Μέσα από την ιστοσελίδα balaoritoustreet.wordpress.com η εξομολόγηση της Ιωάννας Λιζάρδου σε πρώτο πρόσωπο
Θα ΄θέλα , απ΄την αρχή, να σε αγαπάω…
Μα πώς να αγαπήσω το φόβο μου;
Από μικρό παιδί παλεύω με σένα που φοβάμαι.
Μια σταλίτσα ανθρωπάκι, κρυμμένο στα σκοτάδια και εσύ να με τραβάς απ’ τα μαλλιά, να με φέρεις στο φως, έτσι πάντα μας θυμάμαι.
Στο σπίτι, μέρα-νύχτα, τα πατζούρια κλειστά κι ο μπαμπάς αμίλητος κι ακούνητος-μη μας δουν, μη μας ακούσουν στη γειτονιά.
Μα, πες μου, ποιος κατάφερε ποτέ ν΄ακούσει τον βουβό, ξένο πόνο;
Κι εσύ, μάνα, ήσουν δεν ήσουν εκεί, πάντα έλειπες.
Κι όταν επέστρεφες, αργά τα βράδυα, εμένα μου έλειπες ακόμη πιο πολύ.
Γιατί, εκείνη η γυναίκα, που τρέκλιζε μεθυσμένη στην πόρτα, δεν γινόταν να είσαι εσύ.
Μια ξένη ήταν, μια αποκαμωμένη κι άγνωστη ζητιάνα, που παρακαλούσε βρίζοντας και σπαράζοντας, δίχως ποτέ να καταλαβαίνω για τι.
….
Για φροντίδα, παρακαλούσα, μα δεν είχα λαλιά να το πω.
Κι όλο έφευγα, γιατί δεν άντεχα να μείνω.
Τον εαυτό μου τον λιγοστό, δεν άντεχα.
Τις σκέψεις μου, τα λάθη που επαναλάμβανα, τα αδιέξοδα μου.
Κι έτσι ανάξια, έφευγα για να πιω.
Όσο έπινα, τόσο ξέφευγα από όσα με βασάνιζαν.
Κι ας με κυρίευε, έπειτα πάλι, η ενοχή και έπρεπε κι άλλο να τρέξω να σωθώ, πιο μακρυά ακόμη.
Τα ΄νιώθα τότε, τα παιδικά χεράκια σου να με γραπώνουν στην πόρτα. Και το κλάμα σου το θυμάμαι να μου στοιχειώνει το δρόμο…
Μα στις φλέβες μου κυλούσε μονάχα άσβεστη φωτιά, το αίμα κι η ζωή ,νόμιζα πως είχαν, από καιρό, στραγγίσει.
Ο θυμός μου έτρωγε τα σωθικά, από παιδί ακόμα.
Πίσω από τα ίδια πατζούρια κι εγώ μεγάλωσα κι όλο ονειρεύομουν πως μια μέρα θα φεύγα κι όλα θα φώτιζαν με μιας.
Μα όπου κι αν πήγαινα, το σκοτάδι ήταν πάντα μέσα μου.
…..
Το βλέμμα σου ξερνούσε οργή.
Κι όλο μας έσπρωχνες, όλο μας έδιωχνες μακρυά-και τον μπαμπά ακόμη.
Σε θυμάμαι να του φωνάζεις πως ήθελες μιαν άλλη ζωή, που εκείνος δεν χωρούσε, μα αυτός δεν έφευγε ποτέ.
Και πάντα σε περίμενε να γυρίσεις.
Πολύ αργότερα κατάλαβα πως δεν γινόταν να χωρέσεις δυο άντρες στη ζωή σου.
Και εκείνος το ήξερε, απ΄την αρχή, μα δεν έλεγε κουβέντα πουθενά. Ούτε στον ίδιο του τον εαυτό.
Γιατί, μέσα του βαθιά σε είχε κλειδώσει να χαμογελάς, όπως παλιά που του έφτιαχνες τη μέρα.
Τότε που οι άνθρωποι σε αγαπούσαν, ή τουλάχιστον έτσι πίστευες-γιατί κάποτε το πίστευες αυτό, έτσι δεν είναι;
Ήταν τότε που είχες μια ωραία δουλειά, που φορούσες ψηλά τακούνια, που τις Κυριακές ψήναμε όλοι μαζί στον κήπο.
