Καθώς πλησιάζει η καλοκαιρινή σεζόν και τα κρουαζιερόπλοια έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν μαζικά την εμφάνισή τους στα ελληνικά νερά, πληθαίνουν οι φωνές των ειδικών που μιλούν για δυσανάλογα υψηλές αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, στις υποδομές και στους προορισμούς σε σχέση με τα έσοδα που αφήνουν.
Η κρουαζιέρα εξακολουθεί να κατατάσσεται από μια μεγάλη μερίδα των ειδικών μεταξύ των τουριστικών δραστηριοτήτων με το χειρότερο προφίλ βιωσιμότητας. Την ώρα που η μέση δαπάνη ανά ξένο επισκέπτη στη χώρα κινείται πλέον πάνω από τα 700 ευρώ, στην κρουαζιέρα παραμένει στα επίπεδα των 200 ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος που δείχνουν για το 2022 έσοδα της τάξης του ενός δισεκατομμυρίου από 4.381.876 επιβάτες, με βάση τα στοιχεία αφίξεων κρουαζιέρας της Ενωσης Λιμένων Ελλάδος (ΕΛΙΜΕ).
Ακόμα όμως κι αν τα έσοδα από την κρουαζιέρα (τα οποία σημειωτέον υπολείπονται σημαντικά στην Ελλάδα σε σχέση με αυτά που αποκομίζουν άλλες μεσογειακές χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία, σύμφωνα με μελέτη της διαΝΕΟσις) ήταν υψηλότερα από αυτά των τυπικών ταξιδιωτών, τα προβλήματα που προκαλούν τα κρουαζιερόπλοια και η μαζική αποβίβαση χιλιάδων επισκεπτών σε προορισμούς με χαμηλή φέρουσα ικανότητα δεν νομιμοποιούν την ανεξέλεγκτη διατήρηση της δραστηριότητας αυτής.
Οι δυσμενείς επιπτώσεις της κρουαζιέρας πρέπει να περιοριστούν ώστε να μην προκαλέσουν σημαντικές πιέσεις στις τοπικές κοινωνίες, επισημαίνουν οι ειδικοί. «Η κρουαζιέρα και ιδίως οι επιβάτες κρουαζιέρας ασκούν πιέσεις στα κοινωφελή δίκτυα και συστήματα υπηρεσιών ενός προορισμού», αναφέρει η μελέτη της διαΝΕΟσις.
Ενδεικτικά, η αύξηση της δραστηριότητας της κρουαζιέρας προκαλεί την επιβάρυνση των μεταφορικών δικτύων και των μέσων μεταφοράς με την αύξηση των απορριμμάτων. Οι επιπτώσεις είναι σημαντικές ιδίως όταν ο αριθμός των επιβατών που αποβιβάζονται ταυτόχρονα σε έναν προορισμό είναι πολύ μεγάλος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Ελλάδα είναι η Σαντορίνη, όπου σε ημέρες υψηλής κίνησης, με ταυτόχρονες προσεγγίσεις κρουαζιερόπλοιων, περίπου 10.000 επιβάτες κρουαζιέρας αποβιβάζονται στο νησί, αριθμός που ισοδυναμεί με το 75% του μόνιμου πληθυσμού, ενώ την ίδια στιγμή επιπτώσεις υπάρχουν και για τους τουρίστες που βρίσκονται στο νησί. Τουρίστες οι οποίοι καταβάλλουν πολλαπλάσια χρήματα για τη διαμονή τους και την ψυχαγωγία τους και ωστόσο υπομένουν τον συνωστισμό και την όχληση που δημιουργούν οι μαζικές ημερήσιες εκδρομές των επιβατών από τα κρουαζιερόπλοια.
Τίθεται δηλαδή θέμα κανιβαλισμού του ίδιου του τουριστικού προϊόντος. Εξάλλου ακόμα και μετά τις προσπάθειες για περιορισμό του ημερήσιου αριθμού επιβατών που αποβιβάζουν τα πλοία αυτά στη Σαντορίνη, μια ματιά στον φετινό προγραμματισμό δείχνει πως για παράδειγμα στις 5 Ιουλίου αναμένονται περισσότεροι από 9.000 επιβάτες όπως κι άλλες μέρες αυτού του μήνα και ακόμα περισσότεροι τον Αύγουστο.
