Στην όμορφη Κόρωνο, χωμένη στην αγκαλιά των βουνών Κόρωνος και Αμμόμαξη, σε 600 μ. υψόμετρο, βρίσκεται το ταβερνάκι της Ματίνας και του Σταύρου, πλάι στην πέτρινη κρήνη στην πλάτσα (πλατεία) του χωριού.
«Don’t mess with the chef» γράφει η ποδιά της Ματίνας, που τρέχει γύρω γύρω για να μαγειρέψει, να καλωσορίσει, να τακτοποιήσει, να φιλοξενήσει, να σερβίρει, να νταντέψει, να γελάσει, να ψυχαγωγήσει… Ποιος να τα βάλει μαζί της; Δεν κοτάει κανείς. «Ματίνα» στα ιταλικά σημαίνει πρωί και στα αραβικά σημαίνει δύναμη και στιβαρότητα.
Μια γυναίκα-ανεμοστρόβιλος είναι η Ματίνα, που κρατάει κοτζάμ οικογένεια και ακόμα παραπάνω, ένα ολάκερο χωριό, το χωριό της. Μαζί με τον άντρα της, τον Σταύρο Κουμερτά, έχουν από το 1976 την οικογενειακή ταβέρνα που είχε ανοίξει ο πατέρας του Σταύρου από το 1956 και λειτουργούσε ως καφενείο-χασαποταβέρνα. «Από τη μία αγροκτηνοτροφική οικογένεια μπήκα στην άλλη κι έτσι η ζωή μου δεν άλλαξε και πολύ. Ξεκινήσαμε τον ίδιο αγώνα, στα κτήματα και στα ζώα. Είχαμε και έχουμε λίγα από όλα, από τα κοκοράκια και τις πουλάδες μέχρι τα κατσικάκια και την αγελάδα μας», λέει.
Στο μαγαζί της έρχονται τρεις γενιές πελατών που ξέρουν τι μαγειρεύει η κυρία Ματίνα και τι να περιμένουν. «Κρατάμε αυτό που βρήκαμε και ο περισσότερος κόσμος που έρχεται ζητά αυτό, το τοπικό και παραδοσιακό. Ξέρουν ότι θα έρθουν σε ένα χωριό για να φάνε αρνάκι. Εδώ δεν έχουμε τις ποικιλίες της πόλης. Μέχρι στιγμής μάς φτάνουν τα δικά μας παραγόμενα, γιατί δεν έρχεται το ένα πούλμαν πίσω από το άλλο. Έρχονται συστημένοι, μετρημένοι άνθρωποι, και εμείς κανονίζουμε να έχουμε ό,τι χρειάζεται. Μέχρι εκεί που φτάνουμε, εκεί σερβίρουμε».
Αρχές Ιουνίου που πήγαμε, είχε κορφομελέτα και το τζιμπητό ποριχάκι, ένα χόρτο που το κάνουν σαλάτα. Ήταν και η εποχή της μυζήθρας· της δικής τους μυζήθρας φυσικά. Δεν έχουν πάντα τα ίδια φαγητά, όμως ό,τι κι αν σερβίρουν είναι φρέσκο, της εποχής και της περιοχής. Απλές μαγειρικές, δίχως περισπούδαστες τεχνικές. Ταβερνίσια, λαϊκά πράγματα.
Είχε μπριάμ και αρακά με πατάτες, αλλά τα αξιομνημόνευτα φαγιά της είναι τα μαγειρευτά κρεατικά. Μοσχαράκι, χοιρινό, προβατίνα, κουνέλι και κατσίκι, ό,τι τους βρίσκεται διαθέσιμο το κάνουν κοκκινιστό ή λεμονάτο τρυφερό και ζουμερό, που μοσχοβολά η γειτονιά, και τα σερβίρουν με ρυζάκι, μακαρόνια ή χρυσαφένιες πατάτες τηγανητές ντόπιες.
Άλλες φορές κάνουν και μουσακάδες και πίτες, και το βράδυ ψήνουν και κρέατα στη θράκα. Κατόπιν παραγγελίας ετοιμάζουν κατσίκι γεμιστό με μπάτουδο, κουνέλι γεμιστό, κόκορα κοκκινιστό με χοντρό μακαρόνι και πίτα σεφουκλωτή (με σέσκουλα). Σερβίρουν δικό τους κρασί χωριάτικο, από Ποταμίσια και Ροζακιά.
Με πληροφορίες από τη σελίδα Γαστρονόμος της “Καθημερινής”