Ηχεί ακόμη στ’ αυτιά μου ο θρήνος μιας Κωμιακίτισσας όταν μου περιγράφει το θάνατο από την πείνα δυο δεκάχρονων κοριτσιών-αδελφών, μα κι η συγκλονιστική εικόνα του Σκαδιώτη πατέρα που κρατώντας στα δυο του χέρια το νεκρό 15χρονο κορίτσι του το μεταφέρει στο νεκροταφείο, για να επιστρέψει και να ρίξει στον ίδιο λάκκο και το 17χρονο αγόρι του…
Ένας νεαρός καθηγητής, ο συγγραφέας Βαγγέλης Ντελής, με σπουδές αρχαιολογίας και ξεχωριστό ενδιαφέρον για τον κυκλαδικό πολιτισμό, βρίσκεται διορισμένος για ένα μόλις χρόνο (2002) στο γυμνάσιο Σκαδού Νάξου, από χωριό της Καρδίτσας καταγόμενος.
Του Νίκου Λεβογιάννη (#)
Τη χρονιά εκείνη (2002) ζει στα χωριά της ορεινής Νάξου και κυρίως στην Κόρωνο, συνδέεται με τους κατοίκους, με τους λόγιους των χωριών, με τους πνευματικούς τους ανθρώπους και τους καλλιτέχνες και περνά ατέλειωτες ώρες μαζύ τους στα καφενεία και τα σπίτια. Απ’ τους γεροντότερους ακούει και καταγράφει στο μυαλό του παλιές ιστορίες, για πολέμους, για ταξίδια, για το σμυρίγλι και τους πολύχρονους αγώνες γι αυτό, για αρχαιοκαπηλία, παραδόσεις για χαμένους ή κρυμμένους θησαυρούς, για τις «μαρμάρινες κούκλες», όπως ονόμαζαν οι ορεινοί Ναξιώτες τα κυκλαδικά ειδώλια.
Η καλλιτεχνική του φαντασία ερεθίζεται, το λογοτεχνικό του ταλέντο φουντώνει, η λατρεία του στα κυκλαδικά ειδώλια γιγαντώνεται και, όταν τα βράδια διαλέγεται με τον εαυτό του, αρχίζουν να πλάθονται αργά, αλλά σταθερά, σαν σε όνειρο, που συνεχίζεται στο χρόνο και να ζωντανεύουν μέσα του, σκηνές και εικόνες από εκείνη την πανάρχαιη εποχή του μύθου, της προϊστορίας. Στο κάστρο του Πάνερμου, στην κορφή τ’ Αρωνιού, υπάρχει έντονη ζωή και δράση, οι ερειπωμένοι και λεηλατημένοι προϊστορικοί οικισμοί στα παράλια του Λυώνα, της Μουτσούνας, του Πάνερμου, σφύζουν από ζωή. Κυοφορείται ήδη ένα εκπληκτικό σενάριο κινηματογραφικής ταινίας από κείνα που σπάνια συναντάς στη νεοελληνική λογοτεχνία.
Ένας πανάρχαιος παραθαλάσσιος οικισμός της εποχής του Κυκλαδικού πολιτισμού ζωντανεύει και κάπου εκεί στην άκρη του οικισμού βρίσκεται και το εργαστήρι του Καλλιτέχνη, του ήρωα της μυθιστορίας, του μαρμαρογλύπτη δημιουργού των κυκλαδικών ειδωλίων. Τα σπίτια, οι δρόμοι, το λιμάνι, το εργαστήρι, οι άνθρωποι στην καθημερινή τους ζωή, οι εργάτες του εργαστηρίου και ο μεγάλος, ο ξεχωριστός γλύπτης, ο δημιουργός των κυκλαδικών ειδωλίων, ο …Καλλιτέχνης.
Μα κι η θαλάσσια περιοχή στα ανατολικά παράλια του νησιού, εκεί αρόδου στο λιμάνι της πόλης, σφύζει από κίνηση. Πλεούμενα κάθε λογής, κατάμεστα, άλλοτε από πολεμιστές, άλλοτε από εμπόρους με εμπορεύματα, θαλασσοπόροι όλοι τους, κάθε καρυδιάς καρύδι από την πανσπερμία των λαών και των φύλων του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Κυκλαδίτες, Φοίνικες, Μινωίτες, Θηραίοι, άγριοι πειρατές, σκέτα αρπακτικά, συναπαντιούνται εκεί στην αρχαία πόλη και βγαίνουν στην ακτή συχνά, άλλοι για εμπορικές συναλλαγές, για τροφοδοσία, για γνωριμίες κι άλλοι πάλι άγριοι πειρατές, για να λεηλατήσουν, να σκοτώσουν, ν’ αρπάξουν γυναίκες, παιδιά, έφηβους.
