Ελένη Αγγιναρασταχάκη για την Αξιώτισσα ” Έτσι συνοψίζεται και αποτυπώνεται η πορεία του Γιάννη, η δική του Οδύσσεια, μέσα από τις νόστιμες ιστορίες του βιβλίου του, που παρεμβάλλονται, εξηγούν, και χρωματίζουν τις υπέροχες συνταγές του, απόσταγμα θα έλεγα αυτής της θητείας του στον κοσμοπολιτισμό και εύφορο αποτέλεσμα του ανοιχτού μυαλού και της καρδιάς του, που μοιράζεται μαζί μας για να μας χαρίσει στιγμές ευδαιμονίας.
Σάββατο απόγευμα και στη Ταβέρνα Αξιώτισσα, το μενού είναι διαφορετικό… Η κουζίνα κλειστή. Ο Γιάννης Βάσιλας, η ψυχή της Κουζίνας, έχει φορέσει τα καλά του και παρουσιάζει το βιβλίο του “Γύρω από τη Μαρμίτα της Αξιώτισσας» που έχει άμεση σχέση με την Ταβέρνα Αξιώτισσα, την ιστορία της, της συνταγές κυρίως όμως με τη φιλοσοφία… Κακά τα ψέματα άλλωστε. Η κουζίνα έχει φιλοσοφία. Και τίποτα δεν γίνεται τυχαίο… Απέναντί του δεκάδες φίλοι για μία ξεχωριστή βιβλιοπαρουσίαση.
Πριν μερικές ημέρες παρουσιάσαμε έστω κι ένα μέρος από την “Κουζινογραφία” της καλής φίλης τόσο του Γιάννη όσο και της Σοφίας, της Βάσω Σειρηνίδου, καθηγήτριας Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σήμερα, θα δώσουμε στην δημοσιότητα μία ακόμη τοποθέτηση… Μίας ακόμη φίλης που έχει γευτεί τις χαρές που έχει προσφέρει ο Γιάννης και η Σοφία και μας αποκαλύπτει παράλληλα το δέσιμο αυτού του ζευγαριού που αναγκάζει εκατοντάδες επισκέπτες της Νάξου και έρθουν έως το Καστράκι για να γίνουν μάρτυρες μίας άλλης φιλοσοφίας όσον αφορά τη κουζίνα…
Μέσα από την σελίδα στα social media “Γύρω από τη Μαρμίτα της Αξιώτισσας” διαβάζουμε το κείμενο που διάβασε η Ελένη Αγγιναρασταχάκη καθώς και το σκαμπρόζικο ποηματάκι της…
“Νόστιμες οι ιστορίες στο βιβλίο του Γιάννη μας, νόστιμες όπως και τα εδέσματα που έχουμε την καλή τύχη ν’ απολαμβάνουμε, εμείς οι εραστές του φαγητού που δεν προορίζεται για να θρέψει μόνο το σώμα. Του φαγητού, καθώς και του κρασιού που «ευφραίνουν καρδίαν ανθρώπου» και επιταχύνουν τους παλμούς της.
Κι έτσι, με σφυγμούς ανεβασμένους, μπορούμε και τι δεν μπορούμε…. Νόστιμα όπως νόστος, νοσταλγία, αλλά και παλιννόστηση, το «νόστιμον ήμαρ» που στα Αγγλικά καθόλου τυχαία, αποδίδεται ως return to one’s native country, δηλαδή επάνοδος στο φυσικό μας χώρο. Μια ευτυχία, τόσο ζωτικής σημασίας για την ίδια την ύπαρξή μας όσο η τροφή, που η στέρησή της, και μάλιστα χωρίς την προσδοκία τουλάχιστον να την αισθανθούμε πάλι, σημαίνει άλγος και μαρασμό.
‘Όμως καθοριστική για τον άνθρωπο ιδιότητα, είναι και η, ως είθισται να λέγεται κοινωνικότητα, δηλαδή η συνύπαρξη με τους ομοίους του και- αν δεν περιχαρακώνεται γύρω από τον εαυτό του, δεν ασχολείται μόνο με τα του οίκου του, τουτέστιν δεν ιδιωτεύει (εξ ου και idiot, δηλαδή ηλίθιος, διότι οι λέξεις ταξιδεύουν φέροντας και διηγούμενες ιστορία)-μέσω αυτής (της συνύπαρξης), ο πολιτισμός, δηλαδή η συμμετοχή του προσώπου που δρα μέσα σε μια κοινότητα μια «πόλη», επηρεάζει κι επηρεάζεται, αφομοιώνει κι αφομοιώνεται και παράγει αποτέλεσμα ανάλογο της ευθύνης και της στάσης του απέναντι στα κοινά και στις διάφορες εκφάνσεις τους, που πάντα επιστρέφει στον ίδιο σαν καταδίκη αν είναι κακόβουλος, αλλά και σαν δικαίωση αν στοχεύει τα άριστα, όπως στην περίπτωση του Γιάννη και της συντρόφισσάς του Σοφίας, που με τα έργα και ημέρες τους, με την αγάπη, την αλληλεγγύη και το σεβασμό και προς τους συνεργάτες τους και προς εμάς τους φίλους τους, ανεβάζουν την έννοια της συντροφικότητας που κι αυτή παράγεται από το τρέφομαι, τρέφομαι μαζί, σε επίπεδα υψηλά.
