«Η χθεσινή όψις των Αθηνών υπενθύμισε μίαν ολίγον παλαιάν εποχήν: Την εποχήν του αποκλεισμού, ότε οι Αθηναίοι εσχημάτιζον “ουρές” έξωθι των καταστημάτων, αναμένοντες καρτερικώς την διανομήν ολίγων γευστικών ξυλοκεράτων. Χθες επανελήφθη η ιδία ιστορία: Εις κάθε δρόμον, έξωθι εκάστου καταστήματος, διέκρινε κανείς πυκνούς ομίλους πολιτών οι οποίοι ανέμενον να συγκινηθή ο μπακάλης, ο μανάβης, ο χασάπης, ο φούρναρης και να τους ελεήσουν με ολίγον τυρί, με μερικές ντομάτες, με καμμιά τρακοσαριά δράμια μοσχάρι, με δυο-τρεις κουλούρες ψωμί […] Απεργία επαγγελματιών… Ιδού μία πρωτότυπος απεργία, της οποίας δεν είχαμεν λάβει έως τώρα την πικράν πείραν», γράφει στο πρωτοσέλιδο της 10ης Μαρτίου 1927 η «Καθημερινή».
Πράγματι, ο κόσμος σχημάτιζε ουρές στα καταστήματα περιμένοντας να προμηθευτεί μερικά απαραίτητα είδη πριν τη μεγάλη απεργία και το οργανωμένο συλλαλητήριο.
Γιατί όμως είχε οργανωθεί αυτή η πρωτόγνωρη απεργία;
Ο ιδρυτής της «Καθημερινής», Γεώργιος Α. Βλάχος, έγραφε στις 9 Μαρτίου, μία ημέρα πριν την πραγματοποίηση της απεργίας: «Μέχρι της ώρας, καθ’ ην η απεργία πρόκειται να εκραγή, δεν μεσολαβεί ειμή μία μόνον ημέρα. Μία όμως ημέρα είνε αρκετή διά να συνεννοηθή η Κυβέρνησις με μίαν τάξιν, η οποίαν ομιλεί την ιδίαν με αυτήν γλώσσαν, και έχει τα ίδια συμφέροντα με τα συμφέροντα της μεγάλης ολότητος, τα οποία η Κυβέρνησις είναι εντεταλμένη να κηδεμονεύη». Όμως, η κυβέρνηση παρέμεινε ανυποχώρητη και η απεργία δεν αποσοβήθηκε – όπως και τα σοβαρά επεισόδια.
Άμα τη ανακοινώσει της απεργίας, ο στρατός, η χωροφυλακή και η αστυνομία πόλεων βρίσκονταν σε επιφυλακή. Η «Καθημερινή» αναφέρει στο ρεπορτάζ της: «Κατόπιν διαταγής του Υπουργείου των Εσωτερικών οι μαθηταί του σχολείου Χωροφυλακής, οι άνδρες του Αρχηγείου και της ανωτέρας διοικήσεως και της διοικήσεως χωροφυλακής ετέθησαν εις την διάθεσιν της διευθύνσεως δημοσίας ασφαλείας. Επίσης η διεύθυνσις της δημοσίας ασφαλείας ενισχύθη δι’ ενός πλήρους τάγματος πεζικού, μετά πολυβόλων υπό τον ταγματάρχην κ. Μπουρδάκην και μίας ίλης ιππικού. Εις το προαύλιον της διευθύνσεως εστάθμευσαν δύο αντλίαι του πυροσβεστικού λόχου και μία εις την πλατείαν της Ομονοίας με σκοπόν να διαλύσουν πάσαν ενδεχομένην συγκέντρωσιν πολιτών. Των αντλιών επέβαινον ένοπλοι στρατιώται».
Δεν άργησαν να εκδηλωθούν επεισόδια: «Ο υπολοχαγός Χριστοδούλου άνευ ουδενός λόγου και αιτίας έδωκε το παράγγελμα “επί σκοπόν” και αμέσως κατόπιν “πυρ”. Ευθύς ηκούσθησαν εκατόν περίπου πυροβολισμοί. Τα ριφθέντα βλήματα εύρον μεταξύ των πρώτων τον σημαιοφόρον όστις και έπεσεν άπνους, ως και ένα άλλον ο οποίος εβοήθει αυτόν. […] Ο σημαιοφόρος πεσών εσκεπάσθη υπό του λαβάρου ο δε έτερος των φονευθέντων, αφού επροχώρησε μερικά βήματα κλονιζόμενος, κατέπεσεν άπνους. […] Το πλήθος μετά τους πρώτους πυροβολισμούς, ήρχισε να τρέχη πανικόβλητον προς όλας τας διευθύνσεις, ίνα σωθή. Κυρίως όμως ετράπη προς τας παρόδους της λεωφόρου Πανεπιστημίου, Σανταρόζα και Αρσάκη. Κατά την φυγήν πολλοί εκ των διαδηλωτών πεσόντες ετραυματίσθησαν διά μωλώπων ελαφρώς».
Τα επεισόδια αυτά, που έμειναν γνωστά ως «Ματωμένη Πέμπτη», στοίχισαν τη ζωή στους υποδηματοποιούς Γεώργιο Γεράλδη και Μιχάλη Κοντό, καθώς και στον υδραυλικό Κόδρο Μπενούκα. Το ίδιο βράδυ της ίδιας ημέρας ανακοινώθηκε η λύση της απεργίας.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη Ποιμενίδου, Θανάσης Συροπλάκης