Στο σημερινό μου σημείωμα στις φιλόξενες στήλες του NAXOSPRESS παρουσιάζω ἐν είδει προδημοσίευσης (όσο δύναμαι πιο ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΑ[1]) ακόμη ένα άγνωστο στη ναξιακή βιβλιογραφἰα θέμα: Τον επί 4ετία (1914-1917) εκτοπισμό στη Νάξο περισσότερων από 230 «Βουλγαρομακεδόνων», Βουλγάρων (ως εθνικιστών-προπαγανδιστών της βουλγαρικής πολιτικής στην σημερινή ελληνική Μακεδονία) και άλλων θεωρούμενων ως επικίνδυνων για τη δημόσια ασφάλεια ατόμων.
Κείμενο του Μανόλη Σέργη (#)
Στα Εισαγωγικά– θεωρητικά ζητήματα της εργασίας (στην πλήρη της μορφή) αναφέρομαι (α) στη Νάξο ως διαχρονικό τόπο εκτοπισμών, (β) στην σταδιακή εμφάνιση των εθνικισμών στον χώρο της Βαλκανικής, και ιδιαίτερα στον βουλγαρικό, ο οποίος εντείνεται στα τέλη του 19ου αι. με αποκορύφωμα τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Πρώτο Παγκόσμιο. Τονίζω εδώ την μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους επιδίωξη της ηττημένης Βουλγαρίας να ασκήσει και πάλιν επεκτατική πολιτική στην περιοχή της Μακεδονίας (και της Θράκης) χρησιμοποιώντας τη σλαβόφωνη μειονότητα στην Ελλάδα, αμφισβητώντας το εδαφικό καθεστώς των Συνθηκών και εκμεταλλευόμενη το κενό εξουσίας στην Ελλάδα μετά το 1915.
Η εργασία μου (περί τις 20 σελίδες) βασίζεται στις εδώ παρακάτω αναφερόμενες πηγές. Δυστυχώς από αυτές απουσιάζει ο τοπικός Τύπος της εποχής (στην πλήρη της μορφή εξηγώ τις αιτίες).
Οι πηγές μου λοιπόν είναι:
- Η Απόφασις / Αναφορά του Κοινοτικού Συμβουλίου Νάξου της 11ης Νοεμβρίου 1915, προς τον τότε Πρόεδρο της Κυβερνήσεως (τον Στέφ. Σκουλούδη), προς τη Νομαρχία Κυκλάδων και προς το Υπουργείο Εσωτερικών, σχετική με την υφισταμένη κατά τη συγκεκριμένη περίοδο κατάσταση στη Χώρα, εξ αιτίας τής εκεί, προ ενός έτους τουλάχιστον, παρουσίας των εκτοπισμένων,
- οι 15 πανομοιότυπες Βεβαιώσεις του ίδιου Συμβουλίου προς την αστυνομική υποδιεύθυνση της πόλης, τις οποίες ήταν υποχρεωμένο να αποστέλει, σχεδόν κάθε μήνα, προς την συγκεκριμένη Αρχή, υπεύθυνη για την επιτήρηση των εξορίστων. Οι βεβαιώσεις αυτές αποτελούν σημαντική πηγή:
(α) για τον προσδιορισμό του αριθμού των κατά περιόδους ευρισκομένων /παρεπιδημούντων «Βουλγαρομακεδόνων» και Βουλγάρων εξορίστων,
(β) για την διασαφήνιση του χρόνου της συνολικής τους παρουσίας στο νησί. Αυτός κυμαίνεται μεταξύ τουλάχιστον του Ιουνίου 1914 και του Οκτωβρίου 1917,
(γ) για την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πληροφορία που μάς παρέχουν: Οι εξόριστοι προσφέρουν κάθε μήνα, ορισμένες ημέρες, εργασία στους κατοίκους της πόλης.
Κεφαλαιώδους σημασίας πηγή μου είναι η Απόφασις / Αναφορά του Κοινοτικού Συμβουλίου. Η ποιοτική ανάλυση του σημαντικού αυτού εγγράφου μάς οδηγεί στις παρακάτω σκέψεις, μάς δημιουργεί κάποια ερωτηματικά, μάς πληροφορεί, τέλος, για σημαντικές λεπτομέρειες της όλης κατάστασης. Την παρουσιάζω εδώ περιληπτικά:
1.Το Κοινοτικόν Συμβούλιον της Χώρας, όταν η κατάσταση άρχισε να δημιουργεί κοινωνική αναταραχή, αισθάνεται την ανάγκη, εξ αιτίας της αδυναμίας του να επιλύσει τα προβλήματα που αναφέρω παρακάτω, να απευθυνθεί στην Κυβέρνηση, στη Νομαρχία Κυκλάδων προκειμένου αυτές να σπεύσουν προς αρωγή του.
- Το Κοινοτικόν Συμβούλιον φαίνεται ότι διερμηνεύει «την κοινήν αγανάκτησιν» των Χωραϊτών.
