Το βιβλίο της Αικατερίνης Γιαννακά «Τση νεραϊδένιας», μας μεταφέρει σε ένα άλλο κλίμα και σε έναν άλλον πολιτισμό, συγκεντρώνοντας στις σελίδες του 33 δημοτικά παραμύθια από τις Κυκλάδες – Ποιοι έβαλαν το χεράκι τους και ο ρόλος του πρώην υπουργού Νίκου Λεβογιάννη .
Τα σύγχρονα παραμύθια, γραμμένα από επώνυμους συγγραφείς και με στόχο εξειδικευμένες κατηγορίες της παιδικής ηλικίας, μικρή σχέση έχουν με τα παραμύθια που προέρχονται από τον προφορικό λόγο και τη δημοτική παράδοση. Το βιβλίο της Αικατερίνης Γιαννακά «Τση νεραϊδένιας», που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες, μας μεταφέρει σε ένα άλλο κλίμα και σε έναν άλλον πολιτισμό, συγκεντρώνοντας στις σελίδες του 33 δημοτικά παραμύθια από τις Κυκλάδες. Κρίσιμοι αρωγοί εδώ έχουν σταθεί ο πρωην υφυπουργός Παιδείας και βουλευτής Κυκλάδων Νίκος Λεβογιάννης, που διέθεσε την ανέκδοτη συλλογή του με παλαιά λαϊκά παραμύθια, και η εικαστικός Έλενα Τονικίδη, που είναι art therapist, πρόεδρος τη επιστημονικής εταιρείας Ψυχολογία-Τέχνη και συνεργάτρια των Προγραμμάτων Ψυχικής και Κοινωνικής Υγείας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Κάθε παραμύθι προλογίζουν δύο επινοημένα πρόσωπα, η γιαγιά Λαλά και η εγγονή της Νεραϊδένια, που αναδεικνύουν τη σημασία της ντοπιολαλιάς και της λαϊκής σοφίας, όπως αποτυπώνεται στις κυκλαδίτικες αφηγήσεις, μαζί με όλη τη γραμμή των θεμάτων και των μοτίβων τους.
Το φως του Αιγαίου και η θάλασσα του Ομήρου συνδυάζονται με τις έντονα χρωματικές συνθέσεις της Τονικίδη, για να προβάλουν όλο τον πλούτο των κυκλαδίτικων παραμυθιών. Μακριά από τον διδακτικό τόνο και το παραινετικό ύφος των σημερινών παραμυθάδων, οι ανώνυμοι δημιουργοί των Κυκλάδων θα συμπεριλάβουν στις διηγήσεις τους τα πιο αντιθετικά στοιχεία: τη φαντασία και την πραγματικότητα, το αρχέγονο και την καθημερινότητα, τη φύση και τη χειρωνακτική εργασία, το πιθανό και το απίθανο. Πρωταγωνιστές, μοχθηροί δράκοι και ερωτευμένες βασιλοπούλες, μαγεμένα παλικάρια και πολεμόχαροι βασιλιάδες, αγαθά εξωτικά και πονηρά ζώα, θάλασσες που θέλουν να καταπιούν τους γενναίους και γέροι που φέρνουν μαζί τους τη μορφή του Χριστού, άγριες πεθερές και καλοσυνάτες μανάδες, καθώς και αθώα παιδιά ή βιοπαλαιστές παντός είδους. Το Κακό παραμονεύει παντού και κάποτε θριαμβεύει γιατί η παράδοση το ξέρει απ’ έξω και ανακατωτά και δεν θέλει να κρύψει το παραμικρό. Συχνότερα, όμως, επικρατεί το Καλό. Οι ακροατές των δημοτικών παραμυθιών, που δεν ήταν μόνο παιδιά, ήθελαν να νιώσουν τόσο τον τρόμο του κινδύνου όσο και το αίσθημα απαλλαγής από τις επιβουλές του.