. Το νησάκι των Παλατιών. Στην είσοδο στη Νάξο από τη θάλασσα, το νησάκι με το ασυνήθιστο και μοναδικό σ’ ολόκληρο το Αιγαίο μνημείο, μια τεράστια πόρτα, η «Πορτάρα»!, μαγνητίζει τη ματιά του επισκέπτη γεμίζοντάς τον με ερωτήματα.
Την 3η χιλ. π. Χ. υπήρχε συνοικισμός κοντά στο νησάκι και εικάζεται ότι τα «Παλάτια», όπως οι Ναξιώτες αποκαλούν το μνημείο, ήταν η Ακρόπολη του Κυκλαδικού οικισμού. Σήμερα βλέπουμε τα θεμέλια του «εκατόμπεδου» ναού που άρχισε να οικοδομεί το 530 π. Χ. περίπου ο τύραννος της Νάξου Λύγδαμις, αλλά δεν τέλειωσε ποτέ. Η «Πορτάρα» είναι κτισμένη από 4 μάρμαρα, που το καθένα έχει μήκος πάνω από 6 μέτρα και ζυγίζει 20 τόνους. Για την τοποθέτησή τους χρησιμοποιήθηκαν βίντσι και σκαλωσιά. Το κατώφλι της Πύλης είναι ψηλότερο από το δάπεδο του ναού, κι αυτό το συναντάμε μόνο στο ναό του Διδυμαίου Απόλλωνα της Μιλήτου. Το σχήμα του ναού είναι ορθογώνιο με παραστάδες κι από τις δυο πλευρές. Η «Πορτάρα» «βλέπει» προς τη Δήλο, παραπέμποντάς μας στον Απόλλωνα κι έτσι ταυτίζεται ο ναός με το Δήλιον, με το ναό του Δηλίου Απόλλωνα. Τον 6ο αι. π. Χ. τα «Παλάτια» ήταν ένα πολύ καλό οχυρό κοντά στην πόλη, κι εκεί εγκαταστάθηκαν οι Ερυθραίοι και οι Μιλήσιοι σ’ έναν από τους αγώνες τους κατά της Νάξου. Μια ευγενής Ναξιώτισσα, η Πολυκρίτη, που είχε αιχμαλωτισθεί, έστειλε μήνυμα στους συμπατριώτες της κι έτσι έσωσε τη Νάξο. Τον 5ο ή 6ο αι. μ. Χ. μετατράπηκε σε χριστιανική βασιλική. Πολλά μάρμαρα μεταφέρθηκαν και κτίστηκαν στο Κάστρο την περίοδο της Λατινοκρατίας. Η καταστροφή συνεχίστηκε και κατά την Τουρκοκρατία. Όταν βρίσκεσαι στο νησάκι των Παλατιών δεν μπορεί παρά να θυμηθείς τα λόγια του Γ. Θεοτοκά: «Μια βαρκούλα που ψαρεύει ανάμεσα στην Πάρο και στη Νάξο μ’ ενδιαφέρει ασύγκριτα περισσότερο παρά μια νέα επανάσταση, μια νέα μόδα ή μια νέα αισθητική στην Ευρώπη, μια νέα μηχανή στην Αμερική, μια νέα μυστικοπάθεια στην Ασία. Γαλήνη! Γαλήνη!». Με το νησάκι των Παλατιών συνδέεται οργανικά η Γρόττα, τα Απλώματα και το Καμινάκι.
2. Η Γρόττα (από το ιταλικό Grotta, δηλαδή σπηλιά). Η βόρεια παραλία της Χώρας πήρε το όνομά της από τις σπηλιές που υπάρχουν κάτω από το λόφο των Απλωμάτων. Στην περιοχή της Γρόττας βρισκόταν η Μυκηναϊκή πόλη της Νάξου, μια από τις πιο σημαντικές του Αιγαίου. Τα οικοδομήματα συνεχίζονται μέσα στη θάλασσα. Πιθανολογείται ότι η Ακρόπολη των Μυκηναϊκών χρόνων ήταν στο λόφο του Κάστρου. Τα μεγάλα νεκροταφεία της εποχής ήταν στ’ Απλώματα και στη θέση Καμίνι ανατολικότερα.
3. Ο Μπούργος (από το ιταλικό borgo, που δηλώνει οχυρωμένο οικισμό). Ο “αστικός” συνοικισμός που δημιουργήθηκε στα χρόνια της Λατινοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Με την κατάκτηση των νησιών από τους Λατίνους και την ίδρυση της ηγεμονίας τους, πρωτεύουσα της γίνεται η Νάξος, η Χώρα, το Κάτω ή Μέσα Κάστρο, όπως ονόμαζαν την εποχή εκείνη την κατοικία του ηγεμόνα.