Στις ειρηνικές περιόδους, στα 600 τόσα χρόνια ζωής της αρχαίας πόλης, η ζωή είναι χαρούμενη, με έρωτες, πάθη, λατρεία, έντονη καλλιτεχνική δημιουργία. Εκατοντάδες ειδώλια πλημμυρίζουν τη μεγάλη αίθουσα του εργαστηρίου, καλά κρυμμένη στο βάθος μιας σπηλιάς στην απότομη ακτή. Η φήμη του Καλλιτέχνη απλώνεται πέραν απ’ το νησί, στις ακτές του Αιγαίου, στα παράλια της Μικρασίας, στην Αίγυπτο, τη Φοινίκη, τη Μινωική Κρήτη, τη Σαντορίνη, την Κέρο ιερό νησί, τόπο λατρείας των νεκρών.
Ο Καλλιτέχνης δέχεται παραγγελίες για γλυπτά, ναούς, μνημεία. Αναλαμβάνει την κατασκευή μεγάλου ναού στην Κέρο, αλλά πρέπει προηγούμενα να εγκρίνει το έργο ο κυρίαρχος τότε του Αιγαίου βασιλιάς της Κρήτης, ο Μίνωας. Μια μεγάλη αποστολή με τον ίδιο τον Καλλιτέχνη ταξιδεύει στην Κρήτη, για να μεσολαβήσει στον Μίνωα. Η περιπέτειά της στο ταξίδι αυτό διατρέχει τον κορμό του μυθιστορήματος και το τέλος της κλείνει με την τρομερή έκρηξη του ηφαιστείου.
Ο συγγραφέας, με τη δυνατή φαντασία του, αναπαριστά ολοζώντανα τα παλάτια του Μίνωα, κάθε του λέξη και εικόνα, ήχος, μουσική, οι αθλητικοί αγώνες με τα ταυροκαθάψια, οι μοναδικές τοιχογραφίες στη Φαιστό, την Κνωσσό, τη Σαντορίνη. Τα επεισόδια πυκνά και συγκλονιστικά, διαδέχονται το ένα το άλλο, όπως σε αστυνομική ταινία. Βασιλικές ίντριγκες, έρωτες, που είναι τόσο ζωντανές, ώστε ο αναγνώστης να γίνεται συμμέτοχος.
Κεντρικός ήρωας αυτής της κινηματογραφικής ταινίας της εποχής του κυκλαδικού πολιτισμού, αναδεικνύεται ο Καλλιτέχνης, που το όνομά του είναι Άγις. Η ζωή του κυριαρχείται από τα μοναδικά δημιουργήματά του, τα κυκλαδικά ειδώλια, που γίνονται ένα με την ψυχή του…γράφει «Πίσω από κάθε άγαλμα μπορείς να διακρίνεις το βλέμμα εκείνου του κυκλαδίτη τεχνίτη. Συνεχίζει την πολύτιμη πείρα αιώνων. Χρέος του να διατηρήσει τις φόρμες και να βάλει κι αυτός το δικό του λιθαράκι στην εξέλιξη. Ο λαιμός γίνεται πιο μακρύς και λεπτός…η τέχνη ξεφεύγει απ’ το ρεαλισμό κι αναζητά νέους δρόμους. Τώρα πια τα ειδώλια φαίνεται να αγγίζουν ένα είδος υπερρεαλισμού. Δεν απεικονίζουν το ορατό, αλλά το ιδεατό».
Ο έρωτας του Άγι, νεαρού ακόμη, αλλά ολοκληρωμένου καλλιτέχνη, με μια έφηβη χωριατοπούλα, θα φέρει στον κόσμο ένα κοριτσάκι πανέμορφο, που θα χάσει όμως τη μάνα του κατά τη διάρκεια του τοκετού. Ο Άγις θα το μεγαλώσει με αφοσίωση, θα γίνει αυτό η πηγή της έμπνευσής του, θα οδηγεί τη σμίλη του, θα αποτυπώνεται στα ειδώλιά του η αγγελική του μορφή, αχνή μα απαστράπτουσα, που σαν σε καθρέφτη θα βγαίνουν μέσα απ’ το μάρμαρο τα χαρακτηριστικά του. Σε μια πειρατική επιδρομή όμως στα μέρη του Καλλιτέχνη και ύστερα από σκληρή μάχη σε στεριά και θάλασσα, πολλά παιδιά θα χαθούν και μαζί τους και το αγγελούδι του Καλλιτέχνη. Βαρύς ο πόνος κι η απόγνωση, τα δάκρυα ποτίζουν το μάρμαρο κι ο καλλιτέχνης σμιλεύει πάνω του τη μορφή του. Μια κούκλα μαρμάρινη γεννιέται για να συντροφεύει αιώνια το μικρό κορίτσι στον τάφο του.
