Σε μια ιδιόμορφη ισορροπία ανάμεσα στη ραγδαία τουριστική ανάπτυξη και την ανάγκη διατήρησης της αυθεντικής κυκλαδίτικης ταυτότητας κινείται πλέον η Πάρος. Το φετινό Πάσχα ήταν μάλλον άνευρο από πλευράς επισκεψιμότητας, όμως ο χάρτης των επενδύσεων και των ξενοδοχειακών deals δείχνει ότι το καλοκαίρι προμηνύεται θερμό – όχι μόνο λόγω καιρού.
Το ενδιαφέρον για την Πάρο (και την Αντίπαρο) έχει εκτιναχθεί τα τελευταία χρόνια. Επενδυτές από τις ΗΠΑ, το Ισραήλ, τον Λίβανο και τον Αραβικό κόσμο διεκδικούν τα “φιλέτα” του νησιού, αναζητώντας ακίνητα για πολυτελή resorts, digital nomad hubs και εξειδικευμένες εμπειρίες διαμονής. Ενδεικτικό είναι το ενδιαφέρον που έχει εκφραστεί για πολυτελές συγκρότημα στη Σάντα Μαρία – ένα ακίνητο-διαμάντι που μπορεί να αλλάξει χέρια για ποσά κοντά στα 30 εκατ. ευρώ.
Από το Φιλίζι και τις Κολυμπήθρες μέχρι τη Νάουσα, οι επενδύσεις τρέχουν… με άλλες να σκοντάφτουν. Παράδειγμα αποτελεί η προσπάθεια ανάπτυξης resort στο ΒΔ άγονο τμήμα του νησιού από την ΕΚΤΕΡ Α.Ε., η οποία έχει μεν πάρει την έγκριση του ΚΑΣ, αλλά παραμένει σε αναμονή – κυρίως λόγω των αντιδράσεων για την περιβαλλοντική επιβάρυνση και την εγγύτητα στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων της Νάουσας.
Το νέο Summer Senses Luxury Resort, μέλος των Small Luxury Hotels of the World, προστέθηκε πρόσφατα στον πολυτελή χάρτη της Πάρου, ενώ το Avant Mar στη Νάουσα αποτελεί ήδη σημείο αναφοράς για ταξιδιώτες υψηλού εισοδήματος.
Παράλληλα, η Radisson Hotel Group επεκτείνει το αποτύπωμά της με την απόκτηση του πρώην Selina στην Πούντα.
Και ενώ η πολυτέλεια φαίνεται να γίνεται κανόνας, η τοπική κοινωνία παρακολουθεί με προβληματισμό. Οι ανησυχίες για αλλοίωση του φυσικού τοπίου, απώλεια χαρακτήρα και περιβαλλοντική πίεση είναι πλέον φανερές.
Ο φόβος είναι πως η “χρυσή επενδυτική ευκαιρία” μπορεί να εξελιχθεί σε μπούμερανγκ, αν δεν συνδυαστεί με σχεδιασμό, σεβασμό στο τοπίο και ουσιαστικό διάλογο με την κοινωνία.
Το ζητούμενο πλέον είναι ξεκάθαρο: μπορεί η Πάρος να φιλοξενήσει τον υψηλής ποιότητας τουρισμό χωρίς να χάσει την ψυχή της; Ο χρόνος – και η ευθύνη των τοπικών και εθνικών αρχών – θα δώσουν την απάντηση.