Αρχικά, βόρεια και βορειοδυτικά του Κάστρου μορφοποιείται ο οικισμός που κατοικείται από «αστούς» – Λατίνους και Έλληνες (αργότερα κι από Εβραίους και Αρμένηδες) – δηλαδή από εκείνους των οποίων μοναδική απασχόληση δεν είναι η καλλιέργεια της γης: ο Μπούργος. Σήμερα, οριοθετείται από τρεις πύλες: την Πόρτα του Γιαλού, που έφερε στο υπέρθυρό της το οικόσημο των Κρίσπων, το Εξώμπουργο, όπου η εκκλησία του Προφήτη Ηλία και την Πύλη της Εβριακής, μετά την οποία άρχιζε η συνοικία των Εβραίων. Αυτές οι πύλες δεν υπήρξαν από μιας αρχής και δεν κατασκευάσθηκαν την ίδια περίοδο: δημιουργήθηκαν ανάλογα με την επέκταση του λάμβανε ο οικισμός από το 1300 και μετά. Χαρακτηριστικό του οικισμού ότι, ακόμη και σήμερα, όλοι οι δρόμοι του οδηγούν στο Κάστρο. Την εποχή της αρχικής διαμόρφωσής του δεν βρεχόταν από τη θάλασσα. Δεν γνωρίζουμε ποια εποχή έλαβε την τελική οικιστική φυσιογνωμία που βλέπουμε σήμερα. Το 1300, για παράδειγμα, ο Άγιος Νικόλαος, όπως μαρτυρείται σε χρυσόβουλο, βρίσκεται στο «Γιαλό» κι όχι στον Μπούργο. Αντίθετα, η καθολική μονή του Αγίου Αντωνίου του Αββά, παραλιακή, πλησίον της Γρόττας, δωρεά της δούκισσας Φραγκίσκας Κρίσπενας προς τους Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου, μέσα του 15ου αι., μαρτυρείται ότι βρίσκεται στον Μπούργο. Όποτε κι αν ολοκληρώθηκε η οικιστική φυσιογνωμία του οικισμού, παρατηρούμε μέχρι σήμερα τους στενούς στιαστούς δρόμους, τα απρόοπτα αδιέξοδα, τα βόλτα τόξα, τους φεγγίτες, τους ανεφανούς, τα φουρούσια, τα μπαλκόνια, που υποβάλλουν την ιδέα πως το μόνο που ενδιέφερε τους ανθρώπους που διαμόρφωσαν και κατοικούσαν σ’ αυτή την συνοικία ήταν να διαφυλάξουν τους εαυτούς τους και τα υπάρχοντά τους σε περίπτωση επίθεσης εχθρού ή πειρατικής επιδρομής. Δημιουργήθηκε έτσι ένα περίπλοκο συγκρότημα. Με την πάροδο του χρόνου ο οικισμός θα λάβει τη μορφή που έχει σήμερα έχοντας ως κεντρικά σημεία του τις εκκλησίες που κτίζονται από τις αρχές και τα μέσα του 16ουαι., ακολουθώντας το βυζαντινό πρότυπο. Η «πλάτσα» του, δηλαδή η πλατεία του, όπου η Παναγία του Χριστού, εθεωρείτο τον 17ο αι. το κέντρο του, ενώ στην «Πόρτα του Γιαλού» μαρτυρούνται λογιών λογιών μαγαζιά, εργαστήρια κι αποθήκες που διαμορφώνουν έναν χώρο συγκέντρωσης των κατοίκων του. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε σχέδιο οικοδόμησης. Αλλά αυτό δεν είχε αρνητικές συνέπειες: υπήρχε μια λογική του οικισμού -η σχέση γειτονιάς, εργασίας και επικοινωνίας – που επέτρεπε στον κάθε κάτοικο να βλέπει τη θάλασσα, να την αφουγκράζεται ή ν’ ανασαίνει τ’ άρωμά της. Σήμερα όλοι οι δρόμοι του οδηγούν εκτός από το Κάστρο και στη θάλασσα.
Η Χώρα είναι γεμάτη από Εκκλησίες. Στη Μητρόπολη των Ορθοδόξων θαυμάζουμε εικόνες από την εποχή της Τουρκοκρατίας κι ένα Ευαγγέλιο, που σύμφωνα με την παράδοση το δώρισε η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας. Η Μητρόπολη κτίσθηκε στο χώρο μικρότερης εκκλησίας, της «Ζωοδόχου Πηγής», κι έλαβε τη σημερινή της μορφή το 1780-1787, όταν Μητροπολίτης Παροναξίας ήταν ο Νεόφυτος Λαχοβάρης. Στο κτήριο έχουν χρησιμοποιηθεί υλικά παλαιών ναών και αρχαίων κτηρίων. Λέγεται ότι οι μονοκόματες γρανιτένιες κολόνες του μεταφέρθηκαν από τα ερείπια της Δήλου. Εκτός από τις εκκλησίες που προαναφέρθηκαν, στον ιστορικό οικισμό του Μπούργου να σημειώσουμε, μεταξύ των άλλων, τον Άγιο Ιωάννη, την Παναγία των Χιόνων (Καθολική), τον Άγιο Παντελεήμονα, την Αγία Παρασκευή, τον Ταξιάρχη, την Χρυσοπολίτισσα, την Αγία Σοφία κ. ά. Η Μητρόπολη, τα Σφαγεία (το σημερινό μουσείο Ιάκ. Καμπανέλλη), και το ξενοδοχείο «Απόλλων», σύμπλιο (παραπλήσιο) της παλιάς πηγής, απ’ όπου οι κάτοικοι της περιοχής έπαιρναν νερό, τη «Φουντάνα» (από το ιταλικό Fontana) ορίζουν την αγορά της αρχαίας πόλεως. Η αγορά διέθετε τέσσερις στοές με μαρμάρινη πρόσοψη σε μια τετράγωνη περίπου διάταξη, με πλήθος από μνημεία μπροστά τους. Μπροστά στη Μητρόπολη παραμένει ανοιχτός ο αρχαιολογικός χώρος, που έχει διαμορφωθεί σε «αρχαιολογικό πάρκο».