Μα ο συγγραφέας δεν στέκεται μόνο στα χρόνια του κυκλαδικού πολιτισμού εκεί στην αρχαία πόλη. Το ρολόι του χρόνο γυρίζει χιλιάδες χρόνια μετά, κάπου εκεί στις πρώτες δεκαετίες μετά την κατοχή, στον ίδιο τόπο, στην Κόρωνο και τον Λυώνα, όταν φθάνει ένας αρχαιολόγος ο Άγγελος, αναζητώντας το αρχαίο εργαστήρι, τον αρχαίο πολιτισμό, που πριν από την κατοχή είχε αρχίσει να φέρνει στο φως ο αρχαιολόγος Ανδρέας Ρωμανός, πρόσωπο κι αυτό της δημιουργικής φαντασίας του συγγραφέα. Οι σημειώσεις και οι πληροφορίες για τον Ρωμανό χάθηκαν στα χρόνια της κατοχής, από την ημέρα που οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό. Ο Άγγελος ψάχνει το χαμένο νήμα τη ζωής του Ρωμανού σαν να ψάχνει τις δικές του ρίζες και συχνά αναρωτιέται σαν να έχει δίλημμα… «ψάχνω το αρχαίο εργαστήρι ή το δικό μου παρελθόν και βγαίνει αυτό συνέχεια μπροστά μου;».
Ο Άγις ο καλλιτέχνης και ο Άγγελος ο αρχαιολόγος, είναι τελικά οι δυο πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Η ζωή, η δράση, οι περιπέτειες του Άγι και του Άγγελου, αποτελούν τον κορμό, πάνω στον οποίο ο συγγραφέας οικοδομεί αριστουργηματικά και σε μια παράλληλη πορεία την πλοκή του έργου. Δυο ιστορίες, που ξεδιπλώνονται παράλληλα. Η δράση εξελίσσεται με φόντο πάντα τον κυκλαδικό πολιτισμό, ο οποίος ζωντανεύει στην πρώτη ιστορία, μέσα απ’ τις περιπέτειες των ηρώων της, του Άγι, τον Γιζάκ, τους Έλπι, τη Σελάνας, της κόρης του Έλπι, του Τάλι, του Δάρι, του Ναβί, του μεγάλου ναυάρχου του Μίνωα, του ίδιου του Βασιλιά Μίνωα και άλλων. Στη δεύτερη ιστορία ο κυκλαδικός πολιτισμός αναδεικνύεται με την ανασκαφή, την αναζήτηση και την τιτάνια προσπάθεια των αρχαιολόγων να φωτίσουν με τη σκαπάνη τους έναν πολιτισμό χαμένο μέσα στις χιλιετίες που πέρασαν.
Ο Αντρέας Ρωμανός στα χρόνια πριν από την κατοχή, με τη μεγάλη μόρφωσή του, το αστυνομικό του δαιμόνιο, το πάθος και την επιμονή του και ο Άγγελος, δεκαετίες μετά, στην εποχή της «ακμής» της αρχαιοκαπηλίας, κάτω από δυσμενείς συνθήκες, μόνοι κι αβοήθητοι αγωνίζονται να αναδείξουν και να σώσουν τα κειμήλια του μεγαλύτερου εκείνου πολιτισμού της ανθρωπότητας.
Δύο οι κεντρικοί ήρωες, πυρήνας του έργου ο κυκλαδικός πολιτισμός, με κορυφαία σύμβολά τα κυκλαδικά ειδώλια, αυτά τα μοναδικής αρμονίας και τέχνης έργα, άγνωστα ακόμη και ως σήμερα για τον συμβολισμό τους, υπερμοντέρνας τέχνης έργα, οι «Πικάσσο του Αιγαίου», όπως τα ονόμασαν οι κριτικοί της τέχνης.
Ο συγγραφέας εκδηλώνει γι’ αυτά το θαυμασμό του και με τη δημιουργική φαντασία του ζωντανεύει σαν σε κινηματογραφική ταινία το πανάρχαιο μεγάλο εργαστήρι, στο οποίο οι μοναδικοί καλλιτέχνες δούλευαν και σμίλευαν στο μάρμαρο τα μυστηριώδη αυτά δημιουργήματα, τα «κυκλαδικά ειδώλια», όπως τα ονόμασαν οι αρχαιολόγοι, τις «μαρμάρινες κούκλες», τα «κουκλάκια», όπως τα έλεγαν οι χωρικοί, ένα εργαστήρι που λειτούργησε επί 600 χρόνια, μεταδίδοντας από γενιά σε γενιά τα μυστικά της τέχνης. Ο Άγις, οι προπάτορές του κι οι απόγονοί του, ένας χορός μιας αρχαίας τραγωδίας. Ο συγγραφέας μυεί τον αναγνώστη με τέτοια πειστικότητα, που αυτός ζει σαν σε όνειρο μακρύ κι ατέλειωτο, ταξιδεύοντας σαν υπνωτισμένος στο 2500 π.Χ. και γίνεται μέλος του χορού του δράματος. Κι είναι οι εικόνες ολοζώντανες και το Αιγαιοπελαγίτικο φως ίδιο, δυνατό, εκτυφλωτικό μέσα στους αιώνες.
