Ο Λουτσιάνο Καλεστίνι λατρεύει την Ελλάδα. Εκπρόσωπος της UNICEF και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα είναι η χειρότερη χώρα για να ζει ένα παιδί
Ο Λουτσιάνο Καλεστίνι λατρεύει την Ελλάδα. Για τους Ελληνες μιλάει στον πρώτο πληθυντικό – «εμείς», λέει, παρ’ όλο που ζει εδώ τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. «Είναι η αγαπημένη μου χώρα, αν κάποιος μου έλεγε πως πρέπει να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου εδώ θα ήμουν πολύ χαρούμενος», δηλώνει στην «Καθημερινή» και στην Ηλιάνα Μάγρα.
Ο πρώτος επίσημος εκπρόσωπος της UNICEF στην Ελλάδα δεν μπορεί να μείνει στη χώρα για περισσότερα από 4 χρόνια πριν προχωρήσει στην επόμενη θέση του – στο μεταξύ, όμως, έχει να κάνει πολλά. Τον Φεβρουάριο, το εκτελεστικό συμβούλιο της UNICEF στη Νέα Υόρκη ενέκρινε το πρόγραμμα της Ελλάδας, αναφέρει ο κ. Καλεστίνι. Μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα θα έχουν υπογράψει όλα τα σχέδια δράσης με διάφορα ελληνικά υπουργεία. Γιατί βρίσκεται όμως η UNICEF στην Ελλάδα, δουλεύοντας για πρώτη φορά με τόσο συντεταγμένο τρόπο σε μία χώρα υψηλού εισοδήματος και μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης;
«Η Ελλάδα μπορεί να ισχυριστεί πως είναι η χειρότερη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση για να είσαι παιδί», τονίζει ο κ. Καλεστίνι. «Αυτό μας λένε τα δεδομένα», δηλώνει. Αυτά αφορούν την παχυσαρκία, την παιδική φτώχεια, την ψυχική υγεία – μεταξύ άλλων δεικτών. Παραδείγματος χάριν, η Ελλάδα είναι πρώτη σε παιδική παχυσαρκία στην Ε.Ε. και τρίτη σε παιδική φτώχεια. «Η κατάσταση για τα παιδιά στην Ελλάδα δεν είναι πολύ καλή», λέει ο ίδιος.
Κατά τη γνώμη του, οι λόγοι είναι τέσσερις – «οι ευθύνες δεν μπορούν να καταλογιστούν σε καμία συγκεκριμένη κυβέρνηση, σε κανέναν μοναδικό θεσμό, αποτελούν συσσώρευση επτά δεκαετιών με ανεπαρκείς πολιτικές δράσεις», τονίζει.
Ο πρώτος λόγος αφορά την ημιτελή πολιτική ατζέντα για τα παιδιά στην Ελλάδα. Από όταν η Ελλάδα επικύρωσε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού το 1993, έχει περάσει περισσότερους από 80 νόμους ή σχέδια δράσης που αφορούν τα παιδιά, δηλώνει, αλλά αυτά τα σχέδια δράσης δεν έχουν οριοθετημένους στόχους και χρονικά πλαίσια, ούτε κοστολογήσεις. «Εχουν γίνει γενναίες προσπάθειες από –μάλλον– κάθε κυβέρνηση τον τελευταίο μισό αιώνα, αλλά ακόμα δεν είναι ξεκάθαρο ποια είναι η εθνική ατζέντα για τα παιδιά και ποιος είναι υπεύθυνος», σημειώνει.
Ο δεύτερος λόγος αφορά την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται στα παιδιά. «Η ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος αναφέρεται πιο συχνά –τι μαθαίνουν τα παιδιά μας και πώς;– αλλά είναι και η ποιότητα του συστήματος υγείας και η δυνατότητα του συστήματος κοινωνικής προστασίας να δεχθούν όλα τα ευάλωτα παιδιά μέσα σε ένα δίχτυ ασφαλείας, κάτι που δεν συμβαίνει», τονίζει.
