Περί το όνομα του Νάξιου (Κωμιακή) Οικουμενικού Πατριάρχη Άνθιμου Γ΄ Χωριανόπουλου 1762 – 1842 – Αρθρο του Νίκου Λεβογιάννη – Προδημοσίευση από το περιοδικό “Ναξιακά Γράμματα’
Η εκκλησιαστική και πατριωτική δράση του εκ Νάξου (Κωμιακή) Οικουμενικού Πατριάρχη Άνθιμου Γ΄ Χωριανόπουλου (1762-1843), έχει επαρκώς φωτισθεί από τις πολύχρονες έρευνές μου (1996 κ.ε.).
Του Νίκου Ι. Λεβογιάννη (Φιλόλογος – Πρώην Βουλευτής) (*)
Ο αρχιτέκτονας Ιωάννης Τουμπακάρης παρεμβαίνει συχνά με «περισπούδαστα» άρθρα σε εφημερίδες, περιοδικά και επετηρίδες, επιδιώκοντας να απαξιώσει την πολύχρονη έρευνά μου για τον σπουδαίο Νάξιο Ιεράρχη και αγωνιστή του γένους Οικουμενικό Πατριάρχη Άνθιμος Γ΄ και κυρίως να καταδείξει ότι δεν είναι Νάξιος και ότι το «κατά κόσμον» επίθετό του δεν είναι «Χωριανόπουλος».
Παρά τις επανειλημμένες και λεπτομερείς απαντήσεις μου σε όλες τις «έρευνές» του, εξακολουθεί να ασχολείται με το θέμα αυτό και να δημοσιεύει τις νέες «αποκαλύψεις» του, προσκομίζοντας νέα δήθεν στοιχεία, τα οποία αναιρούν όσα προηγουμένως ο ίδιος παρουσίαζε και καταρρίπτονται «άμα τη δημοσιεύσει τους». Αποτελεί πρωτοτυπία και επιστημονική γραφικότητα το γεγονός ότι σε αλλεπάλληλες δημοσιεύσεις του αυτοδιαψεύδεται, όταν κάθε φορά που επανέρχεται στο θέμα αυτό, παρουσιάζει και ένα …νέο επίθετο του Πατριάρχη και μια …νέα θεωρία περί της καταγωγής του, προκαλώντας θυμηδία.
Από το 2006 μέχρι το 2021 έχει ανακαλύψει …τρία κατά κόσμον επώνυμα του Πατριάρχη Άνθιμου Γ΄, Βδελλάς, Κονδύλης, Αριστειάδης. Με μεγάλη άνεση μάλιστα ακυρώνει το προηγούμενο επώνυμο και προχωρεί στο επόμενο χωρίς καν να αναγνωρίζει το λάθος του.
Η πρώτη έρευνά μου για τον Οικουμενικό Πατριάρχη Άνθιμο Γ΄ Χωριανόπουλο δημοσιεύτηκε στο βιβλίο μου «Κωμιακή» τ. Α΄ (1996) (1) όπου καταγράφεται για πρώτη φορά το «κατά κόσμον» επώνυμό του «Χωριανόπουλος»[2] και αποδεικνύεται ότι το «Βδελλάς»[3], με το οποίο αναφέρεται από μερικούς βιογράφους του, ήταν παρωνύμιο (παρατσούκλι), το οποίο του είχαν αποδώσει οι χριστιανοί της Σμύρνης «διά το σχήμα των οφρύων του» (επειδή είχαν σχήμα βδέλλας) [4]. Στην ομιλία μου στο πρώτο μνημόσυνο που έγινε στην Κωμιακή στην επέτειο του θανάτου του (14 Αυγούστου 2005) είχα κάνει εκτενή αναφορά, τόσο στην εκ Κωμιακής καταγωγή του Πατριάρχη, όσο και στο «κατά κόσμον» επίθετό του «Χωριανόπουλος».
Από το 2016 μέχρι πρόσφατα (2021) με σχόλια και δημοσιεύσεις ο αρχιτέκτονας Ι. Τουμπακάρης διατυπώνει αρχικά επιφυλάξεις για το επώνυμο και την εκ Νάξου καταγωγή του Πατριάρχη, στο περιοδικό «Ναξιακά» τχ. 22 (Νοεμβρ. 2016) και τχ. 23 (Φεβρ. 2017), στην εφημερίδα «Ναξιακόν Παρόν» (Απρίλιος 2017).
Στην Επετηρίδα της Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών [ΕΕΚΜ] τ. 20 (2006-2010, σ. 399-426), σε εκτενές άρθρο του, παρουσιάζει μετά βεβαιότητος δεύτερο επώνυμο του Πατριάρχη, αφού ακυρώνει το πρώτο «Βδελλάς» διά της…σιωπής.