Έχοντας ο συγγραφέας απ’ τις αφηγήσεις των ντόπιων, αλλά και τις έρευνές του, πλήρη εικόνα της εγκληματικής δράσης των αρχαιοκαπήλων στα χρόνια του 1960 -1970, δίνει ολοζώντανα τη δολοφονική τους δράση, την άνιση συχνά σύγκρουση αρχαιολόγων, φυλάκων, εργατών, με τις οργανωμένες συμμορίες των εμπόρων, που λεηλατούν και καταστρέφουν τον πλούτο της αρχαιότητας.
Αναρίθμητα και σ’ αυτή την ιστορία τα επεισόδια, ανάμεικτα με τη ζωή των ηρώων της, σκληρές εικόνες, πάθη, έρωτες. Ο αρχαιολόγος Ρωμανός, ένας ώριμος επιστήμονας φθάνει στην Κόρωνο πριν από την κατοχή, αναζητώντας το εργαστήρι του Άγι του καλλιτέχνη των κυκλαδικών ειδωλίων. Ερωτεύεται εκεί τη νεαρή κόρη του προέδρου του χωριού, τη Σοφία, που σπουδάζει ζωγράφος. Διστακτικός αρχικά, παλεύει να δαμάσει τα συναισθήματά του, μα η αγνότητά τους τα γιγαντώνει και στους δυο. Ο αρχαιολόγος θέλει τη μούσα του, που τον εμπνέει, τον καθοδηγεί, τον ενισχύει στην αναζήτηση του ονείρου. Συχνά στην ιστορία της τέχνης, ο δημιουργός, μα και στην επιστήμη ο ερευνητής, βρίσκει στη μούσα, στο θεό του έρωτα, την πηγή της έμπνευσης, την ακτίδα φωτός, που η λάμψη της του ανοίγει δρόμους στην πορεία του.
Η Σοφία , το κορίτσι του έρωτα του αρχαιολόγου, θα γίνει κορυφαία στον χορό εκείνο της αναζήτησης του αρχαίου εργαστηρίου και θα αποτελέσει τον ισχυρότατο κρίκο ανάμεσα στους δυο αρχαιολόγους τον Αντρέα Ρωμανό και τον Άγγελο, μα και στις δυο παράλληλες ιστορίες του Άγι του αρχαίου καλλιτέχνη και του Άγγελου και αυτή θα φωτίσει το μυστικό τους, που κρατά τον αναγνώστη σε αγωνία ως το τέλος του μυθιστορήματος.
Η πλοκή είναι μοναδική και η προοικονομία εξαιρετική. Ο Ρωμανός, η Σοφία, η κατοχή, οι Γερμανοί κατακτητές, που προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τον αρχαιολόγο, για να βρουν αυτοί το εργαστήρι με τα ειδώλια, και η πυρπόληση του χωριού, οι ομαδικές εκτελέσεις αμάχων, η εκπληκτική φυσιογνωμία του ερημίτη Καρδερίνη, φύλακα της ανασκαφής, γνώστη πολλών από τα μυστικά της, απομονωμένου μετά την κατοχή από τους χωριανούς, ως υπεύθυνου της σφαγής, αδίκως όμως.
Δυο ζωγραφικοί πίνακες της Σοφίας, με τους μυστηριώδεις αριθμούς-σύμβολα στην πλάτη τους, κρύβουν το μεγάλο μυστικό, που όταν αυτό θα ξεκλειδώσει, ένας ολόκληρος κόσμος θα αποκαλυφθεί, η κάθαρση της τραγωδίας της ευριπίδειας , ως από μηχανής Θεός, θα φωτίσει έναν κόσμο της αρχαιότητας εκπληκτικό και θα ανοίξει διάπλατα την καλά κλεισμένη στα ριζά του βουνού αίθουσα του εργαστηρίου, για να μας δείξει την μοναδική συλλογή δεκάδων κυκλαδικών ειδωλίων, έτσι όπως αυτά εκτίθενται σήμερα στις αίθουσες του αρχαιολογικού μουσείου στο Κάστρο, μια συλλογή από τις μεγαλύτερες που υπάρχουν στον κόσμο.
Οι δυο παράλληλες ιστορίες, του Άγι του Καλλιτέχνη και του Άγγελου, του αρχαιολόγου, δεν θα χαθούν στο άπειρο τελικά συνεχίζοντας την παράλληλη πορεία τους…το μεγάλο μυστικό θα τις ενώσει με εκπληκτικό τρόπο και τίποτα στο έργο δεν θα φανεί τελικά περιττό. Όλα δένουν τους δυο ήρωες σε μια απίστευτη αλυσίδα, τέτοια που ο Άγγελος αναφωνεί σε κάποιο σημείο… «Τι ψάχνω τελικά; Το πανάρχαιο εργαστήρι ή τις ρίζες μου;».
