Το απέναντι κάθισμα. Εκεί κάθεται συνήθως όποιος ψάχνει απαντήσεις — ή έστω, ένα μέρος να ακουστεί. Από την άλλη πλευρά, κάθεται κάποιος που δεν σε διακόπτει, δεν σε συμβουλεύει, δεν σε διορθώνει. Ακούει. Και όταν επιλέξει να μιλήσει, είναι για να σου δώσει χώρο. Αυτή είναι η τέχνη του ψυχοθεραπευτή.
Όμως τι γίνεται όταν ανταλλάξουμε θέσεις; Όταν ρωτήσεις αυτόν που ακούει τι σκέφτεται, τι νιώθει για τη δουλειά του; Τότε, τα λόγια κυλούν με φόρα — και όχι χωρίς πάθος.
Απαγόρευεται να δώσουμε διευθύνσεις και ονόματα. Σε μια σειρά συναντήσεων όμως, επτά ψυχοθεραπευτές από διαφορετικές κατευθύνσεις —ψυχολόγοι, ψυχίατροι, ψυχαναλυτές, ειδικοί στο mindfulness— μίλησαν για την καθημερινότητά τους. Οι συζητήσεις κράτησαν πάνω από επτά ώρες. Η απομαγνητοφώνηση σχεδόν 100 σελίδες. Και όμως, τίποτα δεν ήταν βαρύ. Οι κουβέντες είχαν ρυθμό, βάθος, χιούμορ. Όπως στις συνεδρίες τους, ήξεραν πότε να αφήσουν μια σιωπή και πότε να πιάσουν τον ειρμό.
Μίλησαν για τη χαρά να βλέπεις έναν άνθρωπο να αλλάζει, να βρίσκει λέξεις για τον πόνο του. Για τις δυσκολίες να κρατάς μια συνεδρία όταν ο κόσμος έξω φλέγεται. Για την εξάντληση, αλλά και την ενσυναίσθηση. Για τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη δική τους ψυχική αντοχή και την ανάγκη του άλλου.
Ένας απ’ αυτούς είπε: «Δεν μπορείς να βοηθήσεις αν δεν μπορείς να μείνεις παρών. Και για να είσαι παρών, πρέπει να δουλεύεις με τον εαυτό σου κάθε μέρα.»
Ένας άλλος μίλησε για τις ιστορίες που κουβαλούν οι άνθρωποι. Που συχνά μοιάζουν με τις δικές του. Αλλά ποτέ, ποτέ, δεν μοιράζονται. «Ούτε στον καφέ, ούτε στο σπίτι, ούτε στις σελίδες ενός περιοδικού», είπε. Και πράγματι, όσο κι αν τους ρωτήσεις, τίποτα προσωπικό από τους ασθενείς τους δεν θα βγει. Ούτε off the record.
Αυτό, λέει μία ψυχοθεραπεύτρια, είναι ίσως το πιο σημαντικό. «Όποιος έχει περάσει από θεραπεία, ξέρει πόσο ανακουφιστικό είναι να ξέρεις πως τα λόγια σου, ακόμα κι εκείνα που είπες με σπασμένη φωνή, είναι ασφαλή. Ότι δεν θα ταξιδέψουν πουθενά».
Στα δωμάτια αυτά έχουν ακουστεί τα πάντα: ενοχές, τραύματα, κρίσεις πανικού, ανείπωτες απώλειες. Κι όμως, όσοι κάθονται στις καρέκλες αυτές για να βοηθήσουν, συνεχίζουν να το κάνουν με πίστη. Όχι ότι θα λύσουν κάθε πρόβλημα. Αλλά ότι μπορούν να κρατήσουν χώρο. Έναν χώρο όπου επιτρέπεται να είσαι άνθρωπος.
Το απέναντι κάθισμα, τελικά, δεν είναι τόσο μακριά. Κι αν ποτέ βρεθείς σε αυτό, να ξέρεις πως απέναντί σου κάθεται κάποιος που δεν σε κρίνει. Που δεν έχει απαντήσεις. Μα ξέρει να ακούει.
«Η σιωπή έχει πυκνότητα»
Η.Α., ψυχοθεραπεύτρια, 52 ετών
«Όταν ξεκίνησα να κάνω θεραπεία, με δυσκόλευε η σιωπή. Ήθελα να γεμίσω τον χρόνο, να πω κάτι “έξυπνο”. Τώρα πια, γνωρίζω πως η σιωπή έχει πυκνότητα. Όταν δεν μιλάς, κάτι άλλο μιλάει. Το βλέμμα, η αναπνοή, η στάση του σώματος. Και εκεί πρέπει να μείνεις, να μην παρεμβαίνεις. Να αφήσεις τον άλλον να υπάρξει. Αυτή είναι η δουλειά μου: να κρατάω χώρο.»