Το 2020 ακολουθεί νέο εκτενέστατο άρθρο του στην Επετηρίδα «ΝΑΞΙΑΚΑ» (τ. 10/2020, σ. 163), έκδοση της Ομοσπονδίας Ναξιακών Συλλόγων (Ο.ΝΑ.Σ.), στο οποίο αποκαλύπτει …τρίτο νέο επώνυμο του Πατριάρχη.
Αποκλειστικός στόχος αυτής της πολύχρονης αδιέξοδης προσπάθειας του Ι. Τουμπακάρη είναι η απαξίωση της έρευνάς μου για τον Πατριάρχη, επιδίωξη που οφείλεται αποκλειστικά σε προσωπικά-πολιτικά κίνητρα, χάρη των οποίων θυσιάζει την ίδια την επιστήμη, την οποία υποτίθεται υπηρετεί, αλλά και αυτή την ίδια την Παράδοση, η οποία είναι ισχυρός πυλώνας στην έρευνα και μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού. Αλλά είναι τόσο ισχυρή η παράδοση που υπάρχει στη γενέτειρα του Πατριάρχη Κωμιακή, για την καταγωγή του από την πολυάνθρωπη οικογένεια των Χωριανόπουλων, που ματαιοπονεί.
Στις κατά καιρούς ανακοινώσεις και τα άρθρα του Ι. Τουμπακάρη έχω απαντήσει επανειλημμένα λεπτομερώς, καταρρίπτοντας, με αδιαμφισβήτητα επιστημονικά στοιχεία και επιχειρήματα, όλους τους ψευδείς ισχυρισμούς του, τόσο για τη γενέτειρα Κωμιακή, όσο και για το «κατά κόσμον» επώνυμο του Πατριάρχη. Συνεχίζει όμως την αδιέξοδη προσπάθειά του, παρ’ όλον ότι όλες οι νέες δήθεν αποκαλύψεις του καταρρέουν κάθε φορά που επανέρχεται κομπορρημονώντας. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα ανακαλύψει και…τέταρτο επώνυμο του Πατριάρχη.
Σε πολυσέλιδο άρθρο του στην Επετηρίδα της Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών (ΕΕΚΜ), τ. 20, 2010, ανακοινώνει τη νέα δήθεν αποκάλυψή του, για το δεύτερο «κατά κόσμον» επίθετο του Πατριάρχη, επαναφέροντας μια πολύ παλιά δημοσίευση (1978) του Ν. Κεφαλληνιάδη, ενός μικρού αποσπάσματος, ανύπαρκτου, όπως προέκυψε στη συνέχεια, από κείμενο, υποτίθεται, του Περικλή Ζερλέντη, στο οποίο (απόσπασμα) υποστηρίζει ότι γίνεται αναφορά στο επώνυμο του Οικουμενικού Πατριάρχη Άνθιμου Γ΄, ενώ πρόκειται για…παρωνύμιο: «έτει αωιζ΄(1817) μηνί μαρτίω συνέστη υπό Καλλινίκου (5) Βαρβατάκη ιερομονάχου το εν τη κώμη Σαγκρί της Νάξου σχολείον του αγίου Ελευθερίου, διά γράμματος επί Πατριάρχου Κυρίλλου του από Ανδριανουπόλεως, τούτου δε καθίσταντο έφοροι και κηδεμόνες ο Σμύρνης Άνθιμος Κονδύλης επικαλούμενος ανήρ νάξιος και ο Παροναξίας Ιερόθεος» (ΓΑΚ Συλλογή Π. Ζερλέντη 50α).
Το συγκεκριμένο έγγραφο με το παραπάνω απόσπασμα δεν έχει βρεθεί στη συλλογή Ζερλέντη στα ΓΑΚ, παρά τις επισταμένες έρευνές μου και παραμένει άγνωστη η προέλευσή του. Αλλά ακόμη κι αν υπήρχε αυτό, η αρχαιοελληνική φράση «Κονδύλης επικαλούμενος», σύμφωνα με τα λεξικά της αρχαίας ελληνική γλώσσας, αλλά και της καθαρεύουσας, δεν παραπέμπει σε επώνυμο, αλλά σε παρωνύμιο, δηλαδή σε παρατσούκλι.
Το συγκεκριμένο έγγραφο με το παραπάνω απόσπασμα δεν έχει βρεθεί στη συλλογή Ζερλέντη στα ΓΑΚ, παρά τις επισταμένες έρευνές μου και παραμένει άγνωστη η προέλευσή του. Αλλά ακόμη κι αν υπήρχε αυτό, η αρχαιοελληνική φράση «Κονδύλης επικαλούμενος».
