Τα τρία τελευταία χρόνια, ο “Κόμης” ή κατά κόσμο Εντ Σνόουντεν ζει στη Μόσχα και απολαμβάνει τη ζωή στη ρωσική πρωτεύουσα έστω κι εάν δεν γνωρίζει γρι ρωσικά.
Η δημοσιογράφος Λόρα Πόιτρας έστησε την κάμερα και βιντεοσκόπησε δήλωσή του, που θα δημοσιευόταν παράλληλα με το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ της στην εφημερίδα Guardian: «Ε… ονομάζομαι Εντ Σνόουντεν. Είμαι, ε, είκοσι εννέα ετών», εμφανίζεται να λέει στο βίντεο ο νεαρός μηχανικός συστημάτων και επί δέκα χρόνια υπάλληλος της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ.
Του Γιάννη Σουλιώτη (kathimerini.gr)
Μαζί με τα απόρρητα έγγραφα της NSA είχε αποφασίσει να παρουσιάσει πρώτος στα ΜΜΕ αρκετές προσωπικές πληροφορίες, για να αποκρούσει τις κατηγορίες που θα εξαπέλυε εναντίον του η κυβέρνηση των ΗΠΑ, μόλις κατάφερνε να εντοπίσει την πηγή της διαρροής.
Εξι χρόνια αργότερα, ο Σνόουντεν έκανε ένα βήμα παρακάτω και αφηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία της ζωής του σε 370 σελίδες. «Το όνομά μου είναι Εντουαρντ Τζόζεφ Σνόουντεν. Κάποτε εργαζόμουν για το κράτος, όμως πλέον εργάζομαι για τον πολίτη», γράφει στις πρώτες γραμμές της αυτοβιογραφίας του με τίτλο «Το Μεγάλο Φακέλωμα» (εκδόσεις «Ψυχογιός»). Περισσότερο από ένα κατασκοπικό θρίλερ ή ένα βιβλίο με τεχνικού χαρακτήρα αναφορές στα προγράμματα καθολικής ηλεκτρονικής παρακολούθησης «Το Μεγάλο Φακέλωμα» είναι ένα βιβλίο για τη διαδρομή του Εντ Σνόουντεν από τότε που, σε ηλικία 6 ετών «χάκαρε» το ρολόι του σπιτιού του για να μένει περισσότερη ώρα ξύπνιος το βράδυ, μέχρι τη μετάθεσή του σε μυστική βάση της NSA κάτω από μια φυτεία ανανάδων, στο νησί Οάχου στη Χαβάη. Εκεί, όπου όντας επικεφαλής του «Γραφείου Διαμοιρασμού Πληροφοριών» αποφάσισε να αποκαλύψει την ύπαρξη και τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος μαζικής παρακολούθησης των ΗΠΑ.
Ποιος λοιπόν είναι στ’ αλήθεια ο Εντ Σνόουντεν ή Citizenfour όπως ήταν ο κωδικός ασφαλείας που του δόθηκε αργότερα; Ο πατέρας του εργαζόταν στο αρχηγείο του Λιμενικού και η μητέρα του στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. «Και οι δύο γονείς μου διέθεταν πρόσβαση σε απόρρητες πληροφορίες» γράφει στο βιβλίο του ο Σνόουντεν.
Ο πρώτος του πιστός σύντροφος ήταν ένα λάπτοπ Compaq Presario, που αγόρασε ο πατέρας του. «Εκεί κρυβόταν η πραγματική μαγεία: μπορούσα να συνδεθώ με κάτι καινούργιο που το έλεγαν Διαδίκτυο». Τα χρόνια που ακολούθησαν εξελίχθηκε σε ταλαντούχο και ιδεολόγο χάκερ. «Ολοι οι έφηβοι είναι χάκερ επειδή οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους είναι αβάσταχτες». Το διαζύγιο των γoνιών του και κυρίως τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 τον επηρέασαν –όπως ομολογεί– καθοριστικά: «Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου άφησαν τραύματα σε οικογένειες και κοινότητες. Τραύματα στον τόπο», επισημαίνει ο Σνόοντεν, προσπαθώντας μεταξύ άλλων να εξηγήσει την απόφασή του να καταταγεί στον στρατό. Κάτι για το οποίο, όπως λέει, μετανιώνει περισσότερο από καθετί άλλο στη ζωή του. «Ηταν η αρχή μιας διαδικασίας μέσα από την οποία το θυμικό μου κατατρόπωσε πλήρως τη λογική».
Το πέρασμά του από τον στρατό αποδείχθηκε γρήγορο, καθώς αποφάσισε να εργαστεί στις υπηρεσίες πληροφοριών, εκεί όπου οι ικανότητές του «θα είχαν περισσότερη ζήτηση». Σε ηλικία περίπου 20 ετών και για τα επόμενα δέκα χρόνια εργάστηκε ως μηχανικός συστημάτων για λογαριασμό της NSA και της CIA.
Αρχικά, απασχολούνταν σε ιδιωτικές εταιρείες που αναλάμβαναν ως υπεργολάβοι έργα για λογαριασμό των υπηρεσιών πληροφοριών, πριν προσληφθεί στη CIA ως «ειδικός» στις επικοινωνίες. Του κόλλησαν το παρατσούκλι «Κόμης», υπηρέτησε σε Αφγανιστάν, Πακιστάν, Γενεύη και Τόκιο πριν καταλήξει για λόγους υγείας (έπασχε από επιληψία) σε μια μυστική βάση στη Χαβάη, απ’ όπου είχε πρόσβαση σε όλα τα εσωτερικά έγγραφα της υπηρεσίας. «Οι γιατροί μου είπαν πως το κλίμα και ένας χαλαρότερος τρόπος ζωής θα βοηθούσε στην επιληψία μου», θυμάται. Από εκεί μελέτησε τα προγράμματα παρακολούθησης των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ και όταν κατάλαβε τον τρόπο λειτουργίας τους ήρθε αντιμέτωπος με την εξής πραγματικότητα: «Οι μυστικές υπηρεσίες θεωρούσαν ότι βρίσκονταν υπεράνω του νόμου. Είχαν χακάρει το Σύνταγμα».
Οσα ακολουθούν είναι λίγο-πολύ γνωστά: δημοσιοποίηση στοιχείων, παγκόσμιος σάλος και κυνηγητό από τις ΗΠΑ, καταφύγιο στη Μόσχα. Το βιβλίο καταλήγει με τον Σνόουντεν να περιγράφει τη ζωή του στη Ρωσία, τα τελευταία τρία χρόνια, πλάι ξανά στην αγαπημένη του Λίντσεϊ. «Απόψε γιορτάζουμε την επέτειό μας. Ακολουθώ τη μακρύτερη διαδρομή μέσα σ’ αυτή τη ξένη πόλη προσπαθώντας να βρω μερικά τριαντάφυλλα. Δεν γνωρίζω το ρωσικό όνομά τους. Απλώς μουγκρίζω και τα δείχνω».