4. Το Κάστρο της Ναξίας. Προαναφέραμε ότι από τον Μπούργο όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στο Κάστρο. Και σήμερα συμβαίνει το ίδιο. Ουδέποτε το Κάστρο επικοινωνούσε με τη θάλασσα: ο προσανατολισμός του ήταν το εσωτερικό του νησιού. Οι δρόμοι αυτοί μας οδηγούν στις πύλες του Κάστρου. «Παραπόρτι», η νότια πύλη, η βόρεια η περίφημη «Τρανή Πόρτα», κι ακόμα μια νοτιοανατολική, που σήμερα δεν σώζεται.
Η τοπική παράδοση αφηγείται ότι το έκτισε ο Μάρκος Σανούδος. Υπάρχουν ακόμα κάποιοι από τους τοίχους του περίφημου πύργου του Σανούδου: τον χώρο που καταλάμβανε τον κάλυψε, αφού γκρεμίστηκε το μεγαλύτερο μέρος του, η μετέπειτα Σχολή των Ουρσουλινών. Καμιά μαρτυρία ωστόσο δεν έχουμε που να επιβεβαιώνει ότι επρόκειτο για το δουκικό παλάτι-φρούριο του Μάρκου Α’ Σανούδου. Η ονομασία του, «Μέσα Κάστρο», δηλώνει ότι εκεί είχε εγκατασταθεί το κέντρο της αυθεντίας.
Η αρχική οικοδομική μορφή του Κάστρου δεν είναι γνωστή, ούτε η διαμόρφωσή του κατά τα χρόνια της δυναστείας των Σανούδων. Το βέβαιο είναι ότι κατασκευάσθηκε για να φιλοξενήσει τους αποίκους-κατακτητές, κι απ’ αυτούς όσοι αναγνωρίζονταν ως nobili ευγενείς, που αποτελούντο από λατινογενείς την προέλευση λαούς, είχαν άλλες από τους ντόπιους συνήθειες, πολιτικές και πολιτισμικές, άλλη θρησκεία κι αποτελούσαν μειονότητα σε σχέση με τον ορθόδοξο πληθυσμό του νησιού. Υποθέτουμε ότι τη σημερινή του μορφή αρχίζει να τη διαμορφώνει την περίοδο της ηγεμονίας των Κρίσπων, στα μέσα του 15ουαι.
Παρά την έλλειψη ή την αδυναμία των πηγών να μας διαφωτίσουν για το τι ακριβώς συνέβη και ποιες οικοδομικές φάσεις πέρασε μέχρις ότου φθάσει στη σημερινή του μορφή το «Κάστρο», διαβαίνοντας τις πύλες του, περνάμε σ’ έναν άλλο χώρο και χρόνο όπου κυριαρχούν ή ηρεμία, οι στενοί σπασμένοι δρόμοι, οι εσωτερικές, κατά κανόνα, αυλές με τα οικόσημα στα υπέρθυρα. Μια κάθετη εγχάραξη στη μαρμάρινη παραστάδα της Τρανής Πόρτας μας προδιαθέτει για τον διαφορετικό κόσμο στον οποίο ετοιμαζόμαστε να εισχωρήσουμε: πρόκειται για τον βενετσιάνικο πήχυ. Εδώ οι πραματευτάδες μετρούσαν τα υφάσματα που έφερναν για τις αρχόντισσες.
