Ο φτωχός, χιλιοταπεινωμένος στις σημερινές συνθήκες «παπάς», που τον έχει λιώσει η μοναξιά και η περιθωριοποίηση, «εξαίφνης» γίνεται οικοδεσπότης επισκοπικής έπαυλης, συχνά διώροφης ή τριώροφης, με κήπο, ανθοκομική ποικιλία, υπηρετικό προσωπικό, ένα ή και «στόλο» αυτοκινήτων, με οδηγό ή οδηγούς, μάγειρα, οικονόμο.
Η επιφυλλίδα επιτρέπεται να αιθεροβατεί – είναι φιλολογικό είδος, δεν πειθαρχεί στις απαιτήσεις επικαιρότητας της ειδησεογραφίας. Στην οργάνωση και στη λειτουργία του ελλαδικού κράτους, ποια δεδομένα δεν είναι ελληνικά, δεν τα γέννησε η σοφία της ανάγκης, η εμπειρική παράδοση του Ελληνισμού;
Αρθρο του Χρήστου Γιανναρά (#)
Είναι πολλά, ας ξεχωρίσουμε τρία: Ο διακοσμητικός ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δηλαδή το συγκεντρωτικό κράτος. Επίσης, η προτεραιότητα δάνειων ιδεολογημάτων (όχι της επιχώριας ανάγκης) στην άσκηση της πολιτικής. Και η αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού κοινωνικού θησαυρίσματος σε «επικρατούσα θρησκεία».
Η θρησκεία συνήθως είναι θεσμοποιημένη αγοραπωλησία: κάποιοι πουλάνε, κάποιοι αγοράζουν. Πωλούνται χρηστικά ωφελιμοθηρικά προτάγματα, αγοράζονται παρηγορητικές ψευδαισθήσεις. Το κράτος κατοχυρώνει τη συναλλαγή, διότι του εξασφαλίζει λιγότερο φόρτο δουλειάς για την αστυνομία και τα δικαστήρια. Αλλοτριώνει θεσμικά σε θρησκεία (σε ατομοκεντρικό νομικισμό και ηθικοπλαστική προπαγάνδα, δηλαδή σε «κήρυγμα») την ανατροπή της θρησκείας, που είναι ο εκκλησιαστικός γιορτασμός της ζωής. Παραβλέπει το κράτος ότι μπροστάρηδες στη Γιορτή της Εκκλησίας είναι ο ληστής, η πόρνη, ο άσωτος. Στη θέση της τολμηρής απελευθερωτικής ανατροπής, το κράτος αντιτάσσει ένστολους υπαλλήλους της δημόσιας τάξης και του καθωσπρεπισμού.
Οι θρησκευτικοί υπάλληλοι του κράτους διαβαθμίζονται – οι υψηλόβαθμοι είναι ογδόντα δύο (82) «μητροπολίτες». Πώς επιλέγονται; Πρέπει να είναι άγαμοι (όχι έμπειροι μοναστικής άσκησης, απλώς απάντρευτοι). Να έχουν και πτυχίο «πανεπιστημιακής» Θεολογικής Σχολής. Με ποια διαδικασία εκλέγονται; Μόνο με παρασκήνιο – η ψηφοφορία είναι μυστική, οι εκλέκτορες δεν αιτιολογούν την ψήφο τους. Πρόκειται για το απόλυτο της αυθαιρεσίας.
Η μετάβαση από τη βαθμίδα του «πρεσβυτέρου» (ιερέα) στη βαθμίδα του μητροπολίτη επισκόπου συνιστά υπαρκτική μετάλλαξη, κυριολεκτική – από σερνάμενη κάμπια σε χρυσοστολισμένη πεταλούδα. Το ασήμαντο, καλογεροφορεμένο «παπαδάκι» μεταμορφώνεται ακαριαία σε πρίγκηπα, γίνεται αφέντης, δεσπότης, μπορεί και τριανταπεντάρης αλλά σεβασμιότατος, όλοι γονατίζουν μπροστά του και τον προσκυνούν.
Συχνά διαχειρίζεται χρήματα πολλά, αλλά τον άνθρωπο τον αλλάζει κυρίως η δύναμη, η εξουσιαστική ισχύς, το ακαταμάχητο κύρος του αξιώματος. Και μαζί, το αιφνίδιο της ριζικής μεταβολής. Ο φτωχός, χιλιοταπεινωμένος στις σημερινές συνθήκες «παπάς», που τον έχει λιώσει η μοναξιά και η περιθωριοποίηση, «εξαίφνης» γίνεται οικοδεσπότης επισκοπικής έπαυλης, συχνά διώροφης ή τριώροφης, με κήπο, ανθοκομική ποικιλία, υπηρετικό προσωπικό, ένα ή και «στόλο» αυτοκινήτων, με οδηγό ή οδηγούς, μάγειρα, οικονόμο.
