Τον χειμώνα τα βήματα στα καλντερίμια των νησιών αραιώνουν. Οι επισκέπτες έχουν μπει από καιρό στα πλοία της επιστροφής. Και ο κόσμος που παραμένει κλείνεται πίσω από τις πόρτες που βροντούν από τα ανεβασμένα μποφόρ. Βέβαια, η κακοκαιρία δεν είναι καθημερινή. Η ζωή των ανθρώπων δεν ακροβατεί πάνω σε ένα τρεμάμενο σκοινί μπουγάδας με πλυμένα ρούχα που γίνονται πανιά. Οι λόγοι, όμως, για να κυκλοφορήσεις είναι λιγότεροι.
Τέσσερις ώρες το πρωί και τέσσερις το απόγευμα η Μοσχούλα Παρασκευοπούλου περιμένει εκείνους τους εκλεκτούς περαστικούς που θα βγάλει η μοναχική καθημερινότητα της Αμοργού στην πόρτα του βιβλιοπωλείου της στα Κατάπολα. Του μοναδικού στο νησί των Κυκλάδων, το οποίο έριξε άγκυρα το 1996, στον πυθμένα μιας πραγματικότητας ανυποψίαστης για την τεχνολογική εξέλιξη που θα επακολουθούσε. Διότι σήμερα είναι πια εφικτό ο κόσμος να ψωνίζει τα βιβλία του χωρίς πρώτα να τα αγγίζει. Κι αν τα προηγούμενα χρόνια συνιστούσε απλώς μια δυνατότητα, το πέρας της πανδημίας άφησε πίσω το κουσούρι να γεμίζουν με μεγαλύτερη συχνότητα τα ψηφιακά καρότσια.
Για τη Μοσχούλα ήταν οδυνηρή η διαπίστωση ότι πολιτιστικός σύλλογος από το νησί επέλεξε να προμηθευτεί μαζικά βιβλία από σάιτ και όχι από τα ράφια της. Απογοητεύτηκε τόσο, που προχώρησε σε ανάρτηση με την οποία εξέφραζε το παράπονό της από τη σελίδα του βιβλιοπωλείου. Το μήνυμα έφτασε στις οθόνες ανθρώπων που μπορούσαν να συμπαρασταθούν μόνο με μια κουβέντα, γιατί τους χωρίζουν μήνες μέχρι το επόμενο καλοκαίρι και κάμποσες ώρες με το καράβι. Αλλά και σ’ εκείνους που ζουν πέντε λεπτά μακριά απ’ το μαγαζί, οπότε μπορούν να το στηρίξουν έμπρακτα την επόμενη φορά που θα βγουν πάλι έξω. «Η λύπη είναι βαθιά όχι γιατί έχασα την πώληση, αλλά γιατί δεν υπάρχει καν στο μυαλό τους να βοηθήσουν τους ανθρώπους που νοιάζονται αυτόν τον τόπο» εξηγούσε για τις προθέσεις του κειμένου της η Μοσχούλα.
Η σημασία της επαφής
Κατά τη διάρκεια της τηλεφωνικής μας συζήτησης η Μοσχούλα ξεφυλλίζει το λεύκωμα της ζωής της, ξεκινώντας από τα χρόνια που έμενε σ’ ένα διαμέρισμα στον Άγιο Δημήτριο Αττικής. Στα 16 της είχε αποφασίσει ήδη ότι ήθελε να φύγει από την πόλη. Το 2005, σε ηλικία 20 χρόνων, μετεγκαταστάθηκε στο νησί, από το οποίο κατάγεται η μητέρα της. Πρώτα δούλεψε σε καφετέρια. Και το 2007 πήγε δοκιμαστικά να εργαστεί στο βιβλιοπωλείο. «Αυτή η εβδομάδα μέσα στα βιβλία ήταν η πιο ωραία που είχα ζήσει». Με τον άνθρωπο που το είχε ταίριαξαν. Είχε έρθει κι εκείνος από την Αθήνα, έχοντας την έδρα του αρχικά στα Εξάρχεια. Μετά τον θάνατό του το 2017 οι κόρες του πρότειναν στη Μοσχούλα να πάρει εκείνη το βιβλιοπωλείο και να κρατήσει ζωντανό το όραμα που υπήρχε.
Μέσα στα χρόνια καταγράφονται στιγμές που δείχνουν τη σημασία να υπάρχει πίσω από το βιβλίο ο άνθρωπος που το δίνει. «Έχει τύχει να μπει κάποιος, να κλάψει μες στο μαγαζί και να τον πάρω αγκαλιά. Ακόμη κι αυτή η αγκαλιά για εμάς είναι σημαντική. Γιατί είναι η επαφή που έχουμε με τον κόσμο». «Μία άλλη φορά ήρθε μητέρα που μου ’πε ότι η κόρη της ήταν πολύ στεναχωρημένη γιατί τσακώθηκε με τις φίλες της. Της έδωσα ένα βιβλίο και της είπα ότι θα πάνε όλα καλά. Μία εβδομάδα αργότερα επέστρεψε και μ’ ευχαρίστησε, γιατί το κορίτσι διάβασε το βιβλίο, πήρε το μήνυμα που έπρεπε να πάρει και χαμογέλασε. Ήταν το “Ίσως” (Yamada Kobi). Ένα παιδικό βιβλίο που μιλάει για το τι είμαστε και τι μπορούμε να κάνουμε».
Ο Παδούρα δίπλα στον Μάρκαρη
Το βιβλιοπωλείο της Αμοργού στα Κατάπολα, στο λιμάνι απ’ το οποίο δεν φεύγουν για να επιστρέψουν κάπου αλλού μόλις 2.000 άνθρωποι, δεν μπορεί να είναι το βιβλιοπωλείο που συναντάς σ’ ένα εμπορικό κέντρο. Η συμφωνία του με τους εκδοτικούς οίκους είναι να φέρνει τα βιβλία τους τον Μάιο και τα περισσότερα απ’ όσα δεν πούλησε να τα επιστρέφει τον χειμώνα. Έχει καταφέρει, όμως, να είναι την ίδια στιγμή ο λόγος που «ένα παιδί 3 ετών τραβάει τη γιαγιά του απ’ το μανίκι για να μπουν μέσα». Ένα σημείο όπου καταρρέουν τα ταμπού, καθιστώντας οικείο το ασυνήθιστο. «Την περίοδο που γέννησα πήγα κατευθείαν για δουλειά μαζί με το μωρό. Είχε κάνει τρομερή εντύπωση στους πελάτες που έβλεπαν ένα νεογέννητο μέσα. Θήλαζα και εξυπηρετούσα πελάτη».
Είναι όμως και ο χώρος όπου υπάρχει ο χρόνος «για να σε γνωρίσουμε, να σε μάθουμε και να καταλάβουμε το βιβλίο που χρειάζεσαι». Σ’ ένα μόνο ράφι συναντάς δίπλα-δίπλα τον Πέτρο Μάρκαρη, τη Μάρω Δούκα και τον Λεονάρδο Παδούρα. Καταμεσής ενός πελάγους βλέπεις τυπωμένες στο χαρτί τις ίδιες πολύτιμες λέξεις.
Κείμενο στην εφημερίδα “Αυγή”