Οι Κυκλάδες (χάρη κυρίως σε Σαντορίνη και Μύκονο) έχουν το πάνω χέρι στον τουρισμό, αφού συνδυάζουν καλή σχέση ποιότητας – τιμής, εξασφαλίζουν το τοπ της εξυπηρέτησης και δεν υστερούν σε φαγητό και ποτό
Φέτος, η Ελλάδα δείχνει να έχει το πάνω χέρι όσον αφορά τον τουρισμό σε όλη την Ευρώπη… Και το πιο εντυπωσιακό; Μύκονος και Σαντορίνη έχουν απόλυτα ικανοποιημένους επισκέπτες και μάλιστα σε σχέση με άλλους ανταγωνιστικούς προορισμούς υψηλής δαπάνης όπως το Σαν Τροπέ (Γαλλία), η Σαρδηνία (Ιταλία) και η Ιμπιθα (Ισπανία). Για τους δύο δημοφιλέστερους και πιο ακριβούς ελληνικούς προορισμούς, τη Μύκονο και τη Σαντορίνη, οι Γενικοί Δείκτες Ικανοποίησης τουριστών αντιστοιχούν στο 87,6% και 87,8% αντίστοιχα, όταν στο Σαιν Τροπέ το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 83,1%, στην Ίμπιθα στο 80,4% και στη Σαρδηνία στο 82,5%. Στους τομείς της τοποθεσίας και της εξυπηρέτησης τα ποσοστά ικανοποίησης ξεπερνούν και στους δύο ελληνικούς προορισμούς το 90%, ενώ χαμηλότερα στο 86,1% για τη Σαντορίνη και στο 84,2% για τη Μύκονο είναι τα ποσοστά για τη σχέση ποιότητας- τιμής.
Και δεν σταματάμε εκεί… Οι Κυκλάδες αναδεικνύονται πρωταθλήτριες για τη χώρα μας ως προς την ικανοποίηση των τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα, ενώ επιτυγχάνουν μεγαλύτερα ποσοστά και από τους βασικούς ανταγωνιστικούς προορισμούς, όπως η Κύπρος, η Μαγιόρκα, η Μαρμπέγια, το Μπόντρουμ και το Ρίμινι. Αυτά είναι τα θετικά συμπεράσματα για τον ελληνικό τουρισμό, που κερδίζει συνεχώς έδαφος, όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων της ReviewPro και του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων μέσω του SETE Intelligence, για το επτάμηνο Ιανουαρίου- Ιουλίου 2014. Ωστόσο, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2013 η Ελλάδα έχει ελαφρώς χαμηλότερες επιδόσεις ως προς το Γενικό Δείκτη Ικανοποίησης των τουριστών και τη σχέση ποιότητας τιμής (σε αντίθεσή με τους δείκτες ικανοποίησης για την τοποθεσία, την εξυπηρέτηση και το φαγητό, όπου οι επιδόσεις είναι καλύτερες το εφετινό επτάμηνο), με τον ίδιο τον ΣΕΤΕ να εφιστά ιδιαίτερη προσοχή στην τιμολογιακή πολιτική για το 2015, αλλά και τη συνολική βελτίωση υποδομών και υπηρεσιών. Σημειώνεται εδώ ότι οι δείκτες ικανοποίησης προκύπτουν από την επεξεργασία 82.900 ηλεκτρονικών σχολίων πραγματικών επισκεπτών που κατέλυσαν σε σταθμισμένο δείγμα 1.060 ξενοδοχείων της χώρας και συγκρίνονται με τους αντίστοιχους άλλων ανταγωνιστικών προορισμών.
Συνολικά για την Ελλάδα, ο Γενικός Δείκτης Ικανοποίησης είναι στο 84,1%, ενώ υψηλότερα για τη χώρα μας είναι τα ποσοστά ικανοποίησης για την τοποθεσία (86,6%) και την εξυπηρέτηση (86,9%), ενώ για την κατηγορία φαγητό- ποτό το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 83,9%. Ανά κατηγορία ξενοδοχείων, το υψηλότερο ποσοστό ικανοποίησης των τουριστών στην Ελλάδα παρουσιάζουν τα 5άστερα, όπου ο Γενικός Δείκτης Ικανοποίησης, φθάνει το 86,6%, πέφτει στο 82,9% ως προς τη σχέση ποιότητας- τιμής, αυξάνεται στο 88,7% για την εξυπηρέτηση και στο 87,6% για το φαγητό. Πρωταθλήτριες σε κάθε δείκτη βγαίνουν οι Κυκλάδες, πλην της τοποθεσίας στην οποία κόβει το νήμα η Ήπειρος, με το εντυπωσιακό ποσοστό 93,1%! Ίσως διότι πολλοί μέχρι σήμερα αγνοούσαν, εκτός από τις ορεινές, τις παραθαλάσσιες περιοχές της Θεσπρωτίας και Πρέβεζας. Σύβοτα – Πέρδικα – Αμμουδιά – Λούτσα έγιναν τα τελευταία χρόνια προορισμός, ιδίως μετά το άνοιγμα της Εγνατίας οδού.
Οι καλύτερες υπηρεσίες, βάσει των σχολίων των τουριστών, παρέχονται στις Κυκλάδες, σε ποσοστό 90,9%, που μαζί με τα νησιά του νοτίου Αιγαίου αποτελούν την πρώτη περιφέρεια σε τουριστική κίνηση. Κυκλάδες και Θεσσαλία ισοβαθμούν στο θέμα της τοποθεσίας με 90,9% αφού φαίνεται ότι δεν κεντρίζουν το ενδιαφέρον μόνο η Καλντέρα ή η αιγαιοπελαγίτικη αρχιτεκτονική αλλά και οι βράχοι των Μετεώρων. Δείκτες άνω του 80% θεωρούνται ικανοποιητικοί διεθνώς, υποδηλώνοντας θετική εμπειρία. Παρ’ ότι οι δείκτες θεωρούνται εξαιρετικοί μεταξύ περιφερειών οι πιο χαμηλοί είναι οι εξής: στη Θράκη στη σχέση ποιότητας – τιμής με 77,8%, στη Στερεά σε ό,τι αφορά στην τοποθεσία με 82,8% ενώ το θέμα του φαγητού – ποτού καίει από άποψη τιμής στο Βόρειο Αιγαίο με 76,5% και κατεβάζει γενικότερα το δείκτη. Γι’ αυτό κι ο ΣΕΤΕ συνέστησε προσοχή κι αυτοσυγκράτηση στην άνοδο των τιμών.