Από τους υποτιθέμενους δώδεκα πύργους του Κάστρου που το προστάτευαν σώζεται μόνον ένας, ο πύργος των Κρίσπι. Ένα μνημείο, από τα ελάχιστα, που θυμίζει μεσαιωνική κατασκευή στον σημερινό οικισμό. Αυτό το παλάτσο η τοπική αφήγηση το «θέλει» να είναι το ανάκτορο της δυναστείας αυτής. Στην πραγματικότητα, το οικοδόμησε ο φυσικός (νόθος) γιος του δούκα Γουλιέλμου του Β’ Κρίσπου, ο Ιάκωβος, μετά το 1453, ο οποίος γι αυτό το λόγο δεν είχε δικαιώματα στο θρόνο της ηγεμονίας. Σήμερα λειτουργεί σαν Βυζαντινό Μουσείο, κατά την επιθυμία των δωρητών του στο Κράτος, της οικογένειας Πέτρου Γλέζου, γι αυτό κι είναι γνωστός και ως πύργος του Γλέζου ή της Απεραθίτισσας, εξαιτίας της καταγωγής της οικογένειας. Στο υπέρθυρο της εισόδου του υπάρχει ένα αρκετά περίεργο οικόσημο: μια σύνθεση με οθωμανικά και ρωσικά στοιχεία. Πρόκειται για τα διπλώματα αναγνώρισης υπηρεσιών προς τις δύο δυνάμεις της εποχής, που έλαβε ένας από τους κυρίους του πύργου, ο Ιωσήφ Μπαρότζι, αξιωματούχος της Ρωσίας.
Οι στενοί ανηφορικοί δρόμοι μας φέρνουν στο πιο ψηλό σημείο του Κάστρου, όπου η Εμπορική Σχολή, δίπλα της η Καπέλλα Καζάτζα, η Σχολή των Ουρσουλινών, τα ερείπια του πύργου που η τοπική αφήγηση θέλει να είναι ο πύργος του Μάρκου Σανούδου, το Καθολικό Επισκοπικό Μέγαρο, και τέλος η Μητρόπολη των Καθολικών.
Η Καπέλλα Καζάτζα (=σπίτι-εκκλησία),που η τοπική αφήγηση την θέλει να είναι το παρεκκλήσιο του Μάρκου Σανούδου κτίσθηκε τον 14ο αι. Είναι βέβαιο ότι η ίδρυση της Εμπορικής Σχολής στηρίχτηκε στην περιουσία της Καπέλλας που αυξήθηκε ακόμη περισσότερο από τα αφιερώματα των πιστών από τον 17ο αι. και μετά.
Η Εμπορική Σχολή ήταν το μοναστήρι του τάγματος των Ιησουϊτών μοναχών που εγκαταστάθηκαν στη Νάξο αρχές του 17ουαι. κάτω από την επιρροή της Γαλλικής διπλωματίας και πολιτικής στην Ανατολή. Οι Ιησουΐτες ανέλαβαν την υποχρέωση να ιδρύσουν σχολείο για τη θρησκευτική και κοινωνική μόρφωση των καθολικών νέων της Νάξου. Απόκτησαν σημαντικότατη ιδιοκτησία στο νησί και θεωρείται ότι αυτοί έφεραν τα πορτοκάλια στη Νάξο, στο θέρετρο τους, στα Καλαμίτσια, στην περιοχή των Μελάνων. Από το 1628 μέχρι το 1773 το σχολείο λειτούργησε συνεχώς υπό την διεύθυνση των Ιησουιτών. Από το 1782, μετά από ενέργειες του Βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΣΤ’ η διεύθυνση μεταβιβάστηκε στους μοναχούς του τάγματος του Αγίου Λαζάρου (Λαζαρισταί), μέχρι το 1887, οπότε αυτοί εγκατέλειψαν τη Νάξο. Μετά την αναχώρησή τους, το 1891, τη λειτουργία του σχολείου ανάλαβαν οι Σαλεσιανοί μοναχοί. Αυτοί οργάνωσαν το σχολείο πάνω σε σύγχρονες βάσεις και το μετέτρεψαν σε Εμπορική Σχολή. Σ’ αυτήν φοίτησε ο Νίκος Καζαντζάκης. Η Σχολή, που απέκτησε τεράστια φήμη, επέζησε μέχρι το 1927, οπότε έκλεισε οριστικά, μετά από τριακόσια χρόνια από την ίδρυση της.
Η κανονική λειτουργία της Σχολής Ουρσουλινών ανάγεται στο 1739. Αλλά οι προσπάθειες για τη δημιουργία σχολείου για κορίτσια είχαν ξεκινήσει έναν αιώνα νωρίτερα από τον Ιησουΐτη ηγούμενο και ιστορικό της Νάξου Ροβέρτο Σωζέ. Το 1986 αγοράσθηκε από το Κράτος για πολιτιστικούς σκοπούς.
Η Μητρόπολη των Καθολικών ανάγεται στη μεσαιωνική εποχή, πέρασε από διάφορες οικοδομικές φάσεις και, τελικά, έλαβε τον οριστικό της χαρακτήρα τον 17ο αι. Το δάπεδο της είναι μαρμάρινο, γεμάτο με επιτύμβιες πλάκες του 17ου και 18ου αι., με τα οικόσημα μερικών από τις σημαντικότερες καθολικές οικογένειες που έδρασαν στο νησί από τον 16ο αι. και μετά. Η αφθονία του μπαρόκ στο κεντρικό βήμα (17ος αι.) αποτελεί το πλαίσιο μιας βυζαντινής εικόνας με τη διπλή όψη, της Παναγίας της Ελεούσας, από τη μια όψη, και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου , από την άλλη όψη, του 12ου αι., αρχαιότερη κι από την ίδια την εκκλησία. Σ’ άλλες εικόνες, η ανάμιξη βυζαντινών και δυτικών ρυθμών αποκαλύπτει τους επηρεασμούς της ενετο-κρητικής κουλτούρας από την οποία προέρχεται και ο Γκρέκο.
