Κατά τη γνώμη του η Ερμούπολη είναι η ωραιότερη ελληνική πόλη. «Γιατί η ομορφιά της είναι συγκεντρωμένη και όχι διάσπαρτη, μια ατόφια νεοκλασική πόλη του 19ου αιώνα, παρά τις φθορές που έχει υποστεί. Τα πολλά ερειπωμένα εργοστάσια δείχνουν τη βιομηχανική της ανάπτυξη, το επιβλητικό δημαρχείο της που σχεδίασε ο Τσίλλερ μαρτυρά τον πλούτο και την τάση για διάκριση των αστών που τη διοικούσαν, ενώ στο ιταλικής μορφής θέατρό της παρήλασαν ξένοι κυρίως αλλά και ελληνικοί θίασοι».
Πρόκειται για καρπό μελέτης χρόνων, που ξεκίνησε από προσωπικό ενδιαφέρον –από την Ερμούπολη κατάγεται η σύζυγός του, κι εκείνη τού γνώρισε την πόλη το 1972– και στην πορεία συνδέθηκε στενά με τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα. Με τα μέλη της ΕΜΝΕ που μόλις είχε ιδρυθεί, και «με την ορμή της νεότητας» –όπως σχολιάζει ο ίδιος– αποφάσισαν να ταξινομήσουν το δημοτικό αρχείο της πόλης, το οποίο μόλις είχε ανασυρθεί από την αφάνεια. «Ο πλούτος του σε πληροφορίες για όλες σχεδόν τις πλευρές της ζωής των κατοίκων ήταν ένα πρώτο κίνητρο, ασαφές στην αρχή, για να ασχοληθώ με την ιστορία της Ερμούπολης. Το κίνητρο αυτό ενισχύθηκε περισσότερο όταν βρέθηκα στο Παρίσι μεταξύ 1982-1985 και είδα την πρόοδο που είχε ήδη συντελεστεί στον τομέα της ιστορίας των πόλεων στη Γαλλία αλλά και σε άλλες χώρες», μας εξηγεί.
Στο «Αντί προλόγου» κείμενό του ο κ. Λούκος γράφει για «τη γοητεία που είχε η δημιουργία μιας πόλης εκ του μηδενός μέσα στο καμίνι της Ελληνικής Επανάστασης». Η Ερμούπολη, λοιπόν, είναι δημιούργημα του 1821. «Η ίδρυσή της δείχνει συγχρόνως το δράμα των προσφύγων που κατέφυγαν στη Σύρο και τον δυναμισμό τους, χάρη στον οποίο μέσα σε λίγα χρόνια κατέστησαν την πόλη τους σπουδαίο διαμετακομιστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής για το εμπόριο μεταξύ Δύσης και Ανατολής», εξηγεί ο ιστορικός.
Ομως, από τη δεκαετία του 1870 ξεκίνησε η παρακμή και φάνηκαν εντονότερα οι κοινωνικές αντιθέσεις. Η απεργία χιλιάδων εργατών το 1879 στα ναυπηγεία και τα βυρσοδεψεία ήταν η πρώτη που οργανώθηκε στο ελληνικό κράτος. Πώς αντέδρασαν ο πληθυσμός της πόλης στις νέες συνθήκες που άλλαζαν τη ζωή τους;
«Οσον αφορά το μέλλον της πόλης, ξεχωρίζει η πρωτοβουλία μερικών κεφαλαιούχων να στρέψουν την οικονομία της Ερμούπολης προς τη βαμβακοβιομηχανία. Στα εργοστάσια που δημιουργήθηκαν από τα τέλη του 19ου αιώνα απορροφήθηκε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που βρέθηκε σε ανεργία ή υποαπασχόληση. Ετσι αποφεύχθηκε η κάθετη παρακμή και η πόλη κράτησε μια δευτερεύουσα αλλά σημαντική θέση στη χώρα», απαντά ο κ. Λούκος. Με το πέρασμα στον εικοστό αιώνα προέκυψαν νέες εργασιακές σχέσεις με την εργατική τάξη να έχει πλέον συνείδηση του κοινωνικού της ρόλου.
Η Ερμούπολη δεν απέφυγε τις πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις του Διχασμού και της πολιτειακής ρευστότητας του Μεσοπολέμου. Οι ταξικές ανισότητες οξύνθηκαν, η φτώχεια και οι συνέπειές της –ιδιαίτερα στην κρίση του 1930– ήταν σοβαρές. Ωστόσο η άφιξη και εγκατάσταση μερικών χιλιάδων Μικρασιατών προσφύγων τόνωσε δημογραφικά την πόλη και παρά τις αρχικές δυσκολίες προσαρμογής, έδωσε άλλες μορφές κοινωνικότητας και ποιότητα ζωής.
«Μια σημαντική παράμετρος αυτής της περιόδου αποτελεί η γενναιότερη εμπλοκή των Καθολικών κατοίκων του νησιού στα δρώμενα της πόλης», υπογραμμίζει ο ιστορικός. «Απομονωμένοι στον λόφο της Aνω Σύρου, μετά την ίδρυση και ανάπτυξη της Ερμούπολης, προσπάθησαν να διαφυλάξουν την ιδιαιτερότητά τους από τον κίνδυνο να αφομοιωθούν από μια γείτονα που έσφυζε από δυναμισμό.
Από τις αρχές όμως του 20ού αιώνα και όταν η ενασχόληση με τη γεωργική παραγωγή στο υπόλοιπο νησί, που σε μεγάλο βαθμό ανήκε σε αυτούς, είχε φθάσει στα όριά της, κυρίως γυναίκες και κορίτσια άρχισαν να εργάζονται στα κλωστοϋφαντουργεία της Ερμούπολης, ενώ πλήθυνε η μόνιμη εγκατάσταση Καθολικών κατοίκων στην πόλη και η προσπάθειά τους να είναι ισότιμοι πολίτες με τους Ερμουπολίτες σε όλα τα επίπεδα».
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής η πόλη έχασε το ένα τέταρτο των κατοίκων της από πείνα, είχε δηλαδή αναλογικά περισσότερα θύματα από όσα η Αθήνα. Τα δύσκολα χρόνια μετά τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο σημάδεψαν και τη Σύρο. Η προσπάθεια να ξαναπιαστεί το νήμα μιας ομαλής ζωής ήταν πολύ δύσκολη. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1940 έκλεισαν και τα τελευταία εργοστάσια. Για πολλούς η μόνη λύση ήταν η μετανάστευση προς την Αθήνα και τον Πειραιά.