Τον σχεδιασμό ενός δικτύου θαλασσίων καταφυγίων στο Αιγαίο και συγκεκριμένα στις Κυκλάδες, ερευνά το Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας του Πανεπιστημίου Αιγαίου – Πότε ξεκίνησε η έρευνα, ποια νησιά έχουν ήδη εξεταστεί και ποια έχουν σειρά
Τον σχεδιασμό ενός δικτύου θαλασσίων καταφυγίων στο Αιγαίο και συγκεκριμένα στις Κυκλάδες, ερευνά το Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, έχοντας την οικονομική υποστήριξη της νομαρχίας Κυκλάδων και τη στήριξη της Ομοσπονδίας Συλλόγων Παράκτιων Αλιέων των νησιών.
Το ερευνητικό πρόγραμμα, με επιστημονικό υπεύθυνο τον Δρα Γιώργο Κόκκορη, λέκτορα του Πανεπιστημίου Αιγαίου, βρίσκεται ήδη στη δεύτερη χρονιά των εργασιών. Η έρευνα αυτή ξεκίνησε με βάση την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που διαπίστωσε την επιτακτική ανάγκη δημιουργίας δικτύου θαλασσίων προστατευόμενων περιοχών σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, μέχρι το 2012, προκειμένου να αποκατασταθούν τα θαλάσσια οικοσυστήματα και να προστατευθούν ο πλούτος των θαλασσών και οι θέσεις εργασίας στην αλιεία και τον τουρισμό.
Για να επιτευχθεί ολοκληρωμένη προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος μιας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής σημαντική για τη σύγχρονη διεθνή πρακτική είναι η δημιουργία Δικτύου Θαλασσίων Αποθεμάτων (ή καταφυγίων) που είναι περιοχές προστασίας. Τα Θαλάσσια Αποθέματα λειτουργούν με δύο τρόπους: προστατεύουν τη βιοποικιλότητα αλλά και ταυτόχρονα λειτουργούν ως φυσικά «ιχθυοτροφεία» εμπλουτίζοντας τους πληθυσμούς των ψαριών των γειτονικών περιοχών με νέα άτομα που μπορούν να αλιευθούν από τους ψαράδες της περιοχών αυτών.
Στην Μεσόγειο δυστυχώς ελάχιστα βήματα έχουν γίνει προς την κατεύθυνση αυτή. Ο αριθμός των θαλασσίων προστατευόμενων περιοχών και το μέγεθός τους κρίνεται ανεπαρκές για την προστασία της βιοποικιλότητας της Μεσογείου. Επίσης, η θέσπιση των περισσοτέρων από αυτές τις περιοχές – όπου υπάρχουν – έγινε υπό ένα ευκαιριακό καθεστώς και όχι κατόπιν ορθού σχεδιασμού.
Στην Ελλάδα έχουν δημιουργηθεί δύο θαλάσσια πάρκα: στις Βόρειες Σποράδες και στη Ζάκυνθο, με στόχο την προστασία της φώκιας Monachus monachus και της θαλάσσιας χελώνας Caretta caretta. Η εγκαθίδρυση των δύο αυτών περιοχών σίγουρα είναι ένα θετικό βήμα προς την προστασία των οργανισμών που έχουν τα ενδιαιτήματά τους εκεί, εντούτοις η ελλιπώς τεκμηριωμένη οριοθέτησή τους μπορεί να μην φέρει τα αναμενόμενα οικολογικά αποτελέσματα.
Η έρευνα που γίνεται στις Κυκλάδες από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, αποτελεί την πρώτη συστηματική και με επιστημονική μεθοδολογία προσπάθεια για την οριοθέτηση καταφυγίων που γίνεται στην Ελλάδα. Στην ερευνητική ομάδα συμμετέχουν ο Dr. Enric Sala, Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια και συνεργάτης της National Geographic Society και ο Dr. Hugh Possingham, Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Queensland, Αυστραλία. Υπεύθυνη της ομάδας έρευνας πεδίου είναι η κυρία Συλβαίν Γιακουμή, Υποψήφια Διδάκτωρ του Τμήματος Επιστημών της Θάλασσας.
Η υλοποίησή του απαιτεί έρευνα πεδίου για την συλλογή ποσοτικών δεδομένων σχετικά με τους οργανισμούς και τα ενδιαιτήματα (βιότοπους) που βρίσκονται στην περιοχή μελέτης. Πέρα από την συλλογή οικολογικών δεδομένων παίρνονται συνεντεύξεις από τους αλιείς της περιοχής.
Στη μελέτη αυτή θα συμπεριληφθούν κοινωνικοοικονομικά κριτήρια στην διαδικασία σχεδιασμού και τελικής επιλογής της βέλτιστης χωροθέτησης των αποθεμάτων, καθώς η εφαρμογή ενός τέτοιου δικτύου είναι αδύνατη δίχως την εμπλοκή των τοπικών ομάδων συμφερόντων.
Σε αυτές τις ομάδες περιλαμβάνονται, οι παράκτιοι αλιείς των Κυκλάδων, οι ασχολούμενοι με τον τουρισμό κ.λπ. Η δημιουργία του δικτύου θα συμβάλει στην ανάπτυξη και νέων, ήπιων μορφών τουρισμού, όπως ο καταδυτικός τουρισμός που θα αποφέρει μεγάλα έσοδα στους κατοίκους των νησιών χωρίς να αλλοιώσει την ασύγκριτη φυσική ομορφιά τους.
Το καλοκαίρι του 2007 έγινε έρευνα πεδίου σε 13 νησιά: Αμοργός, Δονούσα, Μάκαρες, Άνω Κουφονήσι, Κάτω Κουφονήσι, Κέρος, Ηρακλειά, Σχοινούσα, Νάξος, Πάρος, Αντίπαρος, Δεσποτικό, Στρογγυλό. Αυτή την περίοδο γίνεται στα υπόλοιπα 21 νησιά των Κυκλάδων.
Με πληροφορίες από την ιστοσελίδα texnologia.net