Η Καθολική Αρχιεπισκοπή. Πίσω ακριβώς από τη Μητρόπολη βρίσκεται το επιβλητικό κτήριο, έδρα της διαμονής του Λατίνου Αρχιεπισκόπου στη Νάξο. Ονομάζεται και Αρχιεπισκοπική Καγκελλαρία και ο νοτάριος της (συμβολαιογράφος) Αρχιερατικός Καντζελλάριος, κατά τον 16οκαι 17οαι. Σ΄ αυτήν είχαν την έδρα τους οι Αρχιερατικοί Καντζελλάριοι, εδώ συντάσσονταν τα ιδιωτικά έγγραφα που αναφέρονταν στη ζωή των κατοίκων του Κάστρου, προικοσύμφωνα, διαθήκες, κλπ.
Ακριβώς πίσω από την Καθολική Μητρόπολη και δίπλα στο Καθολικό Επισκοπικό Μέγαρο, βρίσκεται ο μοναδικός ορθόδοξος ναός του Κάστρου, η Παναγία η Θεοσκέπαστη. Η εκκλησία είναι ναός δίκλιτος. Το ένα κλίτος (δεξιά) ανήκει στην Παναγία και το άλλο στην Αγία Αναστασία τη Φαρμακολύτρια. Πρόκειται πιθανότατα για το παλαιότερο μνημείο απ’ όσα σώζονται στο Κάστρο, που μας «κληροδότησε» τον «Κώδικα της Θεοσκέπαστης» και αμφιπρόσωπες φορητές εικόνες.
Μονή Καπουκίνων. Οι Καπουτσίνοι έφθασαν στη Νάξο το 1628. Ανατολικά της Θεοσκέπαστης, κοντά στο Πίσω Παραπόρτι, βρίσκεται η Μονή Καπουκίνων. Αποτελείται από την εκκλησία που είναι αφιερωμένη στον Άγιο Αντώνιο της Πάδοβας. Ο ναός είναι μονόκλιτος, με ωραίες εικόνες και το μαρμαρένιο δάπεδό του στολίζεται από τάφους αρχόντων με τα οικόσημά τους, όπως των Κορονέλλων-Κάστρι και των Λορεντάνων-Κρίσπι. Λειτούργησε και ως σχολείο. Ο «Κώδικας της Μονής των Καπουκίνων» που διασώθηκε, αποτελεί σημαντική μαρτυρία για τη ζωή και την ιστορία της Μονής αλλά και για την ιστορία, τη ζωή και τις περιπέτειες ολόκληρου του Κάστρου το μεγαλύτερο διάστημα της Τουρκοκρατίας.
5. Νιο Χωριό. Νότια και Νοτιοανατολικά του Κάστρου απλώνεται ο συνοικισμός στον οποίο είχαν εγκατασταθεί οι φτωχοί χωρικοί, αλλά ιδιοκτησίες εκεί είχαν και οι κάτοικοι του Μπούργου. Ποια εποχή δημιουργήθηκε δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια. Τα όρια ορίζονται από τις εκκλησίες Παντάνασσα, της οποίας η αρχική φάση ανάγεται τον 9ο αι., την αρχαιότερη της πόλης της Νάξου, την Αγία Παρασκευή, που ανακαινίσθηκε το 1605 όπως αναγράφεται στο υπέρθυρο της πύλης του ναού και από την Αγία Κυριακή, ένα από τα πολυζωγραφισμένα και πολυφωτογραφημένα μνημεία της Νάξου. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν μοναστήρι, όπου καλόγεροι δίδαξαν τα Ελληνόπουλα γράμματα και μουσική. Στην αυλή της άλλοτε μονής υπάρχει μικρή παλαιά εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Δίπλα στο Νιο Χωριό, στα νεότερα χρόνια δημιουργήθηκε ο συνοικισμός «τα προσφυγικά», από πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Τέλος, στην είσοδο της Χώρας, στην αρχή του κεντρικού δρόμου που οδηγεί στα χωριά, η τοποθεσία “Τρεις εκκλησιές” όπου ο ναός της Αγίας Θεοδοσίας, όπως μαρτυρείται στα έγγραφα του 17ου αι. (Αγία Θεοδοσία, Ταξιάρχης, Άγιος Σεβαστιανός), κι αποτελούσε την εποχή εκείνη χώρο συγκέντρωσης των κατοίκων της πόλης για κάθε είδους εμπορική και χρηματική συναλλαγή.
Στα νεότερα χρόνια η Χώρα απλώθηκε πάρα πολύ πέρα από το Γυμνάσιο, έργο του Ν. Μητσάκη, ενός από τους σημαντικότερους εκφραστές του μοντέρνου κινήματος στην Ελλάδα, προς την ακτή του Αγίου Γεωργίου κι ακόμα κατά μήκος του κεντρικού δρόμου που οδηγεί στα χωριά.