Και οι συμμαθητές μου, με ζήλευαν που σε είχα εγώ μαμά κι εκείνοι όχι.
Με τα χρόνια, συνήθιζα να παρατηρώ, από απόσταση, σαν μέσα από οθόνη, τις δικές τους ζωές, κρυμμένη πίσω από τις κουρτίνες του σπιτιού μας.
Εκεί, κανείς δεν μπορούσε να με αγγίξει, ούτε να με τρομάξει . Γιατί είχα μάθει να ζω με το φόβο, πως μια μέρα θα με πληγώσουν και αυτοί.
Έτσι, ούτε και σένα μπορούσαν να σε δουν να με χτυπάς, μέχρι να με ματώσεις.
Κι συνέχιζα να τους λέω πως με γρατζούνισε η γάτα, και αυτό ήταν το δικό μας μυστικό και το δικό μας παραμύθι.
…..
Με μυστικά και ψέματα προσπαθούσα να ζω.
Κάθε που το αλκοόλ μου ζέσταινε το στόμα, όλα έμοιαζαν αλλιώς: Για όλα γινόμουν δυνατή να τα σηκώσω στους ώμους μου, ακόμη και το βάρος του φόβου, της ανασφάλειας και της ντροπής.
Γιατί ντρεπόμουν που σε χτυπούσα, μα εκείνη η γυναίκα δεν ήμουν εγώ.
Ήμουν μιαν άλλη, όχι θυμωμένη και αδύναμη, μα απελευθερωμένη κι ελκυστική, κάποια που της άξιζε να τη φροντίζουν και να την κάνουν να νιώθει καλά.
Τότε δεν ήξερα, πως οι άνθρωποι νιώθουμε καλά, όταν πιστεύουμε ότι αξίζουμε να μας αγαπούν.
Βλέπεις, τους ίδιους δαίμονες με σένα, πάλευα και εγώ να νικήσω: την ανασφάλεια και το φόβο ότι δεν ήμουν ποτέ αρκετή…
Κι έτσι έφτιαχνα ένα παραμύθι να μπω μέσα και να κρυφτώ.
Με σφίγγει η θλίψη για τα χρόνια που έχασα, να παραιτούμαι και να κρύβομαι απ΄ το φόβο,να αντιμετωπίσω τις δυσκολίες της ζωής.
Όμως ο φόβος δεν είναι ανίκητος , τελικά.
Αρκεί να τον κοιτάξουμε στα μάτια και τότε εκείνος μαζεύεται και υποχωρεί.
Μα για να τον κοιτώ στα μάτια, χρειάζεται να πιστεύω στον εαυτό μου-αυτό δεν ήξερα και πλήρωσα ακριβά για το μάθω.
…..
Μέσα στο βλέμμα μου, συχνά βλέπω να έχω το ίδιο σύννεφο, που έχεις κι εσύ στα μάτια.
Στα φαγητά βάζω πολύ πιπέρι και πολύ σκόρδο, όπως και εσύ όταν μας μαγείρευες τις Κυριακές, στο σπίτι .
Δεν έχω πιει ποτέ αλκοόλ στη ζωή μου, μου προκαλεί αηδία και μόνο που το μυρίζω .
Όταν μυρίζω αλκοόλ σε θυμάμαι να κλαις στα σκαλοπάτια και να ζητάς τη ζωή σου πίσω. Δεν θέλω, όμως, έτσι να σε θυμάμαι.
Για εκείνα τα χρόνια, ούτε άλλο να σε λυπάμαι θέλω, ούτε να σε μισώ.
Ούτε, πια, υπάρχει λόγος, να κρύβω τις αλήθειες μου στο σκοτάδι.
Έμαθα πια πως με κάθε ενοχή, με κάθε πληγή, με κάθε ψέμα, χρειάζεται να κάνω ειρήνη και έπειτα να τα προσπεράσω.
Τώρα πια ξέρω, πως αυτή η διαφορετικότητα, που μου κλήρωσε στη ζωή, θα με ματώνει, μέχρι να την αποδεχτώ και να την αγκαλιάσω.
Γιατί, εσύ με έμαθες, πως μας πονάνε οι αγκαλιές που αρνούμαστε από φόβο κι όχι εκείνες που απλόχερα μοιράζουμε τριγύρω, Μάνα…
Μεγαλώνοντας, έγινα κι εγώ διαφορετική.
Σαν εσένα, μάνα…
Πηγή: balaoritoustreet.wordpress.com