Ακόμη και σήμερα, η Κατερίνα Καμπανέλλη, κόρη του Ναξιώτη θεατρικού συγγραφέα βρίσκει ανέκδοτα έργα του πατέρα της και μάλιστα στα πιο παράξενα σημεία του σπιτιού
Τελευταία δειλά δειλά αρχίζουμε και αποκτάμε αρχειακή συνείδηση. Συνειδητοποιούμε την αξία των αρχείων. Είμαστε στην αρχή του δρόμου όμως ακόμη.
Οχι ότι δεν υπάρχουν αρχεία του κράτους, της Εκκλησίας κ.λπ., υπάρχουν, αλλά είναι δυσπρόσιτα και άγνωστα και καθόλου διαφημισμένα.
Και σε μερικές περιπτώσεις «απαγορευμένα» από τον καχύποπτο αξιωματούχο που έχει αναλάβει τη διατήρησή τους.
Του λείπει η συνείδηση της συμβολής τους στη συλλογική μνήμη, στην παιδεία, στη συγκρότηση της συλλογικής ιστορικής εικόνας, στην αυτογνωσία. Αρχείο μη προσβάσιμο στον πολίτη είναι μη λειτουργικό για τον σκοπό που διαφυλάχθηκε.
Μια φίλη μού είπε «καταστρέφουμε θησαυρούς που αγνοούμε ότι είναι θησαυροί». Αλλά και στο κουτί να μείνουν με τη ναφθαλίνη, να μην τα φάει ο σκόρος, αν δεν αποδοθούν στο κοινό, στους πολίτες, είναι σαν να μην υπάρχουν.
Τα θεατρικά έργα του Ιάκωβου Καμπανέλλη έχουν ψηφιοποιηθεί από το Εθνικό Θέατρο, ευτυχώς! Υπάρχει όμως και ένας τεράστιας σημασίας όγκος αδημοσίευτων κειμένων, θεατρικών έργων, σεναρίων, μελετών που «κοιμάται» σε κουτιά στο σπίτι του!
Η κόρη του, η Κατερίνα, με τη βοήθεια της Δανάης Πολυχρονοπούλου, τα καταγράφει, τα ταξινομεί. Δυστυχώς το αρχικό υλικό είναι από χαρτί, που η ηλικία του ξεπερνάει σε μερικά χειρόγραφα τα εξήντα χρόνια.
Το χαρτί φθείρεται, η γραφή χάνεται, χάνεται η μνήμη, όχι η ταμπέλα, αλλά το «ψαχνό», η σκέψη, το έργο.
Στην Ιστορία έχουν διασωθεί τίτλοι έργων αλλά όχι το ίδιο το έργο. Από τις εκατό τόσες τραγωδίες του Σοφοκλή [εκατόν δεκατρείς οι τίτλοι που γνωρίζουμε] έχουν διασωθεί μόνον οι επτά. Και πώς να σκαλίσεις τότε στο μάρμαρο ολόκληρο έργο για να το γλιτώσει η πέτρα από την πάλη με τον χρόνο και τη φθορά. Φανταστείτε να είχαμε διαβαστερό το σύνολο των έργων του, τι πλούτος, τι θησαυρός σκέψης, πολιτισμού, παιδείας.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης είναι ο συγγραφέας του σημαντικότερου μεταπολεμικού λογοτεχνικού έργου, του «Μαουτχάουζεν».
Είναι ο σεναριογράφος του κινηματογραφικού αριστουργήματος «Ο Δράκος» και «η Στέλλα» του «με τα κόκκινα γάντια» έγινε η διεθνώς επιτυχημένη «Στέλλα» με τη Μελίνα Μερκούρη σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη.
Ο μεγάλος νεωτεριστής του μεταπολεμικού μας θεάτρου, Κάρολος Κουν, βρήκε στο θεατρικό έργο του Καμπανέλλη τον συγγραφέα που άλλαξε ολόκληρο το μεταπολεμικό νεοελληνικό θέατρο.
Ο Μίκης Θεοδωράκης βρήκε στον Καμπανέλλη τον ποιητή. Ο ποιητής συνάντησε τον μουσικό και το «Μαουτχάουζεν» [ποιητικό απόσταγμα του μεγάλου του ομώνυμου έργου] συγκλόνισε όταν πρωτακούστηκε, τραγουδήθηκε, έγινε σημαία ενός μεγάλου τμήματος της νεολαίας και συνεχίζει να τραγουδιέται ακόμη.
Τον ονόμασαν πατριάρχη του νεοελληνικού θεάτρου. Μεγάλοι ηθοποιοί ερμήνευσαν έργα του [Καζάκος, Καρέζη, Αλεξανδράκης, Ηλιόπουλος κ.ά.].
Εμπνεύστηκαν από αυτά. Εγινε ακαδημαϊκός και μερίμνησε μέσα από την Ακαδημία για το νεοελληνικό θέατρο.
Εγινε διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, αντιπρόεδρος στην ΕΡΤ. Στο Μαουτχάουζεν εκλέχτηκε πρόεδρος των Ελλήνων Κρατουμένων και έμεινε παραπάνω για να βοηθήσει τους Ελληνες Εβραίους να επιστρέψουν στη γη τους.