Η Χώρα τον 17οαι.
Η Νάξος στα 1600 είναι μια κοινωνία που εισέρχεται στην μετά την Λατινοκρατία εποχή. Η κυρίαρχη οικονομική πρόταση αυτής της νησιωτικής κοινωνίας είναι η “αγροτική ύπαιθρος” ως οικονομική, κοινωνική, δικαιική, πολιτιστική και, κατ’ επέκταση, πολιτική οντότητα. Αυτή η πρόταση δεν εμφανίζει καμιά διαφοροποίηση από μια ιστορία ακίνητων ομοιοτήτων, όπως υπήρξε και συνέχιζε να είναι η ζωή στα χωριά του νησιού. Μια πρόταση που έρχεται από τον 8ο αι. μ. Χ. Η Νάξος παρέμεινε προσκολλημένη στην αγροτική ύπαιθρο με τους χωρίτες της, τους κοπιαστές καλλιεργητές της, τους βοσκούς της, τους παπάδες της που “λειτουργούσαν” ενίοτε και σαν νοτάριοι, τους γαιοκτήμονές της. Τα ήθη και τα έθιμά της, τις “αρχαίες συνήθειες” της, που απέφεραν δικαιώματα και προσόδους στους γαιοκτήμονες και στους “ανθρώπους των υποθέσεων” στα χωριά που ελέγχουν: όλα επικυρωμένα από οθωμανικό χοτζέτι, σε μια Ναξιώτικη κοινωνία που την ελέγχει μια κλειστή κάστα Καθολικών και Ορθοδόξων Ναξιωτών, στην διάρκεια του 16ου έως και του 18ου αι.
Την εποχή αυτή, από το τέλος του λατινόφερτου δουκάτου και σ’ όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, το 1% του πληθυσμού περίπου καρπώνεται το 90% των προσόδων και τελεί υπό ειδικό φορολογικό καθεστώς που, παρά την κατάλυση της λατινικής ηγεμονίας, συνεχίζει να διαγουμίζει το νησί, να άρχει οικονομικά.
Την εποχή αυτή στη Νάξο, παρά τους μικτούς γάμους, η Καθολική αριστοκρατία επικαλείται και προβάλλει την δυτική προέλευσή της και την εκκλησιαστική υπαγωγή της στη Ρώμη, για να διαφοροποιείται και να ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο πληθυσμό: πρόκειται για το σύνολο σχεδόν του 1% του πληθυσμού το οποίο καρπώνεται το 90% των προσόδων. Η κοινότητα αυτή έχει εγκλωβιστεί σ’ ένα παρωχημένο παρελθοντισμό που αντιστοιχεί σε μια οικονομία που δεν εξελίσσεται, δεν παρακολουθεί δηλαδή τις επαγγελματικές και παραγωγικές εξειδικεύσεις που λαμβάνουν χώρα στ’ άλλα νησιά των Κυκλάδων και του Αιγαίου, αλλά χαρακτηρίζεται από αγκύλωση αφού αναδιπλώνεται στον εαυτό της και στηρίζεται στις αγροτικές προσόδους. Η πρόταση αυτή, “αγροτική ύπαιθρος”, η αναδίπλωση της άρχουσας λατινογενούς ομάδας, ως οικονομική, κοινωνική, δικαιική και πολιτιστική οντότητα δεν επιτρέπει την δημιουργία πόλης με οικονομική και πολιτική οντότητα άξια του ονόματός της. Αυτή η κλειστή κάστα κι όσοι συσπειρώνονται γύρω απ’ αυτήν, Καθολικοί κι Ορθόδοξοι, θα συνοικίσουν την Χώρα, πρωτεύουσα ήδη από την ίδρυση της λατινικής ηγεμονίας, την πόλη.
Την περίοδο αυτή της Οθωμανικής κυριαρχίας, όπου ανθεί η μεγάλη γαιοκτησία των λατινογενών οικογενειών, αλλά και η αυθεντία των επιτρόπων, των προεστών, των συνδίκων των Κοινών, η Χώρα, δηλαδή το Κάστρο, ο Μπούργος και το υποδεέστερο, κοινωνικά και οικονομικά, Νιο Χωριό, δεν φημίζεται για την καθαριότητά της. Τα λασπόνερα και οι ακαθαρσίες δεν έλειπαν ποτέ και παντός είδους έντομα δεν άφηναν σε ησυχία μικρούς και μεγάλους. Οι μυρωδιές ήταν ανυπόφορες και ο θόρυβος από τα γρυλίσματα των γουρουνιών έβαζε σε δοκιμασία κάθε υπομονετικό άνθρωπο που έχανε τελικά τον ύπνο του. Οι αέρηδες αναλαμβάνουν την φροντίδα για την υγιεινή της πόλης.
