Σύμφωνα με την έρευνα, η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε αύξηση της παχυσαρκίας κατά 43% στις νησιωτικές περιοχές, 38% στη Μακεδονία-Θράκη και 30% στην Αττική.
«Η οικονομική κρίση δείχνει να επηρεάζει την εξέλιξη του σακχαρώδη διαβήτη, απορρυθμίζοντας τους ήδη διαβητικούς ασθενείς που αμελούν τη ιατρική τους φροντίδα, επειδή δυσκολεύονται να καλύψουν τα έξοδα που συνεπάγεται η συντήρηση της θεραπείας τους, μειώνοντας ακόμα και τις επισκέψεις στον διαβητολόγο τους, με το ποσοστό να κυμαίνεται γύρω στο 30%» τονίζει σε δηλώσεις της η παθολόγος-διαβητολόγος Δρ Ελισάβετ Ηλιάδου, με αφορμή πρόσφατη έρευνα για τις επιπτώσεις της κρίσης στο διαβήτη και την παχυσαρκία.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με την έρευνα, η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε αύξηση της παχυσαρκίας κατά 43% στις νησιωτικές περιοχές, 38% στη Μακεδονία-Θράκη και 30% στην Αττική. Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, η οικονομική δυσπραγία έχει οδηγήσει μεγάλες ομάδες του ελληνικού πληθυσμού σε αλλαγές των συνθηκών διατροφής τους, καταφεύγοντας σε υδατάνθρακες και λίπη, παραμελώντας τον ισόρροπο εφοδιασμό του οργανισμού τους με βιταμίνες και άλλα θρεπτικά συστατικά που βρίσκονται στα φρούτα, τα λαχανικά, το κρέας ή το ψάρι, με συνέπεια την αύξηση του σωματικού βάρους. Αυτό έχει ως επακόλουθο την επιβάρυνση του διαβητικού ασθενούς, με δεδομένο ότι το 80% περίπου των διαβητικών τύπου 2 είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.
«Αυτό», εξηγεί η Δρ Ηλιάδου, «μαζί και με την υιοθέτηση όλο και συχνότερα της καθιστικής ζωής και την αποφυγή της σωματικής δραστηριότητας και των επισκέψεων σε γυμναστήρια και άλλους χώρους άθλησης λόγω της οικονομικής κρίσης, έχει ως συνέπεια, είτε κάποιος με προδιάθεση για διαβήτη να εμφανίσει συντομότερα την ασθένεια, είτε, αν πάσχει να απορρυθμίσει τον διαβήτη του με σημαντικές συνέπειες όπως είναι οι καρδιαγγειακές επιπλοκές (εγκεφαλικά επεισόδια, εμφράγματα του μυοκαρδίου, η διαβητική νεφροπάθεια, που μπορεί να καταλήξει σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, προβλήματα στα μάτια που μπορεί να φθάσουν μέχρι τη τύφλωση, ή το διαβητικό πόδι, με αύξηση του κινδύνου ακρωτηριασμού του)».
Το τραγικό ωστόσο, είναι ότι το 40% των διαβητικών στη χώρα μας δεν γνωρίζει ότι πάσχει από διαβήτη, όπως αναφέρει η Δρ Ηλιάδου. Το γεγονός αυτό, όπως λέει, καθιστά επιτακτική την ανάγκη πρόληψης και έγκαιρης διάγνωσης μέσω ενός εθνικού σχεδιασμού και ευρύτερης πληροφόρησης γι αυτή τη σύγχρονη ασθένεια, την οποία ο κάθε διαβητικός ασθενής μπορεί να διαχειρισθεί ικανοποιητικά, εφόσον ακολουθεί μια σωστή διατροφή, ασκείται ή έχει κάποια σωματική δραστηριότητα, επικοινωνεί συχνά με το γιατρό του και τηρεί πιστά τη φαρμακευτική του αγωγή.
Να σημειώσουμε βέβαια ότι πριν από δύο μήνες είχαν δοθεί στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα από την Ελληνική Εταιρεία Παχυσαρκίας. Και τα αποτελέσματα ήταν …τραγικά. Η μελέτη COSI βασική για την προσέγγιση της νόσου της παχυσαρκίας, έγινε σε επιλεγμένα 500 σχολεία σε όλη τη χώρα, σε σύνολο 5.682 παιδιών. Το 48% των παιδιών ήταν ηλικίας 7 ετών και το 54% των παιδιών ήταν ηλικίας 9 ετών. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ελληνικής Ιατρικής Εταιρίας Παχυσαρκίας Ευθύμιο Καπάνταη, το 44% παιδιών και εφήβων στην Ελλάδα είναι παχύσαρκα ή υπέρβαρα. Η Ελλάδα όπως είπε κατέχει το υψηλότερο ποσοστό παχύσαρκων παιδιών στην ΕΕ μετά τη Σλοβενία.