Σύμφωνα με τα λεξικά της αρχαίας ελληνική γλώσσας, αλλά και της καθαρεύουσας, δεν παραπέμπει σε επώνυμο, αλλά σε παρωνύμιο, δηλαδή σε παρατσούκλι.
Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης H. Leddell–R. Scott, λήμμα «Επικαλέω» αναφέρεται: «Επικαλέω ΙΙ Παθ., λαμβάνω νέαν επωνυμίαν, μετονομάζομαι, προσονομάζομαι σκωπτικώς ή υποκριτικώς. Αριστόδημον τον μικρόν επικαλούμενον Ξεν. Απομν. 1,4,2,, πρβλ. Ελλ. 2,3,30».
Ιω. Σταματάκου, Λεξικόν αρχαίας ελληνικής γλώσσης: «Επικαλώ: ονομάζω προσέτι, δίδω είς τινα επωνύμιόν τι. Παθητ. λαμβάνω νέαν επωνυμίαν, μετονομάζομαι».
Ιω. Σταματάκου, Λεξικό Νέας Ελληνικής γλώσσας: «Επικαλώ: καλώ τινα διά προσθέτου ονόματος (εκτός του συνήθους), επονομάζω, προσονομάζω, παρονομάζω».
Δημητράκος, Νέον Ορθογραφικόν Ερμηνευτικόν Λεξικόν: «Επικαλούμαι: λαμβάνω παρωνύμιον, παρατσούκλι. Αριστόδημον μικρόν επικαλούμενον».
Μέγα Λεξικό της εγκυκλοπαίδειας «Παιδεία»: «Επικαλούμαι: (σπαν.) επονομάζομαι: Μωάμεθ Β΄ ο επικαλούμενος Πορθητής. Επονομάζομαι: δίνω σε κπ. ένα επί πλέον όνομα, συνηθ. από κάποια αιτία ή από κάποιο ιστορικό γεγονός, Ριχάρδος Γ΄ ο επονομαζόμενος Λεοντόκαρδος. Επονομασία: το πρόσθετο, το επί πλέον όνομα. Επωνυμία: η πρόσθετη, η επί πλέον ονομασία».
Μετά από σιωπή έντεκα ετών (2010-2021) και αφού εγκατέλειψε τη θεωρία περί των επωνύμων του Άνθιμου Γ΄, «Βδελλάς» και «Κονδύλης», χωρίς να αναγνωρίσει τα λάθη του, επανήλθε ο Ι. Τουμπακάρης πρόσφατα, δριμύτερος, με νέο άρθρο, στον τόμο «Ναξιακά» (10/2020) της Ο.ΝΑ.Σ. θριαμβολογώντας, βέβαιος όντας ότι ανακάλυψε και …τρίτο επώνυμο του Οικουμενικού Πατριάρχη και μάλιστα από δύο γραπτές και αδιαμφισβήτητες πηγές. Οι γραπτές πηγές είναι:
1) Επιστολή του «Νικολάου Ιωάννου Αριστειάδη»[6], αδελφού του Πατριάρχη Άνθιμου Γ΄, προς τη Μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους, που εστάλη στις 27/5/1844, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Άνθιμου Γ΄ στη Σμύρνη (1842). Ο Νικόλαος Αριστειάδης, βρήκε στο προσωπικό αρχείο του Πατριάρχη ένα χειρόγραφο του συγγράμματος «Πηδάλιον» του Νικοδήμου Αγιορείτη του Ναξίου, το οποίο είχε αποστείλει παλαιότερα ο Νικόδημος στον συμπατριώτη του Μητροπολίτη Σμύρνης Άνθιμο, με τον οποίο συνδεόταν με δεσμούς φιλίας.
Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη, ο αδελφός του απέστειλε το σπάνιο αυτό κειμήλιο στη Μονή Εσφιγμένου, συνοδευόμενο και από μία επιστολή του, η οποία βρίσκεται στα σωζόμενα έγγραφα της Μονής και δημοσιεύτηκε στο βιβλίο των Θ.Γιάγκου-Α.Ταχιάου: «Αλληλογραφία Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτη και Δωροθέου Βουλησμά». Στην επιστολή αναφέρονται τα εξής: «…αφιέρωται …διά ψυχικήν σωτηρίαν του αοιδίμου σεβαστού αυταδέλφου μου πρώην Κωνσταντινουπόλεως κυρού Ανθίμου, των γονέων αυτού και των αδελφών αυτού. Σμύρνη τη 27 Μαΐου 1844, Νικόλαος Αριστειάδης».[7]
2) Επίγραμμα – ανάθημα (αφιέρωμα) του αδελφού του, που ήταν χαραγμένο στην επιτύμβια πλάκα στον τάφο του Πατριάρχη στο προαύλιο του ναού του Αγίου Ιωάννου Θεολόγου στον Απάνω Μαχαλά της Σμύρνης. Το επίγραμμα κατέληγε με το όνομα και το επώνυμο του αδελφού του: «Νικόλαος σος αδελφός…ΑΡ…ΙΔΗΣ τόδ’ ανέθηκε».[8]
Ο Ι. Τουμπακάρης, χωρίς να ερευνήσει την προέλευση του επωνύμου «Αριστειάδης», το οποίο δεν απαντάται στη Νάξο, αξιολόγησε επιφανειακά τις δύο αυτές πηγές και κατέληξε: «Συμπερασματικά μπορούμε να θεωρήσουμε, με σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα πλέον, ότι ο Άνθιμος είχε κατά κόσμον το επώνυμο Αριστειάδης. Το επώνυμο αυτό πολύ δύσκολο θα μπορούσε να θεωρηθεί ναξιακό ειδικά κατά την εποχή στην οποία αναφερόμαστε, ενώ αντιθέτως είναι απολύτως συμβατό με τα επώνυμα που συναντώνται στη Σμύρνη την περίοδο αυτή».
Εφόσον το επώνυμο «Αριστειάδης» δεν απαντάται διαχρονικά στη Νάξο σε καμιά πηγή, προφορική ή γραπτή, γεννώνται ερωτηματικά, αν όντως αυτό ήταν το επώνυμο του αδελφού του, επομένως και του ίδιου.
Η καταγωγή του Πατριάρχη από τη Νάξο είναι δεδομένη και πολλαπλώς τεκμηριωμένη από πλήθος γραπτές πηγές και επιγραφές. Σε επιγραφή σε υπέρθυρο στο ναό Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στον Απάνω Μαχαλά της Σμύρνης, αναφέρεται: «ο θείος ούτος και πάνσεπτος ναός…ανηγέρθη εκ βάθρων κατά το αωδ (1804) τη μεσιτεία….αρχιερατεύοντος του πανιερωτάτου και σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σμύρνης κυρίου Ανθίμου του εκ της νήσου Νάξου…». Το υπέρθυρο με την επιγραφή δεν διασώζεται, καθότι ο ναός κάηκε όταν πυρπολήθηκε η Σμύρνη τον Αύγουστο του 1822.
Ο Ι. Τουμπακάρης, αντί να προβληματιστεί για το ασυμβίβαστο του «επωνύμου» με την γενέτειρα του Πατριάρχη και να στρέψει την έρευνά του στην επίλυση του πραγματικού προβλήματος, ενεργεί αντίστροφα, επειδή αυτό εξυπηρετεί τον αρχικό του στόχο και, αφού υιοθέτησε το…τρίτο εφεύρημά του, το χρησιμοποιεί για να αμφισβητήσει και πάλι την εκ Νάξου καταγωγή του Πατριάρχη, ένα θέμα πλήρως εξαντλημένο και επιβεβαιωμένο. Καταλήγει μάλιστα στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι ο πατέρας του Πατριάρχη ήταν Σμυρνιός και όχι Ναξιώτης, επειδή στη Σμύρνη αφθονούν τα επίθετα σε -ίδης, -άδης, ότι ο ίδιος ο Πατριάρχης γεννήθηκε στη Σμύρνη και πιθανολογεί ότι η όποια τυπική σχέση του με τη Νάξο ίσως να συνδέεται με πιθανή καταγωγή της μητέρα του από τη Νάξο.
Με άνεση και χωρίς καμιά αιτιολόγηση, διαψεύδει και ακυρώνει όλους τους βιογράφους του, τόσο τους Ναξίους, όσο και εκείνους που μελέτησαν τον βίο των μετά την άλωση Οικουμενικών Πατριαρχών, αλλά και των Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Σμύρνης.