- Εκτιμά τον αριθμό των πολιτικών εξορίστων κατά τον Νοέμβριο 1915 υπέρ τους 150. Σ’ αυτούς προσθέτει άλλους 30 ξένους αέργους, ποινικούς, επικίνδυνους για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
- Η κατάσταση των εξορίστων είναι οικτρή: Πρόκειται για στερουμένους «πάντων των χρειωδών», τους οποίους έχουν εγκαταστήσει «εντός τεσσάρων αποθηκών». Είναι ψειριασμένοι, ρυπαροί, στερούνται ενδυμάτων, κοιμούνται στο έδαφος και ο κίνδυνος για την εκδήλωση ασθενειών είναι φανερός. Τρέφονται με τον διανεμόμενο από την αστυνομική αρχή άρτο, γεγονός που δυσχεραίνει την κατάσταση, διότι «διανεμομένου του άρτου κατά προτίμησιν εἰς τους εξορίστους» πολλές οικογένειες της Χώρας μένουν «άνευ άρτου και πολιορκούσι τους δύο και μόνον ἐν ενεργείᾳ κλιβάνους της πόλεως».
- «Επαπειλείται εξέγερσις» των κατοίκων.
- Ως εκ τούτων, το Συμβούλιον αιτείται: (α) την το συντομότερο αποστολή σίτου και αλεύρων στο νησί, διότι τα υπάρχοντα αποθέματα επαρκούν για δύο ημέρες,(β) την μεταφορά ενός μέρους των εξορίστων σε άλλο νησί. Εάν δεν είναι εύκολο να μεταφερθούν όλοι, να μετεγκατασταθεί ένα τμήμα τους στο Χαλκί, στις «πολυπληθείς κοινότητας Φιλοτίου και Απειράνθου, όπου και εγχώρια γεννήματα και άλλα δημητριακά υπάρχουσι και ακίνδυνοι καθίστανται εἰς την δημοσίαν τάξιν».
Προσθέτω και αναλύω στο σημείο αυτό δύο επιπλέον δυσχερείς συγκυρίες που εκαλείτο να αντιμετωπίσει η τοπική εξουσία, για να σχηματισθεί πληρέστερη η εικόνα της κατάστασης στην πόλη κατά την 4ετία 1914-1917.
- Την παρουσία στη Χώρα από τον Οκτώβριο του 1915 ελλήνων προσφύγων από την Κάτω Παναγιά Μ. Ασίας, όπως έχω αποδείξει σε πρόσφατη επιστημονική εργασία μου.[2]
- Το πρόβλημα του επισιτισμού της Νάξου (των Κυκλάδων γενικότερα) πριν και μετά τον αποκλεισμό τους από τους Αγγλογάλλους, στο πλαίσιο των γνωστών δραματικών γεγονότων του Εθνικού Διχασμού.
Παρατηρήσεις επί της Αναφοράς και αναπάντητα ερωτήματα
♦ Αναλύω τον θεσμό της εκτόπισης (ως αστυνομικό μέτρο) με την παρατήρηση ότι το 1914 επεκτάθηκε και στις Νέες Χώρες. Πρόκειται για τον νόμο 121 της 2α; Ιανουαρίου 1914 (ΦΕΚ, αριθμ. 1) «Περί επεκτάσεως ἐν ταις προσαρτωμέναις χώραις των νόμων ΤΟΔ΄ της 27 Φεβρουαρίου 1871, ΥΙΕ΄ της 29 Μαΐου 1871 και ΩΞΗ΄ της 27 Νοεμβρίου 1880, Περί καταδιώξεως της ληστείας».[3]
♦ Οι εξόριστοι εστάλησαν στην Νάξο το 1914. Οι ιστορικές πηγές χρησιμοποιούν διάφορες ονομασίες γι’ αυτούς, όπως «Εξαρχικοί», «Βουλγαρόφωνοι», «Βούλγαροι», «Βουλγαρίζοντες», «Μακεδόνες», «Σλαβομακεδόνες», κ.ά. Οι γραμματείς του Κοινοτικού Συμβουλίου της Χώρας τους χαρακτηρίζουν «Βουλγάρους» και «Βουλγαρομακεδόνες», γεγονός που με παρωθεί να εντοπίσω τους τόπους καταγωγής τους: Θεωρώ πως οι περισσότεροι απ’ αυτούς προέρχονται από την δυτική και την κεντρική ελληνική Μακεδονία.
♦ Εννοείται ότι μη υπαρχούσης ουδεμίας σχετικής πληροφορίας, αδυνατώ να προσδιορίσω επακριβώς τις αιτίες του εκτοπισμού τους, μιας σαφώς πολιτικής πράξης εθνικής σημασίας. Εικάζω τα αυτονόητα:
- επέδειξαν ικανή προπαγανδιστική υπέρ της Βουλγαρίας δράση κατά την προ του 1914 περίοδο. Τονίζω και πάλιν ότι «εθνικός Άλλος» αυτήν την περίοδο είναι για τους Έλληνες ο Βούλγαρος και όχι τόσον ο Οθωμανός,
- αυτοχαραστηρίζονταν ως «Μακεδόνες».