«Υπήρξαν στιγμές που έκλαψα μετά από συνεδρία. Όχι γιατί με άγγιξε ο πόνος —αυτό είναι καθημερινό. Αλλά γιατί είδα κάποιον να συναντά τον εαυτό του πρώτη φορά. Αυτές είναι οι πιο δυνατές στιγμές»
«Το γραφείο μου δεν είναι ποτέ άδειο»
Γ.Κ., ψυχίατρος – ψυχοθεραπευτής, 60 ετών
«Ένας θεραπευτής δεν δουλεύει μόνο με τους ανθρώπους που βλέπει. Δουλεύει και με εκείνους που κουβαλούν οι άλλοι. Οι γονείς, τα παιδιά, οι απουσίες. Μια φορά, ένας ασθενής μου είπε “θέλω να κάνουμε θεραπεία με τον πατέρα μου —αλλά εκείνος είναι πεθαμένος”. Και κάναμε. Για μήνες. Στο τέλος του χρόνου, ένιωσε ότι του είπε όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ. Αυτό αλλάζει τον άνθρωπο. Το γραφείο μου δεν είναι ποτέ άδειο. Όλοι κουβαλούν κάποιον».
«Η αλήθεια χρειάζεται χρόνο»
Μ.Ρ., ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια, 45 ετών
«Οι άνθρωποι δεν λένε την αλήθεια από την πρώτη συνεδρία. Ούτε από τη δεύτερη. Ούτε καν από την πέμπτη. Όχι επειδή θέλουν να εξαπατήσουν, αλλά επειδή δεν την αντέχουν ακόμα. Πολλές φορές έρχεται κάποιος με έναν “τίτλο”: “χωρίζω”, “κάνω κρίσεις πανικού”, “δεν αντέχω άλλο”. Και χρειάζονται εβδομάδες, μήνες, μέχρι να φτάσουμε στον πραγματικό πυρήνα. Εκεί που λέει: “φοβάμαι ότι δεν αξίζω τίποτα”. Αυτή είναι η πιο δύσκολη πρόταση σε μια θεραπεία. Και η πιο αληθινή».
«Κάποιος με ακούει χωρίς να με διορθώνει»
Σ.Τ., ψυχοδυναμικός θεραπευτής, 39 ετών
«Πολλοί έρχονται και λένε: “Δεν χρειάζομαι θεραπεία, απλώς θέλω να μιλήσω σε κάποιον.” Και εγώ λέω: “Αυτό είναι θεραπεία.” Να υπάρχει ένας άνθρωπος που να μη σε διακόπτει, να μην σε κρίνει, να μην σου λέει τι να κάνεις. Ένα μυαλό που να είναι παρόν μαζί σου. Κάποιος που θα αντέξει να σε ακούσει —ακόμα και όταν δεν αντέχεσαι εσύ».
«Αυτός ο χώρος, με τον καιρό, γίνεται ιερός. Όχι γιατί είναι ήσυχος. Αλλά γιατί εκεί ακούγεται κάτι που έξω δεν ακούγεται ποτέ: ο εσωτερικός σου κόσμος, χωρίς λογοκρισία».
«Ό,τι κι αν φέρεις, θα το αντέξουμε μαζί»
Λ.Ε., υπαρξιακή ψυχοθεραπεύτρια, 50 ετών
«Οι άνθρωποι φοβούνται να φέρουν το “χειρότερο” κομμάτι τους. Την οργή, τη ζήλια, τις σκέψεις που δεν λέγονται. Τους λέω: φέρ’ το. Δεν θα τρομάξω. Δεν θα σε απορρίψω. Δεν είσαι ο μόνος που το ένιωσε αυτό. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχω ξανακούσει. Και αν είναι κάτι πρωτοφανές, ακόμα καλύτερα: θα το ανακαλύψουμε μαζί».
«Δεν είμαι εδώ για να δίνω απαντήσεις»
Δ.Κ., ψυχίατρος – θεραπευτής ομάδων, 63 ετών
«Η πιο συχνή ερώτηση που ακούω είναι: “Τι να κάνω;” Και η πιο δύσκολη απάντηση είναι: “Δεν ξέρω.” Γιατί αν ήξερα, θα σου έπαιρνα την ευθύνη. Κι εσύ δεν ήρθες για να γλιτώσεις την ευθύνη —ήρθες για να αντέξεις να την πάρεις πίσω. Η δουλειά μου δεν είναι να σου δείξω το δρόμο, αλλά να φωτίσω το κομμάτι που στέκεσαι τώρα».
«Κάθε άνθρωπος είναι μια ιστορία που περιμένει να ειπωθεί»
Ε.Ν., συστημική θεραπεύτρια, 47 ετών
«Μερικές φορές οι λέξεις βγαίνουν με δυσκολία. Άλλες, πέφτουν σαν ποτάμι. Υπάρχουν άνθρωποι που μιλούν για ώρες, αλλά νιώθεις ότι δεν έχουν πει τίποτα. Και άλλοι που σου δίνουν τρεις προτάσεις και η ψυχή τους είναι ολόκληρη εκεί. Αυτό που μαθαίνεις στην πορεία είναι να ακούς πίσω από τις λέξεις. Και να περιμένεις. Η ιστορία θα έρθει. Πάντα έρχεται».