Ο φανατισμός είναι κακός σύμβουλος στην επιστημονική έρευνα. Βέβαιο όμως είναι ότι και αυτή τη φορά ο αρχιτέκτονας Ι. Τουμπακάρης κατέληξε σε λάθος συμπέρασμα και με το …τρίτο επώνυμο του Πατριάρχη. Δεν χρειαζόταν εξ άλλου ιδιαίτερος κόπος, παρά διορατικότητα και κυρίως γνώση, για τις αλλαγές που συχνά, με ευκολία και χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις, έκαναν στο επώνυμό τους πολλοί Έλληνες, όταν μετανάστευαν στη Μικρά Ασία. Η αλλαγή των επωνύμων για όσους ταξίδευαν στη Μ. Ασία, για να δουλέψουν εποχικά, κυρίως στα αμπέλια ή και να μείνουν μόνιμα εκεί, σκοπό είχε να μην έχουν προβλήματα με τις τουρκικές αρχές. Διάλεγαν συνήθως επώνυμα με χαρακτηριστικά συνηθισμένα στα ελληνικά κέντρα του Μικρασιατικού Ελληνισμού, όπως επίθετα με καταλήξεις -άδης, -ίδης. Όσοι επέστρεφαν πίσω στην Ελλάδα τα εγκατέλειπαν και επανέρχονταν στα αρχικά τους επίθετα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του παππού του Γιώργου Σεφέρη από τη μητέρα του, Γεωργίου Τενεκέ, από το Φιλώτι Νάξου, που μετανάστευσε στα Βουρλά, όπου έμεινε μόνιμα και μετέτρεψε το επίθετό του σε Τενεκίδης. Ο Γιώργος Ανωμερίτης γράφει σχετικά: «Για λόγους πολιτικών συγκυριών πολλοί άλλαζαν τα ονοματεπώνυμά τους με προσωνύμια (παρατσούκλια), ιδιαίτερα μάλιστα όταν ένα επώνυμο (Αρώνης ή Ααρών) παρέπεμπε σε ισραηλίτες και «εβραίους» μέσα σε μία εποχή εξόχως αντισημιτική και αντιεκκλησιαστική» .
Παρ’ όλον ότι δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί από γραπτή πηγή, το κατά κόσμον επώνυμο του Πατριάρχη Άνθιμου Γ΄, τελικά είναι «ΧΩΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ». Είναι τόσο ισχυρή η παράδοση στους απογόνους της πολυάνθρωπης οικογένειας των Χωριανόπουλων της Κωμιακής, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και σίγουρα κάποια στιγμή θα αποδειχτεί και γραπτά.
«Ο αδελφός του Ανθίμου εκαλείτο Νικόλαος
…(μετονομασθείς ύστερον εις Αριστειάδην»)
Η προέλευση και του τρίτου κατά τον αρχιτέκτονα Τουμπακάρη επωνύμου «Αριστειάδης» του αδελφού του Πατριάρχη εξηγείται πλήρως σε άρθρο του Ν.Κ.Χ. Κωστή, με τίτλο «Ιστορικαί σημειώσεις περί Εκκλησίας Σμύρνης από των μέσων χρόνων» που έχει δημοσιευθεί στο εβδομαδιαίο θρησκευτικό περιοδικό «Ιερός Πολύκαρπος», που εκδιδόταν στη Σμύρνη από το 1910 μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή.
Στο τεύχος 139/30.11.1913 του περιοδικού και με αφορμή τους βανδαλισμούς και τις καταστροφές που προκάλεσε ο τουρκικός όχλος στα γεγονότα του 1797 στην Αγία Φωτεινή και σε άλλες εκκλησίες της Σμύρνης, ο συγγραφέας αναφέρεται στους τότε μητροπολίτες Σμύρνης, Γρηγόριο, τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ και Άνθιμο Α΄, που διαδέχτηκε τον Γρηγόριο στον μητροπολιτικό θρόνο της Εκκλησίας της Σμύρνης και αργότερα έγινε Οικουμενικός Πατριάρχης.
Από τα βιογραφικά στοιχεία που παρατίθενται στο άρθρο προκύπτουν σημαντικές πληροφορίες για τον Μητροπολίτη Άνθιμο και εξηγείται η αλλαγή του επωνύμου του αδελφού του σε «Αριστειάδης». Γράφει ο Ν.Κ.Χ. Κωστή για την αλλαγή του επωνύμου του αδελφού του: «Άνθιμος Α΄. Ήτο Νάξιος την πατρίδα, υιός Ιωάννου καταγομένου εκ Πελοποννήσου κατά τον Βυζάντιον και Μαρίας. Το όνομα του πατρός γινώσκομεν εκ του ότι ο αδελφός του Ανθίμου εκαλείτο Νικόλαος Ιωάννου (μετονομασθείς ύστερον εις Αριστειάδην και αποθ. 1853), η δε μήτηρ έζη τω 1805 εν Σμύρνη, ότε παρεχωρήθη αυτή γυναικείον στασίδιον εν τη άρτι ανοικοδομηθείση εκκλησία του Αγ. Ιωάννου εν τη Άνω συνοικία (Κωδ. Γ΄, σ. 53-56). Είχε δε και άλλους αδελφούς και αδελφήν».
