Την προσεχή Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου θα πραγματοποιηθεί στον Δαμαριώνα βιβλιοπαρουσίαση…
Ωρα βιβλιοπαρουσίασης… Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου και οι δρόμοι οδηγούν στον Δαμαριώνα.
Ο λόγος; Η παρουσίαση δύο βιβλίων της Ελένης Γρατσία – Σαλτερή…. Ο λόγος για τη μελέτη «Αλιεύματα Σοφίας» και το πεζογράφημα «Περίπατοι στη Νάξο» .
Που και πότε; Στον εξωτερικό χώρο του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως Σωτήρος με ώρα έναρξης 7.30 το απόγευμα.
Ο Αντώνης Τζιώτης σε ρόλο του βασικού ομιλητή, στο πλευρό του η ηθοποιός Φιλίππα Καραμαλέγκου που αναμένεται να διαβάσει μερικές από τις σκέψεις της συγγραφέως και τον συντονισμό θα έχει η Κατερίνα Σιδερή.
Περί της μελέτης “Αλιεύματα Σοφίας” …
Ο Επίκουρος περιγράφει την αρετή, ως αναπόσπαστη από την ηδονή (ευχαρίστηση). Το μέγεθος δε της ηδονής είναι το ξαλάφρωμα από το κάθε τι που προκαλεί τον πόνο. Παντού όπου υπάρχει και όσο κρατάει η ηδονή, δεν υπάρχει ούτε σωματικός ούτε ψυχικός πόνος. Η συγγνώμη στους γονείς του, αδελφούς, φίλους και δούλους του, η φιλανθρωπία του, η ευλάβεια προς τους θεούς και η αγάπη προς την πατρίδα ήταν καταφανή στη διαθήκη του. Αναζητούσε τις αιτίες της ανθρώπινης δυστυχίας και των εσφαλμένων δοξασιών, που την προκαλούν, όπως οι δεισιδαιμονίες, ώστε να υπάρξει η αντιπρόταση για μια ευχάριστη ζωή (την ηδέως). Αυτό επιτυγχάνεται με την απουσία φόβου και πόνου, καθώς και με την παρουσία φίλων. Η ηδονή ή αλλιώς ευχαρίστηση και ο πόνος είναι το μέτρο, για το τι πρέπει να προτιμούμε και τι να αποφεύγουμε.
Περί του βιβλίου (πεζογραφία) “Περίπατοι στη Νάξο”
Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω τ’ αντάμωμα με τη νονά Θεώνη κείνα τα χρόνια, τα δύσκολα, τα πονεμένα… Αυτό που μου ’ρχεται στο νου είναι η γεύση, η αίσθηση, το βίωμα, η ζεστασιά της ψυχής στο κρύο του χειμώνα… Ώρες ατέλειωτες κουβέντας με δουλειές, τις Κυριακές που πήγαινα να την επισκεφτώ σ’ εκείνο το μικρό υπόγειο, υγρό κι ανήλιαγο δωματιάκι. Δεν υπήρχαν έπιπλα, πολυτέλειες και τέτοια, παρά μόνο ελάχιστα απαραίτητα πραγματάκια. Ένα σιδερένιο ντιβάνι έπαιζε το ρόλο αναπαυτικής πολυθρόνας. Μισοξαπλωμένες επάνω του η νονά μου κι εγώ, σμίγαμε τις καρδιές μας κι αποθέταμε τα βάρη και τα βάσανα της βδομάδας η μια στην άλλη και ξαλαφρώναμε… Ιστορίες από τη ζωή της νονάς της Θεώνης είχα ακούσει πολλές. Ιστορίες με τ’ αφεντικά και τις κυρίες. Με τα παιδιά τους, που τα ’νιωθε και δικά της παιδιά και που ποτέ δεν τα ξέχασε. Δούλευε, μου διηγήθηκε, κάποτε στα νιάτα της στην Αθήνα σε κάποιο σπίτι και ήταν πολύ ευχαριστημένη. Τ’ αφεντικά την αγαπούσαν και σκόπευαν να της βρουν ένα καλό παιδί να την παντρέψουν. Δεν ήθελε να φύγει από ’κει, όπως συνέβαινε με τ’ άλλα αφεντικά. Ξαφνικά όμως, της ήρθε ειδοποίηση από τη μάνα της στο χωριό να επιστρέψει στο νησί. Έσφιξε την καρδιά της, μάζεψε τα πράγματά της κι ένα πρωινό πήρε το πλοίο του γυρισμού…