Το «Παλιό Βιβλιοπωλείο» προτείνει το βιβλίο του Μίλαν Κούντερα «το Αστείο», που χαρακτηρίστηκε ως το «Ευαγγέλιο της Εποχής του» καταγγέλλοντας το πολιτικό σκηνικό της εποχής (δεκαετία του 60 και Σοβιετικό Σοσιαλιστικό μοντέλο)
TΟ ΑΣΤΕΙΟ
Συγγραφέας: Μίλαν Κούντερα
Θέμα: Ξένη πεζογραφία
Εκδότης: Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Μετάφραση: Γιάννης Χάρης
Σελίδες: 402
«Ο οπτιμισμός είναι το όπιο του λαού. Το υγιές πνεύμα βρομάει βλακεία. Ζήτω ο Τρότσκι». Με αυτά τα λόγια θέλησε να πειράξει την ενθουσιώδη φίλη του ο Λούντβιχ, ο ήρωας του βιβλίου. Και γι’ αυτό το αστείο θα διαγραφεί από το κόμμα, θα αποβληθεί από το πανεπιστήμιο, θα καταταγεί στο στρατό σε τάγμα «τιμωρημένων» και θα υπηρετήσει τη θητεία του δουλεύοντας στα ορυχεία, στα οποία θα παραμείνει «εθελοντικά» άλλα 3 χρόνια. «Το αστείο» γράφτηκε το 1965 και πρόλαβε να εκδοθεί στην Τσεχοσλοβακία το 1967.
Την εποχή της «Άνοιξης της Πράγας» και του βίαιου τερματισμού της με την εισβολή των ρωσικών τανκς «Το αστείο» αποτελούσε μια ηχηρή καταγγελία του σοβιετικού σοσιαλιστικού μοντέλου έγινε έτσι το «ευαγγέλιο της εποχής» και γνώρισε τεράστια επιτυχία διεθνώς.
Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα, όπου κυκλοφόρησε το 1971, με την επιπλέον φόρτιση που συνεπαγόταν για μας η δικτατορία της 21ης Απριλίου και η νωπή διάσταση του έργου, και παραμερίστηκε η καθαυτό μυθιστορηματική του αξία. Γι’ αυτό και παρουσιάζει ενδιαφέρον να το επαναπροσεγγίσουμε σήμερα, έπειτα από 30 χρόνια, και να το ανακαλύψουμε στις πραγματικές του διαστάσεις, να ανακαλύψουμε βασικά, πίσω από την υποτιθέμενη πολιτική καταγγελία, το γνωστό μας έκτοτε ιδιότυπο κουντερικό χιούμορ.
Απόσπασμα από το βιβλίο (μετ. Ανδρέας Τσάκαλης. εκδ. Κάλβος. Αθήνα 1971. σελ 79 – 80)
Έχουν να λένε για τον κεραυνοβόλο έρωτα· είμαι βέβαιος πως η αγάπη έχει κλίση να δημιουργεί τον δικό της μύθο· δεν θέλω λοιπόν να υποστηρίξω, πως ήταν μια κεραυνοβόλα αγάπη· αλλά οπωσδήποτε ήταν κάτι το ξεχωριστό· την καθαυτό ουσία της ύπαρξης της Λουτσίας, ή —αν θέλω νάμαι πιο ακριβής— την ουσία αυτού, που ήταν η Λουτσία μετά για μένα, την κατάλαβα, την ένιωσα, την είδα αμέσως· η Λουτσία που έφερε τον εαυτό της, όπως φέρνουν στους ανθρώπους μια φανερή αλήθεια.
Την κοιτούσα, πρόσεχα το ακαθόριστο επαρχιώτικό της χτένισμα, πρόσεχα το γκρίζο της μαντό, φτωχό και τριμμένο και ίσως λιγάκι κοντό· πρόσεχα το αφάνταστα όμορφο και καθαρό πρόσωπό της· αιστάνθηκα πως το κορίτσι αυτό κλείνει μέσα του μια γαλήνη, απλότητα και μετριοφροσύνη και πως όλα αυτά είναι αξίες που χρειάζομαι· μου φάνηκε, πως είμαστε πολύ κοντά ο ένας στον άλλον· πως έχουμε και οι δυο το μυστηριώδες δώρο της φυσικότητας· μου φάνηκε, πως αρκεί μόνο να πάω κοντά της και να της μιλήσω κι αμέσως τη στιγμή που θα με αντικρύσει στο πρόσωπο, θα μου χαμογελάσει, λες και ξαφνικά στάθηκε μπροστά της αδερφός, που έχει να τον δει εδώ και μερικά χρόνια.