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τη δουλειά της, η Αικ. Γιαννακά εξηγεί με ποιον τρόπο προετοίμασε και έφτιαξε το βιβλίο της: «Η Σύρος, όπου ζω και εργάζομαι 22 χρόνια, και κατ’ επέκταση οι Κυκλάδες, είναι ένας τόπος τον οποίο αγάπησα πολύ από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα εδώ. Μαζί με το μοναδικό φυσικό περιβάλλον τους, οι Κυκλάδες διαθέτουν έναν πολιτισμό σαν παραμύθι, που συνεπαίρνει τον νου και την ψυχή. Η μεγάλη μου αγάπη για τα λαϊκά παραμύθια ξεκινάει από τα μικράτα μου, όπως μου τα έμαθε η γιαγιά μου η Κατερίνη, μια ξεχωριστή φυσιογνωμία. Αργότερα, ως σπουδάστρια στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, μελέτησα τον λαϊκό πολιτισμό και πολλές εργασίες μου είχαν θέματα σχετικά με τα λαϊκά παραμύθια των Κυκλάδων. Κάπως έτσι άρχισα να ασχολούμαι με αυτά ενώ στο πλαίσιο της μελέτης μου ανακάλυψα παλαιές σπάνιες εκδόσεις και συλλογές όπως αυτή του Κρίσπη (1874) και άλλες ανέκδοτες, όπως αυτή του Λεβογιάννη, που δεν έχουν χάσει τη διαχρονικότητά τους και αναδεικνύουν τις αξίες της ζωής. Παράλληλα με τη συλλογή των παραμυθιών, ξεκίνησα να καταγράφω τις σκέψεις και τις εντυπώσεις μου, όπως προέκυπταν από τη σπουδή τους ώσπου αυτές οι σημειώσεις οδήγησαν στο λεύκωμα ”Τση νεραϊδένιας”, μια έκδοση με 33 πανέμορφα παραμύθια, φιλοτεχνημένα με 33 υπέροχα εικαστικά ρεαλιστικά έργα της φίλης μου Έλενας Τονικίδη».
Τι ακριβώς βλέπουμε στο βιβλίο; «Δεν πρόκειται για μια απλή καταγραφή, μια συλλογή, είναι η δική μου διαφορετική ανάγνωση-παρουσίαση περιπετειών και αφηγήσεων που αναφέρονται σε αλλοτινές εποχές, συχνά μυθικές, φανταστικές, αλλά συγχρόνως τόσο σημερινές όσο και αυριανές. Επίσης, δεν επεδίωξα να τα προσεγγίσω λαογραφικά, ούτε γλωσσολογικά, γιατί τέτοια στοιχεία υπάρχουν εγγενώς στα παραμύθια, αλλά ως αναγνώστης έγινα μέρος της δράσης, ένας απο τους ήρωές τους, ή και όλοι οι ήρωες μαζί, όπως η γιαγιά μας, που ως μοναδική αφηγήτρια υποδύεται όλους τους ρόλους. Το λεύκωμα αυτό, σε συνδυασμό με τα εικαστικά έργα και τους διαλόγους της κυκλαδίτισσας Λαλάς (γιαγιάς) με τη Νεραϊδένια (εγγονή) της, σκοπεύει σε μια διαφορετική ανάγνωση των παραμυθιών, μίαν ανάγνωση η οποία θα μας ωθήσει να σκάψουμε βαθιά́ μέσα στην ψυχή μας και να βρούμε τον άλλο μας εαυτό. Με σεβασμό στο παλαιό νησιωτικό ιδίωμα, περιορίστηκα σε μικρές μόνο γλωσσικές παρεμβάσεις, ώστε να είναι κατανοητό χωρίς δυσκολία, αλλά και χωρίς να αλλοιώνονται η δομή, η θαυμάσια αφηγηματική του ροή και τα ηχοχρώματά του».
Με πληροφορίες από το ΑΠΕ – ΜΠΕ