Αυτή η ονειρώδης «μεταστοιχείωση» κερδίζεται με ένα πτυχίο Θεολογικής, που το παίρνει πια σήμερα ο πάσα ένας. Το μεγαλωμένο συνήθως στην ένδεια, συμπλεγματικό χωριατόπουλο, χωρίς εμπειρία και εθισμούς στην αστική συμπεριφορά, μεταφυτεύεται σε συνθήκες και όρους άρχοντα. Επίσημα δείπνα, συνεχής συγχρωτισμός με τους σκληροπετσωμένους της εξουσίας, αλισβερίσια μυθικών κονδυλίων, περίγυρος αδίστακτων κερδομανών.
Και όταν «λειτουργεί», τα παραισθησιογόνα κορυφώνονται: Ο χθεσινός «Μήτσος», «Κώτσος» ή «Παναγής» ντύνεται ακέραιη τη στολή τού άλλοτε απόλυτου μονάρχη της «οικουμένης»: Σάκο αυτοκρατορικό και μανδύα με «ουρά», μίτρα και σκήπτρο επίσης του «άρχοντος και δεσπότου βασιλέως», με τον διάκονο να του κρατάει την «ουρά». Αυτά όλα, με καταιγιστικούς τους πολυχρονισμούς και άφθονο το θυμίαμα, όχι στον καθεδρικό, της πρωτεύουσας του κράτους ναό, αλλά και στο τελευταίο κουτσοχώρι όπου ιερουργεί «δεσπότης».
Από όλα αυτά τίποτε δεν είναι ανάγκη να αλλάξει στην ιεροτελεστία, αρκεί να λείψει το ψέμα και η αφόρητη αδικία. Είναι πρόκληση και μάλιστα βάναυση, άνθρωποι τόσο ελάχιστων προσόντων ή και κραυγαλέα ανύπαρκτης σοβαρότητας να έχουν μεταβάλει ένα τεράστιας δυναμικής λειτούργημα σε λαχείο, που μεταμορφώνει θλιβερούς σπιθαμιαίους σε υπερευνοημένους μεγιστάνες. Το μυστικό για να μην χαθεί τίποτα και όλα να μεταμορφωθούν, είναι να προταχθεί η δίψα και ανάγκη για ανθρώπινη ποιότητα.
Ανοίξτε την ετήσια έκδοση «Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος», όπου απογράφονται τα βιογραφικά σημειώματα όλων των μητροπολιτών. Είναι ίλιγγος: για τη συντριπτική πλειονότητα, τα προσόντα εξαντλούνται στο πτυχίο της Θεολογικής και σε θητεία ιεροκήρυκα, δηλαδή αμειβόμενου προπαγανδιστή. Με αυτά τα δύο «εφόδια» γίνεσαι από πληβείος άρχοντας πολυζήλευτος. Ακόμα και υπουργό σήμερα δεν σε κάνουν με ένα πτυχίο και κάποια θητεία προπαγανδιστή. Δεσπότη, αν έχεις αποδείξει ότι είσαι (και θα παραμείνεις) πειθήνιος, σε χειροτονούν.
Μέσα από διαβλητές και εξοργιστικά άδικες διαδικασίες εκλογής, το «σώμα» των επισκόπων-μητροπολιτών στο ελλαδικό κρατίδιο έχει να επιδείξει (αλλά δεν το κάνει) και κάποια δείγματα εξαιρετικής ανθρώπινης ποιότητας. Είναι μια μειονότητα πολύτιμη, αλλά μάλλον ανενεργός συνοδικά. Θα ήταν ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς ποιοι παράγοντες ή ποιοι συντελεστές παγιδεύουν αυτή την ποιότητα στην ατολμία. Είναι πρόβλημα που πιστοποιείται σε πολλούς κομβικής λειτουργίας θεσμούς στο παρακμιακό μας Ελλαδέξ.
Ασυγκρίτως οδυνηρότερη από την πλημμυρίδα της ανικανότητας και φαυλότητας, είναι η παραλυτική ατολμία της ποιότητας.
(#) Ο Χρήστος Γιανναράς αρθρογραφεί στην εφημερίδα “Καθημερινή” είναι καθηγητής Πανεπιστημίου , σπούδασε Θεολογία, πολυγραφότατος συγγραφέας και πρόσφατα τιμήθηκε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης με το Οφφίκιο του Άρχοντος Μεγάλου Ρήτορος