Συμπέρασμα: Παραμένει ισχυρή και αδιαμφισβήτητη, δείγμα της δύναμης που έχει η προφορική παράδοση του λαού μας, ότι το πραγματικό επώνυμο του Οικουμενικού Πατριάρχη «Άνθιμου Γ΄» είναι «Χωριανόπουλος», η καταγωγή του είναι από την Κωμιακή Νάξου και διαψεύδονται από την ίδια την έρευνα και τις γραπτές πηγές, όσα μέχρι σήμερα έχει παρουσιάσει για το θέμα αυτό ο αρχιτέκτονας Ι. Τουμπακάρης. Τα τρία «επώνυμα» του Πατριάρχη, που έχει εφεύρει παραμένουν έωλα και χωρίς την παραμικρή τεκμηρίωση.
***
Βιογραφικά στοιχεία του Οικουμενικού Πατριάρχη
1740: Από την Πελοπόννησο (Σπάρτη) φθάνει στη Νάξο κυνηγημένος από τους Τούρκους, ο Εμμανουήλ Ιωάννου Χωριανόπουλος μαζί με την οικογένειά του και εγκαθίσταται στην Τραγαία. Είναι ο παππούς του μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη Άνθιμου Γ΄ Χωριανόπουλου.
1740: Ο πρώτος γιος του Εμμανουήλ Χωριανόπουλου Ιωάννης χειροτονείται παππάς και εγκαθίσταται στην Κωμιακή, όπου με τη σύζυγό του Μαρία δημιουργούν πολυμελή οικογένεια με 7 γιους και μια κόρη.
1762 (1763): Γέννηση του έβδομου και τελευταίου γιου του παπα-Γιάννη, που τον βάφτισε «Σακελλάριο». Το βαφτιστικό αυτό όνομα, έχει εκκλησιαστική προέλευση και προφανώς ο παπα-Γιάννης είχε αποφασίσει να αφιερώσει τον τελευταίο γιο του στην Εκκλησία. Σε αυτή του την απόφαση καθοριστικό ρόλο πιθανότατα έπαιξε ο τότε φωτισμένος Μητροπολίτης Παροναξίας Άνθιμος Βαρδής, πνευματικός καθοδηγητής του Νικόδημου Αγιορείτη και του νεαρού Σακελάριου Χωριανόπουλου, ο οποίος αργότερα πήρε και το εκκλησιαστικό όνομα του πνευματικού του πατέρα, «Άνθιμος».
1770 – 1775: Τα πρώτα γράμματα διδάσκεται στην Κωμιακή και στη συνέχεια, κατά προτροπή του Μητροπολίτη Παροναξίας, φοίτησε για μικρό χρονικό διάστημα στη Σχολή του Αγίου Γεωργίου Γρόττας στη Χώρα, όπου δίδασκε ο Χρύσανθος Αιτωλός (1774-1785).
1775: Προστατευόμενος του φιλομαθούς και φιλοπρόοδου μητροπολίτη Παραναξίας Άνθιμου Βαρδή, προορίζεται να αφοσιωθεί στην Εκκλησία και γίνεται υποτακτικός του Μητροπολίτη Δράμας Γρηγορίου, μετέπειτα συνοδικού στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
1789: Χειροτονείται διάκονος στο Πατριαρχείο δίπλα στον Οικουμενικό Πατριάρχη Νεόφυτο Ζ΄ Σμυρναίο.
1791 / 15 Δεκεμβρίου: Χειροτονείται Μέγας Αρχιδιάκονος του Πατριαρχείου και του αποδίδεται το αξίωμα του Πορτάρη.
1797 / 5 Απριλίου: Ονομάζεται Μέγας Πρωτοσύγκελος επί Πατριαρχίας Γεράσιμου του Κύπριου και προβιβάζεται σε Πρεσβύτερο του Πατριαρχικού ναού του Αγ. Γεωργίου.
1797 / 16 Μαΐου: Εκλέγεται Μητροπολίτης Σμύρνης και χειροτονείται στο ναό του Αγίου Νικολάου στο Τζουμπαλί.
1797 / 11 Ιουνίου: Φθάνει ακτοπλοϊκώς στη Σμύρνη και αναλαμβάνει το ποιμαντικό του έργο. Προηγουμένως είχε φροντίσει να αποκατασταθούν οι καταστροφές που είχαν προκληθεί στο ναό της Αγίας Φωτεινής από φανατικούς Μουσουλμάνους στα οχλοκρατικά γεγονότα του 1797.