♦ Η δική μου έρευνα αναβιβάζει τον αριθμό τους τουλάχιστον στους 230 (το Συμβούλιον στους «υπέρ 150»). Ο αριθμός τους μειώνεται κατά το 1916 και το 1917. Στον παραπάνω αριθμό συμπεριλαμβάνω και τους περίπου 30 «ποινικούς».
♦ Οι εκτοπισμένοι τελούν «υπό αστυνομικήν επιτήρησιν». Η τελευταία από τις Βεβαιώσεις (της 14ηςΟκτωβρίου1917) μάς πληροφορεί και για τον τρόπο συλλογής των πληροφοριών από τον Πρόεδρο της Κοινότητος: Τού τις μεταφέρουν οι Χωραΐτες, όσοι ‒εννοείται‒δέχθηκαν τις υπηρεσίες των εξορίστων («καθ’ ας έλαβον παρά των συνδημοτών μου πληροφορίας»).
♦ Με δεδομένο ότι οι εκτοπισμένοι διέμεναν σε τέσσερις αποθήκες και ότι μεταξύ τους υπήρχε ικανός γυναικείος πληθυσμός, να υποθέσω ότι μία από αυτές είχε διατεθεί σ’ αυτές; Πιθανώς. Όντως ο αριθμός των γυναικών ήταν ικανός, υπερέβαιναν τις 28, ένα ποσοστό δηλαδή 13% επί του συνολικού αριθμού. Δεκατέσσερις από αυτές ήταν μεμονωμένα άτομα, οι ισάριθμες άλλες ήταν μέλη συνεξόριστων οικογενειών.
♦ Το Κράτος τους χορηγούσε επίδομα ή κάποια απαραίτητα είδη (σαπούνι, π.χ.) εκτός του ψωμιού που προαναφέρθηκε; Είχαν κάποια μορφή επικοινωνίας με τους δικούς τους; Ελάμβαναν γράμματα, χρήματα και προμήθειες-δέματα από αυτούς;Γνωρίζω ότι πολύ αργότερα, στα χρόνια του Εμφυλίου, το μηνιαίο ατομικό επίδομα των εκτοπισμένων ήταν περί τις τρεις δραχμές.
♦ Ποια ήταν η στάση των Χωραϊτών έναντί τους; Η παροχή προς αυτούς αναγκαστικής εργασίας «εξαργυρωνόταν» σε είδος, σε τρόφιμα και σε άλλη υλική βοήθεια; Βοήθεια προς τους εχθρούς του έθνους; Όντες υπό την επιτήρηση της αστυνομίας οι εξόριστοι, ήταν δυνατόν να διακινδυνεύσουν οι εντόπιοι οποιαδήποτε μαζί τους επικοινωνία;
♦ Οι συνθήκες υγιεινής; Η ιατρική μέριμνα;
♦ Το 1914 βρέθηκαν εξόριστοι στη Νάξο οι ηγέτες της Φεντερασιόν (1909) Αβραάμ Μπεναρόγια και Σαμουήλ Γιονάς, επειδή συνοργάνωσαν την απεργία των καπνεργατών και συμμετείχαν σ’ αυτήν. Διερωτώμαι αν ο εκτοπισμός του πρώτου (του γνωστότερου) οφειλόταν τελικώς στην συνδικαλιστική του δράση και όχι στην εβραϊκή του καταγωγή, στον τόπο της γεννήσεώς του (Βουλγαρία), στις διεθνιστικές του απόψεις, στη θεωρητική και έμπρακτη υποστήριξή του προς τους Νεοτούρκους, στην υιοθέτηση από την Φεντερασιόν τού συνθήματος περί αυτόνομης Μακεδονίας, στην μη αναγνώριση της προσάρτησης της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος; Σε μια σειρά, δηλαδή, δεδομένων που η τότε ελληνική πολιτική εξουσία κατέτασσε στην ενότητα «αντεθνική δράσις».
Μήπως, δηλαδή, η εξορία του Μπεναρόγια στη Νάξο ήταν η αρχή τής εκτόπισης εκεί των 230 «Βουλγαρομακεδόνων» και άλλων Βουλγάρων;
[1] Η εργασία, στην πλήρη της μορφή, έχει σταλεί προς έγκριση σε επιστημονικό περιοδικό του βορειοελλαδικού χώρου.
[2]Μ. Γ. Σέργης, «Πρόσφυγες του 1907 και του 1915 στη Νάξο», Ναξιακά 11/2021 (Αθήνα 2022).
[3] Βλ. το σχετικό ΦΕΚ στο Διαδίκτυο.
(#) Μανόλης Γ. Σέργης (Ομότιμος Καθηγητής του Δ. Π. Θράκης)