Σύμφωνα με τον κ. Καπάνταη, το 25% των παχύσαρκων παιδιών και εφήβων θα καταλήξουν παχύσαρκοι ενήλικες. Ενώ, το 54% των παχύσαρκων παιδιών έχουν σοβαρά ορθοπεδικά προβλήματα, το 31% καρδιαγγειακές παθήσεις, το 42% μεταβολικές διαταραχές και ενδοκρινολογικά ζητήματα. Σε όλα αυτά προστίθενται και θέματα όπως ο σχολικός εκφοβισμός, τα ψυχολογικά παραβλήματα (κατάθλιψη, νεύρωση, διαταραχές ύπνου κ.λπ.).
Επιπλέον, τα παχύσαρκα παιδιά έχουν 1,5 με 2,5 φορές περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν καρδιαγγειακά νοσήματα, διπλάσιο κίνδυνο για άσθμα κ.ά. Επίσης οι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι έφηβοι έχουν αυξημένο κίνδυνο θανάτου από καρδιά ως ενήλικες, ενώ είναι πολύ πιθανό να αναπτύξουν Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2, ειδικά οι γυναίκες. Επίσης, αυξάνεται και ο κίνδυνος κατά 1,5 φορά για εμφάνιση καρκίνου του παχέος εντέρου ειδικά στους παχύσαρκους άντρες.
Σύμφωνα με την καταγραφή των στοιχείων από τα σχολεία, παρατηρήθηκε ότι μόνο το 12% των δημοτικών σχολείων διαθέτουν στους μαθητές φρέσκα φρούτα, ποσοστό πολύ χαμηλό, όταν το υψηλότερο 95% το κατέχει η Σλοβενία. Επίσης φρέσκα λαχανικά διατίθενται μόνο στο 5% των ελληνικών δημοτικών, ενώ ο μέσος όρος των υπολοίπων χωρών φθάνει το 38%. Γάλα διατίθεται μόνο στο 18% των δημοτικών, τη στιγμή που το υψηλότερο ποσοστό αγγίζει το 95% στην Πορτογαλία και Νορβηγία και τον μέσο όρο να κυμαίνεται στο 58%. Γιαούρτι διατίθεται μόνο στο 5% των δημοτικών, με το αντίστοιχο ποσοστό στις άλλες χώρες να κυμαίνεται από 14% έως το υψηλότερο ποσοστό 70% που κατέχει η Λιθουανία.
Η έρευνα καταγράφει επίσης την απουσία παρεμβάσεων που αποσκοπούν στην προώθηση ενός ενεργού και υγιεινού τρόπου ζωής στα ελληνικά δημοτικά, αφού σχετικά προγράμματα υλοποιούνται σε λιγότερα από τα μισά (42%) σχολεία, όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος ανέρχεται στο 81%, και με ποσοστό πάνω από 90% για χώρες όπως η Πορτογαλία, Ιρλανδία και η Λετονία.
Σύμφωνα με τους γιατρούς, η υπερκατανάλωση χυμών οδηγεί σε υπερινσουλινισμό ενώ στα σχολεία μας παρατηρείται μεγάλη επίσης κατανάλωση σνακ, ποσοστό 17,9%, όταν ο κανονισμός απαγορεύει τα αλμυρά. Η μελέτη έκανε ένα σκορ σχολικού διατροφικού περιβάλλοντος και έδειξε ότι στην Ελλάδα έχουμε το 0,57, δηλαδή υστερούμε δηλαδή από τις άλλες χώρες πολύ όταν η βάση μόνο είναι το 0,60.
Οι ειδικοί επισήμαναν επίσης ότι τα παιδιά πρέπει να αθλούνται και ευτυχώς σε αυτό το σημείο έχουμε καλό ποσοστό καθώς υπάρχουν χώροι για φυσική αγωγή. Εκεί που υστερούμε είναι ότι η φυσική αγωγή στα ελληνικά σχολεία γίνεται μόνο μία ώρα την εβδομάδα, όταν οι συστάσεις είναι μία ώρα την ημέρα.
Επίσης είμαστε η τελευταία χώρα που τρέχει προγράμματα εκπαίδευσης των παιδιών στην υγιεινή διατροφή. Σύμφωνα με τελευταία στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, σε Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη η παιδική παχυσαρκία φτάνει το 10%. Αντίθετα, στον Νότο η τάση είναι αυξητική και πάει αγγίζει το 20%. Στις ηλικίες των 7 ετών φτάνει στο 21%, και όσο ανεβαίνει η ηλικία ανεβαίνει και η παχυσαρκία. Δηλαδή στην ηλικία των 89 ετών σκαρφαλώνει στο 23%.
Οι ειδικοί συμφωνούν ότι η οικονομική συγκυρία έχει επηρεάσει τις διατροφικές συνήθειες του Έλληνα, αλλά χρειάζεται και εκπαίδευση. Μέσα στην κρίση μπορούμε να βρούμε υγιεινούς τρόπους διατροφής, όπως λένε, όπως για παράδειγμα όσπρια αντί για μακαρόνια. Σημειώνουν μάλιστα ότι στα μικρά νησιά είναι κατά 8% μικρότερο το ποσοστό παχυσαρκίας στα παιδιά γιατί αθλούνται συνέχεια και δεν υπάρχουν κυλικεία σε πολλά σχολεία.
Πηγή: Naftemporiki.gr