1797 – 1821 / Απρίλιος: Επί 24 έτη εποίμανε τη Μητρόπολη Σμύρνης, επιτελέσας σπουδαίο εκκλησιαστικό και πατριωτικό έργο. Ανακαίνισε ναούς, ανοικοδόμησε εκ βάθρων των ναό του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου στον Απάνω Μαχαλά της Σμύρνης. Στήριξε την Παιδεία και τα σπουδαία σχολεία της Σμύρνης, την Ευαγγελική Σχολή, το φιλολογικό γυμνάσιο.
1818: Μαζί με το συνάφι των βουτζάδων της Σμύρνης ανέλαβε την Επιτροπεία του σχολείο του Αγίου ελευθερίου στο Σαγκρί Νάξου, που ίδρυσε ο φωτισμένος μοναχός Καλλίνικος Βαρβατάκης.
1821 / Απρίλιος: Στη διάρκεια των διωγμών του ελληνικού πληθυσμού της Σμύρνης ο Άνθιμος συνελήφθη μαζί με πολλούς διαπρεπείς έλληνες, φυλακίστηκαν αρχικά στη Σμύρνη και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Αποφυλακίστηκαν σύντομα με την παρέμβαση επιφανών Τούρκων παραγόντων.
1821 / Οκτώβριος: Μετατίθεται στην περιφανή Μητρόπολη Χαλκηδόνος, την οποία εποίμανε μέχρι Ιανουάριο 1822.
1822 / Ιανουάριος: συλλαμβάνεται μαζί με άλλους Αρχιερείς από τον Σουλτάνο και φυλακίζεται επί 7 μήνες στις πιο σκληρές φυλακές της Τουρκίας στο Μπουσταντίμασι της Κωνσταντινούπολης.
1822 / 27 Ιουλίου: Πεθαίνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ευγένιος Β΄
1822 / 30 Ιουλίου: Ψήφω κλήρου-λαού εκλέγεται Οικουμενικός Πατριάρχης, όντας φυλακισμένος του Σουλτάνου. «απελευθερώθη από τα δεσμά της φυλακής και ωδηγήθη εις τα Πατριαρχεία διά να αναλάβη τον βαρύν σταυρόν της διακυβερνήσεως του θρόνου, εργασθείς εν μέσω οδυνηράς καταστάσεως, διά να κρατήση την Εκκλησίαν εις το ύψος της» σε μια περίοδο κατά την οποία ο Σουλτάνος αντιμετώπιζε την εξέγερση των Ελλήνων και το φούντωμα της Επανάστασης.
1823 / 20 Ιουνίου: Με συνοδική απόφαση και κατόπιν εισήγησής του, απαγορεύει τη μετάφραση της Αγίας Γραφής στη δημοτική γλώσσα.
1824 / 9 Ιουλίου: Καθαιρέθηκε από τον Οικουμενικό θρόνο με απόφαση του Σουλτάνου, αρνούμενος να υποκύψει στις απαιτήσεις του να διορίσει, κατά παράβαση της παράδοσης στην Εκκλησία της Κύπρου, την ηγεσία της απορφανισθείσας εκκλησίας της Κύπρου, μετά τις σφαγές των Τούρκων. Αρνιόταν ακόμη να συνεργαστεί μαζί του εναντίον της Ελληνικής Επανάστασης. Κατηγορήθηκε επίσης για τη χειραφέτηση των Μητροπόλεων Βελιγραδίου και Ουζίτσης, η οποία αποτέλεσε τον αρχικό πυρήνα ανεξαρτητοποίησης της Σερβικής Εκκλησίας, η οποία ευνοεί και την πολιτική ανεξαρτησία των Σέρβων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην πραγματικότητα όμως καθαιρέθηκε κατ’ εντολή του Σουλτάνου και συνελήφθη από τους Γενίτσαρους. Η καθαίρεση του Άνθιμου Γ΄ προκάλεσε έντονες αντιδράσεις των χριστιανών στο Φανάρι, ξέσπασαν διαδηλώσεις στο Φανάρι, χριστιανών και μουσουλμάνωνμε, με συνθήματα υπέρ της παραμονής του Άνθιμου στον Οικουμενικό θρόνο, που κατεπνίγησαν στο αίμα.
1824: Με απόφαση του Σουλτάνου εξορίζεται στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και «φυλακίζεται» στη Μονή Τιμίου Προδρόμου, όπου παρέμεινε έγκλειστός επί 7 χρόνια, ασθενής και καταβεβλημένος, καθότι οι κλιματικές συνθήκες έβλαψαν την υγεία του.