Στις αρχές του 2019, ένα χρόνο πριν προκύψει η πανδημία που έθεσε πρόσκαιρο φρένο στην αλματώδη ανάπτυξη της κρουαζιέρας στη Μεσόγειο, έκθεση της Επιτροπής Μεταφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (TRAN Committee) τοποθετούσε τη Σαντορίνη αλλά και άλλους ελληνικούς προορισμούς στη λίστα με τις περιοχές υψηλού κινδύνου από τον υπερτουρισμό, κάνοντας λόγο για αλλοίωση του χαρακτήρα και του κοινωνικού ιστού από την ανεξέλεγκτη καθημερινή ροή δεκάδων χιλιάδων τουριστών.
Στη μελέτη του τμήματος Πολιτικής για τη Διαρθρωτική Πολιτική και την Πολιτική Συνοχής της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικών Πολιτικών που ζήτησε η TRAN Committee του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αναφέρεται επίσης πως στην Ελλάδα εκτός από τη Σαντορίνη, Ιόνιο και Πελοπόννησος είναι μεταξύ των 15 ευρωπαϊκών περιφερειών «με υψηλό κίνδυνο» από τον υπερτουρισμό.
Τα προβλήματα όμως δεν σταματούν εδώ: επιπτώσεις δεν υπάρχουν μόνο από τον μεγάλο αριθμό επιβατών αλλά και από τα ίδια τα κρουαζιερόπλοια. Και αφορούν κυρίως θέματα ρύπανσης. «Το κρουαζιερόπλοιο καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του σε ένα λιμάνι λειτουργεί τις ηλεκτρογεννήτριές του προκειμένου να έχει επάρκεια ηλεκτρικής ενέργειας για να λειτουργούν οι διάφοροι χώροι του και να εξυπηρετούνται οι επιβάτες του. Η λειτουργία των ηλεκτρομηχανών δημιουργεί ατμοσφαιρική ρύπανση στην περιοχή πέριξ του λιμένα», προειδοποιούσε ήδη πριν από την πανδημία σε ειδική μελέτη της η διαΝΕΟσις.
Σε αυτά τα ζητήματα πρέπει να προστεθούν και θέματα όπως η διαχείριση των υγρών και στερεών αποβλήτων, η αποδέσμευση θείου (που συλλέγεται από ορισμένα πλοία τα οποία είναι εφοδιασμένα με πλυντηρίδες – scrubbers) στη θάλασσα και, ασφαλώς, η εν γένει επιβάρυνση του οδικού δικτύου των προορισμών από τα εκατοντάδες λεωφορεία που καλούνται να μεταφέρουν τους επιβάτες από τα σημεία αφίξεών τους. Για πολλούς το ισοζύγιο των οικονομικών ωφελειών με τις οικονομικές επιπτώσεις είναι ελλειμματικό.
Μια πρόσθετη πολύ σημαντική επίπτωση των κρουαζιερόπλοιων έχει να κάνει με την «αισθητική αλλοίωση του τοπίου του προορισμού», ιδίως σε περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Ενδεικτικό στην περίπτωση αυτή είναι το παράδειγμα της Βενετίας, όπου ένας από τους λόγους απαγόρευσης μεγάλων κρουαζιερόπλοιων στον κεντρικό λιμένα της πόλης ήταν η αλλοίωση του χαρακτήρα και του τοπίου της.
Ολα τα παραπάνω προβλήματα έχουν ασφαλώς εντοπιστεί και σε άλλες χώρες και πόλεις που επιβαρύνονται από την κρουαζιέρα όπως η Βαρκελώνη, το Ντουμπρόβνικ, τα Κανάρια Νησιά κ.ά. Σε αντίθεση με την Ελλάδα όμως, όπου πανηγυρίζεται η μεγάλη αύξηση των πλοίων κρουαζιέρας που έχουν προγραμματίσει να έρθουν φέτος στο Αιγαίο και στο Ιόνιο και τα λιγοστά –αν όχι καθόλου– μέτρα ελέγχου των ροών αυτών, οι προαναφερθείσες περιοχές έχουν λάβει αυστηρά μέτρα ελέγχου του αριθμού των επιβατών κρουαζιέρας αλλά και του αριθμού των πλοίων που τις προσεγγίζουν και επιπλέον έχουν επιβάλει και σημαντικά ανταποδοτικά τέλη που εισπράττονται προς όφελος των προορισμών.
Με πληροφορίες από την εφημερίδα “Καθημερινή”