Κι όταν άνοιξαν οι δυο τάφοι μέσα στην αίθουσα του εργαστηρίου, δυο αμύθητης αξίας ίδια κι απαράλλαχτα μοναδικά βραχιόλια, το ένα στο χέρι της Σελάνας, της ηρωίδας που ερωτεύτηκε ο Μίνωας και το άλλο στο χέρι της Σοφίας, της ηρωίδας που ερωτεύτηκε ο Αντρέας Ρωμανός, δημιουργήματα του Μινωικού πολιτισμού, σύμβολα βασιλικά, έχουν κι αυτά το δικό τους συμβολισμό.
Έτσι οι δυο αυτές συγκλονιστικές ιστορίες, ενός μυθιστορήματος ιστορικού, αστυνομικού, ερωτικού, με ήρωες τον Άγι, τον Άγγελο, τη Σελάνα, τη Σοφία, μέσα από την πλοκή της δράσης και της ζωής των ηρώων, οδηγούν τον αναγνώστη στην έξοδο στο φως του σήμερα. Κι είναι μια πορεία δαιδαλώδης στις σπηλιές, στα βουνά, στις θάλασσες του Αιγαίου, στις σκοτεινές στοές των ορυχείων της σμύριδας, όπου φυλάγονταν καλά κρυμμένα τα μυστικά του κυκλαδικού πολιτισμού. Η έξοδος του αναγνώστη στο φως, συνοδεύεται από απέραντο θαυμασμό στο μεγαλείο του κυκλαδικού πολιτισμού, ενός πολιτισμού από τους μεγαλύτερους που δημιούργησε ο άνθρωπος.
Πέρασμα διά μέσου των χιλιετιών λαών και πολιτισμών τα νησιά του Αιγαίου πελάγους, έγιναν χωνευτήρι και μήτρα τους, αφομοίωσαν θετικά το καινούριο που έφερναν στο πέρασμά τους οι κυνηγημένοι πρόσφυγες, οι ταξιδευτές, οι έμποροι. Πλούτισαν το δικό τους πολιτισμό, τη ζωή τους, τη γλώσσα τους, τα ήθη και τα έθιμά τους. Είδαν τη θάλασσα γύρω τους δρόμο, γέφυρα, που ενώνει λαούς και πολιτισμούς. Σύνορα δεν ανέχτηκε ποτέ η θάλασσα, το βιώνουμε και σήμερα, φράχτες με συρματοπλέγματα καμιά τεχνολογία δεν μπορεί να φυτέψει πάνω της, ήταν και θα παραμείνει ανοιχτή, για να την τραγουδούν οι λαοί της στη γλώσσα της μουσικής, που τη μιλούν και την καταλαβαίνουν, έστω κι αν αυτή δεν έχει κώδικες, κανόνες, αλφαβητάρια. Το Αιγαίο ήταν και θα παραμείνει θάλασσα ειρήνης και αυτό είναι ένα από τα κορυφαία διδάγματα του «Καλλιτέχνη».
Διαβάζοντας τούτες τις μέρες τον «Καλλιτέχνη», ένιωσα σαν να γνώριζα τον συγγραφέα του από παλιά κι ας τον είχα γνωρίσει μόλις χτες βράδυ. Κι όμως βρήκα στο κείμενό του γνώριμα παιδικά βιώματα εκεί στο χωριό μου, στα βουνά της ορεινής Νάξου. Θυμήθηκα λαϊκές παραδόσεις, παραμύθια της γιαγιάς μου, αφηγήσεις παλαιών ανθρώπων, πολλές απ’ τις οποίες κατέγραψα αργότερα και δημοσίευσα. Πολλά τα κοινά στοιχεία στις εικόνες του μυθιστορήματος και στις παιδικές μου αναμνήσεις.
Τα συναισθήματα εξ ίσου έντονα, τα αρώματα της μοναδικής φύσης να πλημμυρίζουν το δικό μου είναι, έντονα και στο μυθιστόρημα. .. «Είναι όμορφο το νησί σου- μου λέει ο καλλιτέχνης- ωραίες εναλλαγές της φύσης, ψηλά βουνά, κατάφυτα, κρυφά ακρογιάλια με όμορφες στρογγυλεμένες πέτρες και χρυσή άμμο, χαρούμενα ρυάκια, ήρεμη ζωή. Μεγάλες αγκαλιές οι ασπαρθιές με τα κίτρινα ευωδιαστά λουλούδια. Μοβ κυκλάμινα, μικροί κρίνοι, κατακόκκινες παπαρούνες, πανδαισία χρωμάτων».