1825 / Δεκέμβριος: Μετά από πολύμηνη εξορία και πολλές κακουχίες που κλόνισαν την υγεία του, ο Σουλτάνος επέτρεψε στον Άνθιμο να επιστρέψει στη Σμύρνη, όπου. έμεινε ως το τέλος της ζωής του 1842 στο Γραικικό Νοσοκομείο Σμύρνης.
1830 / 10 Οκτωβρίου: Απελευθερώνεται και επιστρέφει στη Σμύρνη, κοντα στον αδελφό του Νικόλαο, που ζούσε εκείνη την περίοδο εκεί.
1831 και 1833: διετέλεσε τοποτηρητής στη Μητρόπολη Σμύρνης.
1842 / 13 Αυγούστου: Απεβίωσε στο γραικικό νοσοκομείο της Σμύρνης σε ηλικία 80 ετών. Τελέστηκε μεγαλοπρεπής κηδεία με την παρουσία του Μητροπολίτη Εφέσου και ετάφη στον ναό του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, όπου μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή σωζόταν και μεγάλη εικόνα του. Όλη του την περιουσία κληροδότησε σε ναούς και ευαγή ιδρύματα της Σμύρνης.
1968 / 24 Οκτωβρίου: Το κοινοτικό συμβούλιο της κοινότητας Κορωνίδας Νάξου (Κωμιακή) με απόφασή του έδωσε το όνομα του Πατριάρχη στον κεντρικό δρόμου της λόζας του χωριού.
1996: Δημοσιεύεται η πρώτη βιογραφία του στο βιβλίο «Κωμιακή» τ. Α΄(1995), όπου αποκαλύπτεται για πρώτη φορά και το κατά κόσμον επίθετό του «Χωριανόπουλος».
1996: Με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου Νάξου δόθηκε το όνομά του Πατριάρχη σε δρόμο της πόλης.
2005 / 14 Αυγούστου: Τελείται στην Κωμιακή το πρώτο μνημόσυνο στην επέτειο του θανάτου του.
2006 / 10 Σεπτεμβρίου: Αποκαλυπτήρια της προτομής του Οικουμενικού Πατριάρχη Άνθιμου Γ΄ Χωριανόπουλου από τον Μητροπολίτη Παροναξίας Αμβρόσιο, στην Κωμιακή.
Επιθυμώ να ευχαριστήσω τον κύριο Βασίλη Φραγκουλόπουλο, Νομικό, οικονομολόγο, ο οποίος έθεσε στη διάθεσή μου τις σχετικές με το επώνυμο του αδελφού του Άνθιμου Γ΄ πληροφορίες, που δημοσιεύονται στο περιοδικό της Σμύρνης «Ιερός Πολύκαρπος», καθώς και το τεύχος 139/1913.
Οι πηγές – Αναφορές
1. Άνθιμος Γ΄ ο Νάξιος, «Κωμιακή» τ. Α΄ (1996), σ. 415-429
2. ό.π. σ. 466
3. ό.π. σ. 466
4. Χρ. Σωκ. Σολωμονίδης: «Η εκκλησία της Σμύρνης», Αθήνα 1960, σ. 192
5. Ν. Κεφαλληνιάδη: «Το Μοναστήρι του του Αγίου Ελευθερίου στο Σαγκρί 1978»
6. Ο Νικόλαος ήταν ο 6ος κατά σειρά αδελφός του και ακολουθούσε ο ίδιος που ήταν και ο μικρότερος. Στο γενεαλογικό δέντρο της πρώτης γενιάς των Χωριανόπουλων της Κωμιακής ο Νικόλαος καταγράφεται με το παρωνύμιο «Βερεσές», του οποίου καταγράφονται τέσσερις γιοι οι: Αλιμπέρτος, Γεώργιος (με το παρωνύμιο Ροδίτης), Κωνσταντίνος (με το παρωνύμιο Ζέρβης), που έζησαν και δημιούργησαν οικογένειες στην Κωμιακή. Ευστάθιος Χωριανόπουλος: «Το γενεαλογικόν δένδρον της οικογενείας Χωριανόπουλων», Κωμιακή, τ. Β΄, σ. 245.
7. Θ. Γιάγκου-Α. Ταχιάου: «Αλληλογραφία Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτη και Δωροθέου Βουλησμά».
8. Γ. Λαμπάκη «οι επτά αστέρες της Αποκαλύψεως» (1903), σ. 225 και περιοδικό «Χρυσαλλίς», τ. Δ΄, φυλλ.78/30.3.1866, σ.126
* Προδημοσίευση από το περιοδικό “Ναξιακά Γράμματα”