Η Λουτσία έπειτα σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε στο ρολόι που ήταν απέναντι. (ακόμα κι αυτή της την κίνηση την έχω αποτυπώσει στη θύμησή μου· μια κίνηση κοπέλας που δεν έχει μαζί της ρολόι και εντελώς τυχαία κάθεται απέναντι στο μεγάλο ρολόι). Σηκώθηκε και τράβηξε προς τον κινηματογράφο· ήθελα να την σταματήσω· δεν μου έλειπε το θάρρος, αλλά ξαφνικά μου έλειπαν τα λόγια· είχα βέβαια το στήθος γεμάτο με συναισθήματα, αλλά στο κεφάλι μου δεν υπήρχε ούτε μια συλλαβή· προχώρησα πίσω της ώς τη μικρή αίθουσα που ήταν το ταμείο κι απ’ όπου φαινόταν η σάλα του κινηματογράφου τελείως άδεια. […]
Στο μεταξύ η κοπέλλα πέρασε μέσα· την ακολούθησα από πίσω. Στην σχεδόν άδεια σάλα, τα αριθμημένα εισιτήρια χάσαν την έννοιά τους κι ο καθένας καθόταν όπου ήθελε· προχώρησα προς την αράδα της Λουτσίας και κάθησα δίπλα της. Ύστερα άρχισε να παίζει μουσική από φθαρμένους δίσκους, τα φώτα στη σάλα έσβυσαν και στην οθόνη άρχισαν οι ρεκλάμες.
Η Λουτσία έπρεπε να αντιλήφθηκε, πως δεν είναι σύμπτωση που κάθεται δίπλα της ένας στρατιώτης και μάλιστα με μαύρα διακριτικά, ασφαλώς όλο αυτό το διάστημα πρόσεξε κι αιστάνθηκε την παρουσία μου. […]
Κριτική
“Το διαβάσαμε για πρώτη φορά σαν Ευαγγέλιο μέσα στη δικτατορία, σ’ εκείνο το τομίδιο μικρού σχήματος, με το μαύρο, εγκάρσια μαχαιρωμένο θαρρείς, εξώφυλλο των εκδόσεων «Κάλβος». Η μετάφραση ήταν του Ανδρέα Τσάκαλη -από τα τσέχικα. Ο σταλινικός ολοκληρωτισμός καταγγελλόταν εδώ με συγκλονιστική τόλμη μαζί μ’ έναν σαρκαστικό κυνισμό που έκανε τα εφηβικά μας αντανακλαστικά να μουδιάζουν. Και τώρα το ξαναδιαβάζουμε, στην καινούρια ελληνική μετάφρασή του, με βάση την αναθεωρημένη γαλλική έκδοση, με ανανεωμένο ενδιαφέρον, με λίγη από την παλιά συγκίνηση, με μεγαλύτερη ωριμότητα, με λογοτεχνικά περισσότερο και όχι τόσο πολιτικά κριτήρια. Και το επανεκτιμάμε: όχι μονάχα για την απροσχημάτιστη κριτική του στο σοβιετικό σοσιαλιστικό μοντέλο, αλλά για τη σχεδόν κινηματογραφική τεχνική του, τις ποικίλες αποχρώσεις της αφήγησης, τη σκυτάλη της οποίας παίρνουν διαδοχικά διάφορα πρόσωπα, συνθέτοντας μια τοιχογραφία μεγάλης ζωντάνιας και, μελαγχολικά οξυδερκούς, παρατηρητικότητας. Και κυρίως για το ιδιότυπο χιούμορ του -την αξία του οποίου, καθώς ομολογούσε πριν από χρόνια ο Κούντερα στον Φίλιπ Ροθ, διδάχτηκε στη διάρκεια της σταλινικής τρομοκρατίας – σημάδι αναγνώρισης στους δύσκολους καιρούς, σημάδι αντίστασης σε έναν στυφό, σοβαροφανή, φανατικό κόσμο.” (Κατερίνα Σχινά, Ελευθεροτυπία, 5/7/2002)
Ο Συγγραφέας:
O Tσέχος μυθιστοριογράφος, ποιητής και δραματουργός, Μίλαν Κούντερα γεννήθηκε το 1929 στο Brno της Τσεχίας. Σπούδασε φιλοσοφία, μουσική σύνθεση και κινηματογράφο στην Πράγα. Δίδαξε στην Aκαδημία Kινηματογράφου της Πράγας. Mέλος του Προεδρείου της Kεντρικής Eπιτροπής του K.K. Tσεχοσλοβακίας (1963-1967) ήρθε σε σύγκρουση μαζί του και το 1968 τα βιβλία του απαγορεύτηκαν και του αφαιρέθηκε η τσεχοσλοβακική υπηκοότητα. Aπό το 1975 ζει στη Γαλλία όπου το 1984 απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Eυρωπαίους συγγραφείς.