Κι ακόμα παραπέρα ο κοσμοπολιτισμός, γιατί «πολλών δ’ ανθρώπων είδεν άστεα και νόον έγνω», ούτως ώστε, αν ο άνθρωπος είναι ανοιχτός στο νου και την καρδιά, συλλέγοντας και κομίζοντας όσο μπορεί «πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά», να τα χαρίσει στην Ιθάκη του και να τα μοιραστεί με τους ανθρώπους που συγκοινωνεί.
Έτσι συνοψίζεται και αποτυπώνεται η πορεία του Γιάννη, η δική του Οδύσσεια, μέσα από τις νόστιμες ιστορίες του βιβλίου του, που παρεμβάλλονται, εξηγούν, και χρωματίζουν τις υπέροχες συνταγές του, απόσταγμα θα έλεγα αυτής της θητείας του στον κοσμοπολιτισμό και εύφορο αποτέλεσμα του ανοιχτού μυαλού και της καρδιάς του, που μοιράζεται μαζί μας για να μας χαρίσει στιγμές ευδαιμονίας.
Κι εμείς, ανταποδίδουμε με την αγάπη μας. Γι αυτόν και για τη σύντροφό του στη ζωή και τα καλά έργα, τη Σοφία. Ο Λουϊ Αραγκόν, αφιερώνοντας στη δική του σύντροφο και μούσα το έργο «Οι καμπάνες της Βασιλείας», λέει: «Στην ‘Ελσα Τριολέ, που χωρίς αυτήν θα ‘χα σωπάσει».
Ας βυθιστούμε λοιπόν στην ανάγνωση τούτου του συμπιλήματος στέρεας και εφαρμοσμένης γνώσης που απλόχερα μας χαρίζει ο συγγραφέας, ας ταξιδέψουμε μαζί του στους δρόμους και στα πελάγη που διέσχισε, στις κουζίνες που δημιούργησε και ας γίνουμε κοινωνοί, της ατέρμονης, της ερωτικής αναζήτησής του για την ποιότητα, την ομορφιά και εν τέλει το «ευ ζειν». Και κλείνω με ένα στιχούργημα. Δεν φιλοδοξώ να δρέψω δάφνες ποιήτριας, δεν θέλω να δρέπω δάφνες γενικά, μόνο για καρύκευμα στα φαγητά έτσι; Αλλά σκαρώνω που και που όταν έχω έμπνευση και κυρίως όταν θέλω να μοιραστώ ένα γέλιο.
Όπως τώρα με όλους εσάς εδώ: Αφιερωμένο εξαιρετικά, στο Γιάννη και στη μούσα του:
Παιδιά υπέροχα ήσασταν κι εγώ λεπτή φιγούρα.
Μας πώς τα μαγειρέψατε κι ανοίξατε ταβέρνα.
Κι εγώ που συγκρατιόμουνα,
μα μ’ έτρωγε η λιγούρα,
φαΐ καλό μυρίστηκα κι είπα του Γιώργου*, κέρνα..
Έτσι οι κλαγγές των πιρουνιών, στα πιάτα τα δικά σας,
παιάνας μας ακούγονται που υμνούν τα φαγητά σας.
Το τωρινό σουλούπι μου, το βλέπω με καμάρι,
γιατί είμαι μια χαρούμενη και γελαστή χοντρούλα,
που στην Αξιώτισσα ενδημεί κι έχει περίσσια χάρη.
Τύφλα οι συλφίδες να χουνε μπροστά στην αφρατούλα.
Μα αν ήθελα λιγνό κορμί και στυλ κι αναλογίες,
τουλάχιστον το..σκόπευα μεσ’ την ανάπαυλά σας,
στενές με τη μαγειρική δεν έχω δα φιλίες
και δεν πολυβλεπόμαστε σαν είμαι μακριά σας.
Τώρα με το βιβλίο αυτό, τι πειρασμός αλήθεια.
Όλο να το φυλλομετρώ και να ξεχνώ την …κούρα.
Κι όλο να λέω οι δίαιτες πως είναι παραμύθια,
και πως πραγματικότητα, είναι αυτή η λιγούρα…”
*Ο Γιώργος είναι ο άντρας της