Εγώ Ναξιώτης γεννημένος και μεγαλωμένος σε τούτα τα μέρη, παρών ως σήμερα κι ο συγγραφέας του μυθιστορήματος, ο Καρδιτσιώτης καθηγητής, που έζησε εδώ πάνω μόλις 9 μήνες εκπαιδευτικής υπηρεσίας. Κι όμως στο μυθιστόρημα του ταλαντούχου λογοτέχνη βρίσκω ολοζώντανα τα δικά μου βιώματα, τις παιδικές μου αναμνήσεις. Τι δεν έχω ακούσει για τα κουκλάκια, τα κυκλαδικά ειδώλια; Για τους θαμμένους θησαυρούς, για ιστορίες με αρχαιοκάπηλους; Πολλά από αυτά τα έχω ερευνήσει και καταγράψει στο βιβλίο μου «Νεότερη ιστορία της Νάξου», που κυκλοφόρησε πρόσφατα, παράλληλα με τον «Καλλιτέχνη» του Βαγγέλη Ντελή, χωρίς ποτέ οι έρευνές μας να έχουν συναπαντηθεί.
Όταν μια συμμορία αρχαιοκαπήλων αιφνιδιάζει τον Άγγελο και του αρπάζει ένα ειδώλιο, ο Καρδερίνης, ο ερημίτης, παλιός φύλακας της ανασκαφής, τους φωνάζει «μην τα παίρνετε, γιατί αυτά φέρνουν τον θάνατο…». Κι εγώ ακούγοντας τη φωνή του Καρδερίνη, θυμάμαι τους γέροντες και τις γερόντισσες στο χωριό μου να αφηγούνται και να σχολιάζουν άγρια θανατικά και να ψιθυρίζουν μεταξύ τους … «Θεός συχωρέστονε μα είχενε γκακό θάνατο, ιατί ήκλεβγενε παλαιές εικόνες, επάαινενε κι ήσκαβγενε μνήματα παλαιά κι επούλιενε κουκλάκια». Γνωρίζω πολλά τέτοια περιστατικά.
Ο συγγραφέας κατόρθωσε στο 9μηνο που έζησε στην ορεινή Νάξο να ζωγραφίσει ολοζώντανα τη φύση, τα βουνά, τις στοές των ορυχείων, να αναπαραστήσει τη ζωή, τα ήθη και έθιμα, να κατανοήσει τη βοσκίστικη τραχιά τοπική διάλεκτο, δύσκολη συχνά στον αμύητο. Δίνει εικόνες που μιλούν, που σε παρασύρουν στο όνειρο, σε υπνωτίζουν και βρίσκεσαι να πορεύεσαι παρέα με τους ήρωες του μυθιστορήματος, άλλοτε στα βάθη των χιλιετιών, άλλοτε μαζί με τον Αντρέα Ρωμανό και τον Άγγελο στα βουνά, στα χωριά, μέσα στις δαιδαλώδεις στοές των ορυχείων, να σε σκεπάζει η ομίχλη, η κατσηφόρα, στις απότομες πλαγιές της Αμόμαξης και να νιώθεις ξαφνικά σαν να βρίσκεσαι πάνω σε μια μυστηριώδη άσπρη θάλασσα…το πούσι!
Όσοι από μεράκι, μα και λόγω σπουδών, ναξιώτες, έχουμε μελετήσει και γράψει για τον κυκλαδικό πολιτισμό, διαβάζοντας αυτό το έργο, μόνο θαυμασμό νιώθουμε για τον πολιτισμό και για τον «καλλιτέχνη» του μυθιστορήματος. Κι όσοι εργαστήκαμε αναζητώντας χαμένα μνημεία και κειμήλια, μελετήσαμε έγγραφα, καταγράψαμε τοπωνύμια, βιογραφήσαμε πρόσωπα, φωτογραφίσαμε μνημεία, βιώσαμε εκείνο το έντονο συναίσθημα, όμοιο με τον εφηβικό, τον πλατωνικό έρωτα, της αγωνίας, της έντασης, της φαντασίας, της αστυνομικής περιπέτειας συχνά. Κι όσες φορές βρήκαμε το μυστικό, τότε, ναι, η ψυχική τελείωση ήταν ονειρική.
Είχα την τύχη να ζήσω τέτοιες περιπέτειες πολλές, με κορυφαία εκείνη της πολύμηνης αναζήτησης του χαμένου και ξεχασμένου για 90 χρόνια θολωτού μυκηναϊκού τάφου στην Κωμιακή. Κι όταν, έχοντας φθάσει στα όρια της απόγνωσης και της απογοήτευσης, έτοιμος πλέον να εγκαταλείψω την προσπάθεια, τον βρήκα, ένιωσα – ομολογώ – σαν να είχα ζήσει έναν μοναδικό έρωτα. Αυτό λοιπόν τον έρωτα, τον αγνό, τον ιδανικό, τον ξανάζησα διαβάζοντας τον «Καλλιτέχνη».