Στον Μπούργο, κατώγια και ανώγια, αυλές και δώματα, όφειλαν να μην στερούν τον ήλιο και τον αέρα από τους γείτονες και, εν πολλοίς, διαμόρφωναν την comunastrada, τον δημόσιο δρόμο. Στον Μπούργο ο δυσανάλογος με την έκτασή του οικισμού αριθμός εκκλησιών εμφανίζει τους κατοίκους του Μπουργιανούς να είναι οργανωμένοι σε ενορίες, ακολουθώντας έτσι την βυζαντινή συνήθεια και παράδοση. Ολόκληρη την περίοδο αυτών των αιώνων πολλοί οι κτήτορες, οι χορηγοί, οι ανακαινιστές: ο Πέρος Παρτζέλης, που κατοικεί στο «Χαντάκιν», θα κτίσει τον Μέγα Ταξιάρχη στον Μπούργο, γύρω στα 1500. Οι Κρίσπι τοποθετούν στα υπέρθυρα ναών τόσο του ανατολικού ρίτου (Μέγας Ηλιού Προφήτης Ηλίας, στον Εξώμπουργο), όσο και του δυτικού ρίτου (Άγιος Βαρθολομαίος, στο Νιο Χωριό) τα οικόσημά τους. Ο Γεώργιος Κουτσουνάδης στα 1605 θα ανακαινίσει την Αγία Παρασκευή στο Νιο Χωριό.
“Παλάτια”, αρχοντικά και χώροι αποθήκευσης, η Τρανή Πόρτα με τον βενετσιάνικο πήχυ, στο Μέσα Κάστρο, έδρα της signoria, της αυθεντίας της εποχής, και του Τούρκου ιεροδικαστή, του καδή. Εκεί έχουν τα “παλάτια” τους, τα αρχοντικά τους, οι εκλαμπρότατοι αφέντες, οι σερ, οι μισέρ, οι αφεντότοποι αιρετοκριτές και άλμπιτροι. Σ’ αυτό έχει την κατοικία του ο καγκελάριος, ο “χάριτι Θεού φανερός αρχιγραμματεύς και υπό βασιλικήν εξουσίαν νοτάριος της μεγαλειότατης κοινότης Νάξου”. Στο Κάστρο ο καθολικός κλήρος με τον αρχιεπίσκοπο και τα μοναστικά τάγματα, με τα σχολεία τους.
Καθολικοί κι Ορθόδοξοι, άρχοντες, “αστοί” και κοπιαστές, είτε κατοικούν το Μέσα Κάστρο είτε τον Μπούργο, επινοούν ενδοοικογενειακές στρατηγικές προκειμένου να εξασφαλίσουν τα γηρατειά τους. Στις εκκλησιές τους οι ενορίτες, Καθολικοί κι Ορθόδοξοι, φοβούμενοι τον αιφνίδιον άωρον θάνατον ζητούν να τους ενταφιάσουν στις ενορίες τους και για την σωτηρία της ψυχής τους αφήνουν δωρεές και να τις λειτουργούν, σαρανταλείτουργα, για να τους μνημονεύουν.
Καθώς η οθωμανική διοίκηση δεν είναι αυστηρή και η άσκησή της δεν είναι συνώνυμη με την επιβολή της θέλησής της πάνω στην λατινόφερτη γαιοκτησία, όπως συνέβαινε σ’ άλλες τουρκοκρατούμενες ή βενετοκρατούμενες περιοχές, οι περισσότεροι από τους γαιοκτήμονες έχουν τη δυνατότητα να περνούν τον περισσότερο καιρό στους “πύργους”, στα πυργόσπιτα-βίλες στην Ναξιώτικη ύπαιθρο. Σύμβολα κυριαρχίας επί της υπαίθρου, επί των χωριτών Ορθοδόξων, χρησιμεύουν περισσότερο ως χώροι συγκέντρωσης και αποθήκευσης αγαθών, ενίοτε και ως τοπικές αγορές για τους χωρίτες, παρά ως οχυρά για την απόκρουση εσωτερικών ή εξωτερικών εχθρών και επιδρομών.