Το σύνολο του έργου του μεγάλο, αναγνωρίστηκε, αγαπήθηκε, παραστάθηκε, τραγουδήθηκε, διαβάστηκε.
Ο Καμπανέλλης σπούδασε τεχνικό σχέδιο στη Σιβιτανίδειο, η ειδικότητά του αυτή τον κράτησε στη ζωή στο Μαουτχάουζεν.
Δεν είχε υπόψη του να γίνει συγγραφέας. Η φρίκη που έζησε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν, η Μέδουσα που αντίκρισε στα μάτια όταν τον κατέβασαν οι φρουροί του στον πάτο του πηγαδιού, τον μεταμόρφωσε σε συγγραφέα ή γλίτωσε από την τρομερή ματιά της γιατί έκρυβε μέσα του την ασπίδα αυτής της τέχνης.
Ο Πρίμο Λέβι ήταν χημικός, δεν είχε υπόψη του να γίνει συγγραφέας, «στο Αουσβιτς» -είπε- «η φρίκη με έσπρωξε να γράψω».
Κι αυτόν τον κράτησε στη ζωή στο ναζιστικό στρατόπεδο η ειδικότητά του. Δούλεψε στο χημείο. Ο Ιάκωβος δούλεψε στο σχεδιαστήριο.
Δεν γλίτωσαν τα βασανιστήρια, τον εξευτελισμό, γλίτωσαν τη βαριά καταναγκαστική εργασία που σκότωνε.
Οι κρατούμενοι ήταν τα εύθραυστα γρανάζια της παραγωγικής ναζιστικής μηχανής. Δεν λογίζονταν άνθρωποι. Εσπαζε το ένα γρανάζι, βάζαν άλλο στη θέση του.
Τα παιδιά, τα βρέφη, τους γέρους τούς σκότωναν, δεν μπορούσαν να προσφέρουν στη ναζιστική μηχανή.
…την τελευταία βδομάδα του Απρίλη είδαμε σωρούς χαρτιά να καίγονται κοντά στη μεριά που ήταν τα εργαστήρια. Καίγανε τα αρχεία. Εξαφανίζανε τους καταλόγους των ντουφεκισμένων, των κρεμασμένων, των σκασμένων με το γκάζι, των πνιγμένων στον Γαλάζιο Δούναβη, των φαγωμένων από σκυλιά, των ξεπνοϊσμένων από βασανιστήρια…[Ι. ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ «Μαουτχάουζεν» σελ. 2. Λίγες μέρες πριν μπουν οι Αμερικάνοι ]
…Ο φασισμός ήταν ακόμα παρών, αλλά κρυμμένος μέσα στο κουκούλι του. Προετοίμαζε την αλλαγή του για να εμφανιστεί ξανά με καινούργιο πρόσωπο, μη αναγνωρίσιμο, πιο αξιοσέβαστο, προσαρμοσμένος στις καινούργιες συνθήκες ενός κόσμου ο οποίος έβγαινε από την καταστροφή που ο ίδιος ο φασισμός είχε προκαλέσει… [Πρίμο Λέβι, «Εάν αυτό είναι ο Ανθρωπος» σελ. 213]
Βαριά και πολύτιμη η κληρονομιά που μας άφησε ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Είναι ένα πνευματικό χρυσάφι που ολόκληρο πρέπει να γίνει κτήμα όλων.
Δεν γίνεται να την αποποιηθούμε ως πτωχοί και ανήμποροι νεοέλληνες συγγενείς επειδή λιποψυχήσαμε ή γιατί αμελήσαμε ή προσχηματικά για λόγους «κρίσης» ή γιατί θα μας φάει το τέρας της γραφειοκρατίας.
Ειδικά τώρα που το φίδι του φασισμού αλλάζει δέρμα, ακονίζει δόντια, τώρα τη χρειαζόμαστε.
Το υπουργείο Πολιτισμού είναι εδώ. Εδώ η Ρόδος, εδώ και το πήδημα.
Χτύπησα την πόρτα του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου γιατί εκεί ήξερα, εκεί είχα την πρόσβαση, είχα περάσει ένα μικρό φεγγάρι εκεί ως μέλος του Δ.Σ. Η κουβέντα με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, τον πρόεδρο, και τον Βασίλη Κοσμόπουλο, γενικό διευθυντή, αρχικά θετική. Αναμένω την πράξη και θα επιμένω. Η ψηφιοποίηση των αδημοσίευτων χειρογράφων [δέκα θεατρικά έργα, σενάρια, μελέτες, κείμενα για την τέχνη] του Ιάκωβου Καμπανέλλη είναι υποχρέωση, όχι «χάρη», καθήκον απέναντι σε έναν πνευματικό ογκόλιθο και σε ανθρώπους διψασμένους να μάθουν, να αγγίξουν την τέχνη, να έχουν ασπίδα για να μην τους πετρώσει το βλέμμα της Μέδουσας. Το κόστος μηδαμινό, το κέρδος τεράστιο.
Σήμερα, τώρα, τη στιγμή που γράφω, η τεχνολογία μπορεί να διασώσει εις τους αιώνας ό,τι γραπτό θέλει να διασωθεί. Αρκεί να ψηφιοποιηθεί.