Τρίτος λόγος είναι ότι δεν ξοδεύουμε αρκετά για τα παιδιά μας – «η μέση χώρα της Ε.Ε. ξοδεύει 7.000 ευρώ τον χρόνο για την εκπαίδευση κάθε παιδιού, εδώ ξοδεύουμε 2.688», λέει, τονίζοντας ότι η Ελλάδα ακόμα βγαίνει από μία από τις πιο δύσκολες περιόδους στην Ιστορία της αλλά και τις μελλοντικές επιπτώσεις των δημοσιονομικών επιλογών μας. «Συνεχίζοντας να μην προτεραιοποιούμε τα παιδιά, ρισκάρουμε “εθνικό αυτοτραυματισμό”», λέει ο κ. Καλεστίνι. Τα τωρινά παιδιά σε 10 χρόνια θα πρέπει να ασχοληθούν με την κλιματική αλλαγή, με την ανισότητα, με το προσφυγικό –«ένα φαινόμενο που δεν θα φύγει»– και, καθώς ο πληθυσμός μειώνεται, θα επωμιστούν το βάρος του να υποστηρίζουν οικονομικά έναν πιο γερασμένο πληθυσμό, αναφέρει. «Πρέπει να επανεξισορροπήσουμε τις δημοσιονομικές επιλογές μας». Τα στοιχεία, σημειώνει, δεν αναφέρονται μόνο σε παιδιά προσφύγων ή Ρομά.
Περίπου 600.000 παιδιά στην Ελλάδα είναι παχύσαρκα, παραδείγματος χάριν – «τα παιδιά πρόσφυγες είναι λιγότερα από 30.000 κι αν υποθέσουμε πως τα παιδιά Ρομά είναι γύρω στις 100.000, μένουν περίπου 300.000 με 400.000 παιδιά. Κάποιες κοινωνικές ομάδες επηρεάζονται περισσότερο, αλλά θέλουμε να προσποιούμαστε πως αυτά τα θέματα δεν είναι σε εθνικό επίπεδο – είναι όμως», τονίζει.
Ο τέταρτος λόγος αφορά την κουλτούρα, πεδίο που αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση γιατί ο κ. Καλεστίνι τονίζει πως δεν μπορεί να θεσμοθετηθεί αλλά οι πρακτικές και πεποιθήσεις που αποκτούμε μεγαλώνοντας κάνουν τη μεγαλύτερη διαφορά. Παραδείγματος χάριν, συχνά στην Ελλάδα οι παππούδες προσέχουν τα εγγόνια τους. «Αν είσαι παιδί που το προσέχει κατά βάση η γιαγιά ή ο παππούς, έχεις 58% μεγαλύτερη πιθανότητα να είσαι υπέρβαρος», δηλώνει.
«Θερμή υποδοχή»
Δεν είναι όλα όμως doom and gloom. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης –συζητήθηκε εκτός των άλλων η βία κατά των παιδιών («γνώμη μου είναι πως υπήρχε πάντα αλλά μπορεί να γίνεται χειρότερα γιατί κανείς δεν πρόσεξε το γιατί συμβαίνει», λέει), η φτώχεια, η πανδημία, οι θετικές συζητήσεις με την Εκκλησία («ίσως το ίδρυμα με τη μεγαλύτερη επιρροή στη χώρα»), το κακό που έχουν κάνει στην εικόνα της UNICEF στην Ελλάδα οι αυθαίρετες πράξεις της εθνικής επιτροπής που χρησιμοποιούσε το logo της UNICEF και υπήρχε εδώ μέχρι το 2018– ο κ. Καστελάνι τονίζει συχνά το πόσο αισιόδοξος είναι
. «Μας έχουν υποδεχτεί τόσο θερμά, η εξωστρεφής προσέγγιση αυτής της κυβέρνησης είναι πολύ ενθαρρυντική, είναι πολύ θετικό ότι η Ελλάδα ήταν αρκετά θαρραλέα όταν είπε ότι η πρόοδος δεν ήταν όσο καλή χρειάζεται, επομένως θα κάνουμε κάτι διαφορετικό και αυτό συμπεριλαμβάνει τη βοήθεια της UNICEF», τονίζει. «Ελπίζω», δηλώνει, «ό,τι καταφέρουμε να συνεχιστεί και από τις επόμενες κυβερνήσεις».