Στον Μπούργο η αγορά, είδη εμπορίου, κάποια φερμένα από γειτονικές νησιωτικές αγορές, κάποια από τον παρακείμενο Ξερόκαμπο, τις παραπλήσιες Εγκαρές, τις Μέλανες, τις Ποταμιές κι από τις Αλυκές αλάτι και παστά ψάρια. Στον Μπούργο οι κτηματίες, Καθολικοί κι Ορθόδοξοι, το ορθόδοξο ιερατείο, οι κουρείς-χειρούργοι, οι παπουτσήδες, οι παπλωματάδες, οι σιδεράδες, οι μαραγκοί, οι υφαντές, οι μυλωνάδες, οι κτίστες και οι στιματόροι, οι ράφτες, οι τσαγκάρηδες, οι ταβερνιάρηδες, οι φουρνάρηδες, οι μανάβηδες. Εκεί οι αργαλειοί, τα κάθε είδους επαγγελματικά εργαστήρια, οι ταβέρνες και τα κρασοπουλειά. Τα εργαστήρια δεν είναι μόνο ο τόπος που ασκούν την τέχνη τους ή πουλούν την πραμάτειά τους. Είναι το επίκεντρο της κοινωνικής καθημερινής δραστηριότητας: εκεί συζητούν για τις υποθέσεις τους, κτηματικές, κληρονομικές, εμπορικές, για επαγγελματικούς και προσωπικούς ανταγωνισμούς. Στον Μπούργο διαμορφώνονται οι συντροφίες, εταιρείες της εποχής: στον Μπούργο, στα 1691, Μπουργιανοί σχηματίζουν συντροφία για την είσπραξη των φόρων του Μπούργου. Εκεί και ο νοτάριος συμβολαιογράφος, εμβληματική μορφή μαρτυρία συναλλακτικών ηθών μικρής και μεσαίας κλίμακας. Στον Μπούργο και οι αδελφοί Μπάφοι, με οικονομικές δραστηριότητες στη θάλασσα αλλά και στη γη. Αλλά και οικονομικές δραστηριότητες όπως αυτές του μισέρ Σιγάλα και των αδελφών Σκλαβούνων, – ο πρώτος αγοράζει 6 κτήματα στη διάρκεια 14 χρόνων, επένδυση σε γη θα το λέγαμε σήμερα, και τ’ αδέλφια αλλάζουν διαρκώς δουλειές, μεταξύ αυτών και εμπόριο δούλων. Όλοι αυτοί, με δραστηριότητες που όσο κι αν μαρτυρούν οικονομική δραστηριότητα και επιφάνεια, δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν αστοί με τα χαρακτηριστικά του αστού που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται τον 17ο και 18ο αιώνα σ’ άλλες γωνιές του Αιγαίου και της Μεσογείου και πολύ περισσότερο καπιταλιστές, που υπακούουν στους νόμους της αγοράς.
Στον Άγιο Νικόλαο, στον Γιαλό, που πριν το 1300 βρισκόταν έξω από τον Μπούργο, φιλοξενούνται οι μοναχοί της μονής Ξηροποτάμου, από το Άγιον Όρος. Στα σχέδιά τους περιλαμβάνεται και η ίδρυση και λειτουργία σχολείου αλλά έμειναν μόνο προθέσεις. Το σχολείο θα γίνει πραγματικότητα με την καθοριστική συνδρομή του Δραγουμάνου του Στόλου, Νικόλαου Μαυρογένη, στα τέλη του 18ου αι., με την λειτουργία του Αγίου Γεωργίου στην Γρόττα. Πόσο άξιος υπήρξε αυτού του είδους ο αστός, ο Μπουργιανός, στην επιλογή, στη διαμόρφωση και στην οργάνωση της παιδείας του; Αυτός ο “αστικός” κόσμος προσπαθεί να βρει για τον οικισμό του διέξοδο στη θάλασσα. Θα το κατορθώσει μπαζώνοντάς την, πετυχαίνοντας έτσι την επέκταση του οικισμού του, του Μπούργου.
Είναι αλήθεια ότι η Πόλη της Νάξου, η Χώρα, λειτούργησε σαν κέντρο ανταλλαγών, πληροφοριών, εμπορίου, χρήματος “και πάσης φύσεως συναλλαγών”, αλλά αυτό συνέβαινε και λειτουργούσε στο δρόμο, όπου οι “Τρεις Εκκλησιές”, στην Αγία Θεοδοσία, στα όρια με την πιο φτωχική και υποβαθμισμένη συνοικία της Πόλης, το Νιο Χωριό. Αυτή η “συναλλαγή” δεν οργανώνεται και δεν αποκτά θεσμικό νομικό – οικονομικό περιεχόμενο. Στην πραγματικότητα, η Χώρα, δεν διαμορφώθηκε ποτέ σαν οργανωμένο αστικό κέντρο, στο οποίο να λειτουργούν αστικού τύπου θεσμοί, και το οποίο να παρακινεί την ύπαιθρο σε μεταρρυθμίσεις και αλλαγές και συγχρόνως να αποτελεί σημείο αναφοράς γι’ αυτήν. Ο πολιτικός στόχος των “κοινωνικών” υποστηρικτών της κατάλυσης της φεουδαρχίας καθορίστηκε από τη σχέση της αγροτικής υπαίθρου με την πόλη, την Χώρα, – το “Μέσα Κάστρο” παρέμεινε αδιαφιλονίκητη έδρα της αγκύλωσης και της αναδίπλωσης της τάξης που άρχει οικονομικά. Δεν γνώρισε την αμφισβήτηση. Αλλά δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά επειδή καθορίστηκε και από την δυναμική πρόσδεση των “αντιμαχομένων την φεουδαρχία” στις αρχαίες “συνήθειες”, “από το έκπαλαι”, στη φεουδαρχία δηλαδή. Η πόλη της Νάξου, η Χώρα, δεν μπόρεσε να εξελιχθεί και να οργανωθεί σε αστικό οικονομικό κέντρο. Κι αυτό κόστισε και κοστίζει μέχρι σήμερα.