Έχουμε παραδοθεί χυμένες πίσω στις καρέκλες μας, σκασμένες από το πολύ φαγητό, χαζεύουμε τη Σχοινούσα και το μικρό Βενέτικο. Βρισκόμαστε στην Ηρακλειά, στο εστιατόριο Αρακλειά, του σεφ Γιάννη Γαβαλά. «Δε θέλω να μιλάω άλλο για φαγητό», σκέφτομαι, αλλά τελικά δεν κρατιέμαι…
Κείμενο: Νικολέτα Μακρυωνίτου – Φωτογραφία: Χριστίνα Γεωργιάδου (Γαστρονόμος)
«Μου έχει μείνει η απίθανη γεύση από το κοφτό μακαρονάκι φάβας με τα καλαμαροχτάποδα. Πόση νοστιμιά, με τα μάραθά του και με την αέρινη κρέμα από Σαν Μιχάλη» λέω, και κοιτάζω τη Χριστίνα που με κοιτάζει πλαγίως. «Ωραία βραδιά ε!», αλλάζω κουβέντα, κι εκείνη δεν θέλει να μιλάμε άλλο για φαγητό. Δεν έχει φεγγάρι, και ο ουρανός είναι γεμάτος άστρα που λαμπυρίζουν. Σκέφτομαι ότι η λέξη γαλαξίας έχει το ίδιο πρώτο συνθετικό με το γαλακτομπούρεκο. Με έχει βαρέσει η ζέστη…
«Χριστίνα, να σηκωθούμε να περπατήσουμε μήπως και πάει το φαγητό κάτω, μπας και μπορέσουμε να κοιμηθούμε κι απόψε;», προτείνω, αλλά κάτι με κρατάει βαριά, βιδωμένη στην καρέκλα μου, και δεν κουνάω ρούπι. Είχα φαίνεται προαίσθημα, τι να πω… Μπορεί να ήταν και οι μυρωδιές από την κουζίνα που αμυδρά τρύπωναν μέσα από τους πόρους του εγκεφάλου μου.
Πιθανολογώ βέβαια ότι μπορεί να ήταν και μια λανθάνουσα επιθυμία για ζάχαρη και ίσως κι ένας καταπιεσμένος πόθος-ανάμνηση… Μπερδεμένες σκέψεις, νυσταλέες, κι ύστερα: «τι θέλετε να σας φέρω κορίτσια για να συνοδεύσετε το γλυκό σας;». Ποιο γλυκό Γιάννη;
Η ώρα της .. έκρηξης
Μπουμ. Ένας χείμαρρος ζεστών συναισθημάτων ξεχύθηκε με τη μορφή ρευστής, αλμυρής καραμέλας. Τώρα θυμήθηκα. «Το τηγανητό γαλακτομπούρεκο του Γιάννη, που σερβίρεται καυτό, μαζί με σάλτσα αλμυρής καραμέλας είναι ίσως ό,τι πιο νόστιμο έχει δοκιμάσει ο ουρανίσκος μας», έγραφα μετά την τελευταία μου επίσκεψη προ διετίας, όταν είχαμε επισκεφτεί το εστιατόριο Αρακλειά στα πλαίσια της βράβευσής του με Βραβείο Ποιότητας Γαστρονόμου. Το παραδεισένια κολασμένο γαλακτομπούρεκο που με είχε στοιχειώσει, είναι ακόμα εδώ, και επικοινωνεί μαζί μας με την έκτη αίσθηση.
Τι το σπουδαίο έχει αυτό το γλυκό; Ε λοιπόν, όπως προείπα, δεν είναι ψητό αλλά τηγανητό. Σερβίρεται καυτό από το τηγάνι. Είναι ένα ρολάκι από χωριάτικο φύλλο τιγκαρισμένο με αμυγδαλόκρεμα ζεστή. Και αντί για σιρόπι, ο σεφ το λούζει ανερυθρίαστα με μια διαβολεμένα νόστιμη καραμέλα αλμυρή. Από όλες τις παραλλαγές γαλακτομπούρεκου που έχω δοκιμάσει στη ζωή μου –και είναι πολλές– αποδομημένες και δημιουργικές, καμία δεν έχει ξεπεράσει το πρωτότυπο στην καλή του εκδοχή.
Καμία πλην αυτής δηλαδή. Κατέβασα ένα ποτήρι νερό, σκούπισα τις καραμέλες από όπου είχαν στάξει, τίναξα τα ψίχουλα, έδειξα χαρακτήρα, κι αντί να ζητήσω και δεύτερη μερίδα, του είπα «Γιάννη σ’ αφήνω, πάμε για ύπνο, και ευτυχώς που δεν είσαι στην Αθήνα γιατί θα είχαμε πάθει όλοι ζάχαρο».
Υ.Γ.1 Υπάρχει κόσμος που φεύγει από τα γύρω νησιά και πετάγεται αυθημερόν στην Ηρακλειά για αυτό το διαβολεμένα νόστιμο γαλακτομπούρεκο. Συμβουλή: αν κλείσετε τραπέζι στην Αρακλειά να προπαραγγείλετε τις μερίδες σας.
Υ.Γ.2 Να ζητήσετε να σας φέρουν και ξεροτήγανα με κρέμα λεμονιού, και το καινούριο γλυκό που κάνει εφέτος, ένα ρυζόγαλο κατσικίσιο με σάλτσα φραγκόσυκου.
Με πληροφορίες από τη σελίδα Gastronomos.gr