Οι μαρμάρινες κούκλες των χωριανών αποτελούσαν τις πιο αγαπημένες αφηγήσεις των παππούδων μας στα εγγόνια τους κι είχαν ένα μυστήριο πάντα μέσα τους, σαν να ήταν θεϊκά δημιουργήματα κι ας έπαιζαν μ’ αυτά, όταν τα έβρισκαν μέσα στα πεζούλια στα βουνά και τις εξοχές. Θυμάμαι μια χωριανή μου γερόντισσα, την Κεραλισάφη, που έζησε όλη της σχεδόν τη ζωή σε μια εξοχή της Κωμιακής, όταν βρέθηκε, χωρίς να γνωρίζει το γιατί, στις αίθουσες του μουσείου στο κάστρο κι αντίκρυσε μέσα στις βιτρίνες τα «κουκλάκια» των παιδικών της χρόνων… στην αρχή έμεινε άφωνη μπροστά στο θέαμα, στη συνέχεια κοίταξε και ξανακοίταξε να δει αν πραγματικά βλέπει καθαρά ή ονειρεύεται…κι ύστερα, όταν άκουσε απ’ τους δικούς της τι είναι αυτά τα «κουκλάκια» και τι αξία έχουν… ξέσπασε σ’ ένα θρήνο, σαν σε μοιρολόι… «ώχου είντά ’παθα η κακορίζικη…» για τα «κουκλάκια» τα μυστηριώδη, που εκείνη στα παιδικά της χρόνια τα έβρισκε στα χωράφια κι έπαιζε μ’ αυτά και συχνά έσπαγαν όταν απ’ το βάρος της έπεφταν απ’ τα χέρια…
Τα «κουκλάκια» τα βυζαντινά ξωκκλήσια, τα ερειπωμένα κάστρα, τα κάθε λογής κτίσματα, οι τάφοι, οι παραδόσεις, οι μύθοι, οι χαμένοι θησαυροί, είναι αυτά με τα οποία μεγαλώσαμε στους ευλογημένους τούτους τόπους. «Κατοικείτε τον ωραιότερο τόπο της γης, το γνωρίζετε;»…μου έχει πει πριν χρόνια ένας βορειοευρωπαίος Βουλευτής, όταν άκουσε ότι ήμουν Βουλευτής στο νομό Κυκλάδων. -Το ξέρετε;… Το βροντοφωνάζει λοιπόν κι ο «Καλλιτέχνης» του Βαγγέλη Ντελή… «…αναζητώ αρχαιότητες και βρίσκω τη…ζωή μου… Τι παράξενα παιχνίδια που μας παίζει καμιά φορά η ζωή!!!».
Εδώ στην Κόρωνο και στην ευρύτερη περιοχή, όπου ο συγγραφέας του «Καλλιτέχνη» έχει «στήσει» όλο το σκηνικό του σεναρίου της ταινίας του και μεγάλο κομμάτι της μυθοπλασίας του, αναπαριστά συμβάντα, γεγονότα, δραματικά επεισόδια από διάφορες περιόδους της πανάρχαιης ιστορίας αυτού του τόπου.
Πολλές από τις σκηνές του μυθιστορήματος, όσο μελετούσα το μυθιστόρημα, έφεραν στο νου μου, την πιο τραγική, τη δραματική και συγκλονιστική περιπέτεια των σμυριδοχωριών και των κατοίκων τους στα χρόνια της κατοχής.
Μπορεί να είναι μυθοπλασία το επεισόδιο που έστησε εδώ στην Κόρωνο ο συγγραφέας, με τις ομαδικές εκτελέσεις των κατοίκων από τους ναζί κατακτητές, όπως και η πυρπόληση του χωριού… Η σκέψη μου όμως με οδηγεί στα χρόνια εκείνα της πείνας, που εδώ θέρισε κυριολεκτικά τον πληθυσμό και ιδιαίτερα τις ευπαθείς ομάδες, τα παιδιά, τους ηλικιωμένους, τους ανήμπορους. Ατέλειωτοι οι νεκροί, πολλοί απ’ αυτούς ακόμη άγνωστοι, ένα ολοκαύτωμα, όμοιο με τις μαζικές εκτελέσεις αντιποίνων σε άλλα μέρη της Ελλάδας… Δεν εκτέλεσαν, δεν έκαψαν… σκότωσαν όμως τόσους κι άλλους τόσους… 400 και πάνω οι νεκροί απ’ το μαρτύριο της πείνας στα δυο σμυριδοχώρια Κόρωνο και Σκαδό, 114 νήπια και πάνω από 50 ανήλικα παιδιά. Ηχεί ακόμη στ’ αυτιά μου ο θρήνος μιας Κωμιακίτισσας όταν μου περιγράφει το θάνατο από την πείνα δυο δεκάχρονων κοριτσιών-αδελφών, μα κι η συγκλονιστική εικόνα του Σκαδιώτη πατέρα που κρατώντας στα δυο του χέρια το νεκρό 15χρονο κορίτσι του το μεταφέρει στο νεκροταφείο, για να επιστρέψει και να ρίξει στον ίδιο λάκκο και το 17χρονο αγόρι του…
Η Παράλληλη μελέτη αυτού του μυθιστορήματος και του βιβλίου μου «Νεότερη ιστορία της Νάξου-Κατοχή-Αντίσταση», αναδεικνύουν παράλληλες όμοιες ιστορίες. Η μυθοπλασία του λογοτέχνη-μυθιστοριογράφου, η ιστορική αλήθεια, η ωμή πραγματικότητα του ιστορικού, μου φέρνουν στο νου τα παιδιά της κατοχής, τα 114 νήπια, που εξολοθρέφτηκαν από την πείνα.
