Να επανεκτιμηθεί η αναγκαιότητα της αύξησης του ΦΠΑ που ισχύει από την 1η Ιουλίου για επιτόπια κατανάλωση καφέ, κακάο, τσαγιού, χαμομηλιού και άλλων αφεψημάτων στις επιχειρήσεις εστίασης ζητά με επιστολή του προς τους Υπουργούς Οικονομικών και Ανάπτυξης ο Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Κυκλάδων, Ιωάννης Ρούσσος.
Στην επιστολή επισημαίνεται πως η αύξηση ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά άλλων αυξήσεων του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων που μετακυλίονται συνολικά στις τελικές τιμές, με αρνητικό αντίκτυπο στην κατανάλωση, επομένως η συνεισφορά στα κρατικά έσοδα δε θα είναι η αναμενόμενη.
καταλήγει δε .. “Πρέπει άμεσα να γίνει μία επανεκτίμηση της κατάστασης και της αναγκαιότητας αυτής της αύξησης τη δεδομένη στιγμή, ενώ αντίθετα ο επιχειρηματικός κόσμος ζητά πάγια την μείωση των συντελεστών ΦΠΑ με πολλαπλά οφέλη για την ελληνική οικονομία και την ελκυστικότητα της χώρας ως τουριστικού προορισμού”.
Αναλυτικά, η επιστολή που φέρει την υπογραφή του κου Ρούσσου
Αξιότιμοι κύριοι Υπουργοί
Η εφαρμογή από 1.7.2014 της εγκυκλίου της ΑΑΔΕ για αύξηση του ΦΠΑ από 13% σε 24% στην διάθεση για επιτόπια κατανάλωση καφέ, κακάο, τσαγιού, χαμομηλιού και λοιπών αφεψημάτων στις επιχειρήσεις εστίασης, ήρθε σε μία στιγμή που ο κλάδος προσπαθεί να ανταποκριθεί σε μία σωρεία αυξήσεων του κόστους λειτουργίας του και επιβαρύνει αντίστοιχα το κόστος τόσο των κατοίκων όσο και των επισκεπτών των νησιών μας.
Ενδεικτικά αναφέρουμε πως έρχεται να προστεθεί στις ανατιμήσεις των πρώτων υλών, στις επιβαρύνσεις από το υψηλό κόστος ενέργειας, στις αυξημένες προμήθειες τραπεζικών συναλλαγών, στις δαπανηρές μεταρρυθμίσεις ψηφιακής μετάβασης που απαιτούνται συνεχώς και τόσα άλλα που καθημερινά καλούνται να αντιμετωπίσουν τα μέλη μας.
Είναι αναπόφευκτη η μετακύλιση της αύξησης του ΦΠΑ στις τελικές τιμές με αρνητικές επιπτώσεις στη κατανάλωση που ειδικότερα στην περιοχή των Κυκλάδων φαίνεται πως κινείται σε πτωτικά επίπεδα σε σχέση με άλλες χρονιές, με πολύ ανησυχητικά αποτελέσματα να καταγράφονται ήδη για τις επιχειρήσεις εστίασης.
Όπως και σε αντίστοιχές περιπτώσεις στο παρελθόν, εκτιμούμε πως η εν λόγω αύξηση δεν θα συνεισφέρει τα αναμενόμενα για τα κρατικά έσοδα, αντίθετα συρρικνώνει κι’ άλλο την αγοραστική δύναμη όχι μόνο επισκεπτών, αλλά και εργαζόμενων εποχικά και μη, καθώς και μόνιμων κατοίκων.
Πρέπει άμεσα να γίνει μία επανεκτίμηση της κατάστασης και της αναγκαιότητας αυτής της αύξησης τη δεδομένη στιγμή, ενώ αντίθετα ο επιχειρηματικός κόσμος ζητά πάγια την μείωση των συντελεστών ΦΠΑ με πολλαπλά οφέλη για την ελληνική οικονομία και την ελκυστικότητα της χώρας ως τουριστικού προορισμού.