Το κοριτσάκι του Άγι, του Καλλιτέχνη, που χάθηκε στη θάλασσα αρπαγμένο απ’ τους πειρατές, φέρνει στη μνήμη μου το δεκάχρονο κορίτσι, που πέθανε αβοήθητο και παρατημένο στη ρίζα μιας ελιάς κάπου στον ελαιώνα της Τραγαίας και κανένας δεν έμαθε ποτέ ποιο ήταν, κανένας δεν το αναζήτησε, κανένα καντήλι δεν άναψε γι’ αυτό.
Η αφιέρωση
Ο συγγραφέας του Καλλιτέχνη κι εγώ, ο αφηγητής, σκεφτήκαμε να αφιερώσουμε την αποψινή απέριττη λογοτεχνική βραδιά στα παιδιά της κατοχής που χάθηκαν εδώ στα χωριά μας από την πείνα.
Σ’ αυτά τα παιδιά έχω αφιερώσει το παραπάνω βιβλιο μου με ένα κείμενο της Κατερίνας Γιαννακά …καντήλι αναμμένο σ’ εκείνα τα αθώα πλάσματα …
«Κοίταξα τα παιδιά…πώς να τους χαλάσεις το χατίρι;
Η πείνα τον καιρό της κατοχής άφησε τα σημάδια της βαθιά, όχι μόνο στο σώμα, αλλά και στην ψυχή του λαού κι’ έφερε ολοζώντανη στα μάτια κάθε πεινασμένου κι’ εξαθλιωμένου την εικόνα του αφανισμού του. Ήταν μέθοδος συστηματικής γενοκτονίας, το πιο αποτελεσματικό και τρομακτικό μέτρο.
Οι νησιώτες λιμοκτονούσαν απομονωμένοι λόγω του ναυτικού αποκλεισμού των Άγγλων, αλλά και της επίταξης και λεηλασίας της τοπικής παραγωγής από τον στρατό κατοχής.
Τα παιδιά, ανυποψίαστα πλάσματα, με μόνο το ένστικτο της επιβίωσης, έδιναν τη δική τους άνιση μάχη εκείνα τα πέτρινα χρόνια.
Παιδιά με όψη σταχτιά και γάμπες λιγνές σαν πόδια αράχνης μάχονταν γύρω στους σωρούς των σκουπιδιών και τα κορμιά τους ήταν το ίδιο ευάλωτα όσο και οι ψυχές τους.
«Τα μάτια τους, φλογισμένα από την πείνα, ήταν καρφιά –
σαν σε κοιτάζανε- που μπαίνανε στην καρδιά. [….]
(Λιλίκα Νάκου, «Η κόλαση των παιδιών»).
Η μικρούλα
Ανάμεσα σ’ αυτά τα τραγικά παιδιά, μια δεκάχρονη μικρούλα, από ορεινό χωριό της Νάξου, βρέθηκε κάτω στον κάμπο σε αναζήτηση τροφής. Τα βήματά της την οδήγησαν σ’ ένα περιβόλι με τη λαχτάρα να ξεγελάσει την πείνα της. Όμως η μάχη για την τροφή ήταν εξαρχής χαμένη γι’ αυτήν, αφού ένας «άντρας κανίβαλος» ήταν εκεί, έτοιμος να δώσει μάχη για τη δική του επιβίωση.
Η μικρούλα άφησε την τελευταία της πνοή κάτω από μιαν ελιά, εκεί που πριν λίγο πίστεψε πως θά ’βρισκε τροφή, δύναμη, ζωή.
Κι’ έμεινε εκεί ανώνυμη, άθαφτη, άκλαυτη.
Στα νεκρά παιδιά της κατοχής ας αποδώσουμε φόρο τιμής με το βιβλίο τούτο, που ρίχνει φως σ εκείνη τη σκοτεινή εποχή, σε μια πραγματικότητα που δεν είναι πλαστή, δεν είναι ένα από τα παραμύθια της γιαγιάς μας για τα παιδιά που χάθηκαν στου δράκου το πηγάδι ή στη σπηλιά της στρίγκλας, αλλά πέρα για πέρα αληθινή. Κι αυτή την αλήθεια δεν δικαιούμαστε να την αποκρύψουμε, για μας τους ίδιους, για τα παιδιά μας».
# Η ομιλία του φιλόλογου Νίκου Λεβογιάννη στη λογοτεχνική-ιστορική βραδιά στην Χώρα (18 Αυγούστου 2017) και στην Κόρωνο (20 Αυγούστου 2017) στην Κόρωνο (20 Αυγούστου 2017) στη διάρκεια της παρουσίασης του βιβλίου «Ο Καλλιτέχνης» του Βαγγέλη Ντελή