Τι λέει ο καθηγητής Λιαρόπουλος για τη μουσική παράδοση: “Το Αιγαίο μοιράζεται τα κοινά χαρακτηριστικά του κρατώντας όμως τις μικρές διαφορές ανά νησί” – Το παράδειγμα του μπάλου
Τα ξέγνοιαστα καλοκαίρια των εφηβικών διακοπών στις μικρές Κυκλάδες ήταν μόνο η αφετηρία. Με τα χρόνια οικοδομήθηκαν σχέσεις ζωής, αναπτύχθηκαν συναισθηματικοί δεσμοί. Η επιθυμία για τη διάσωση της μουσικής πολιτιστικής κληρονομιάς αυτού του μικρόκοσμου της Μεσογείου, δεν ήταν παρά η φυσική εξέλιξη για τον δρα Παναγιώτη Λιαρόπουλο, καθηγητή Σύνθεσης στο Berklee College of Music εδώ και 12 χρόνια. Η δημιουργία του πρώτου ψηφιακού οπτικοακουστικού αρχείου παραδοσιακής μουσικής της Αμοργού και των μικρών Κυκλάδων αποτέλεσε προσωπικό στοίχημα για τον ίδιο.
«Η έρευνα αφορά την Αμοργό και τα νησιά των μικρών Κυκλάδων: Σχοινούσα, Δονούσα, Ηρακλειά, Κουφονήσια και την Κέρο – ακατοίκητη πλέον σήμερα», αρχίζει να λέει ο δρ Λιαρόπουλος μιλώντας στην εφημερίδα “Καθημερινή” και σημειώνοντας. «Πηγαίνω σ’ αυτά τα μέρη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν ήταν ακόμη ένας “άθλος” για να φτάσεις. Καθαρά συναισθηματική η προσέγγισή μου. Επιπλέον, απέκτησα σχέσεις με τους ντόπιους, με τους μουσικούς. Εβλεπα τους παλαιότερους να “φεύγουν”. Παρακολουθούσα μια παράδοση να φθίνει μπροστά στα μάτια μου. Αισθάνθηκα ευθύνη για τη διάσωσή της».
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
Ο καθηγητής επιστρέφει το 2018 ως ακαδημαϊκός υπότροφος του Ιδρύματος Fulbright για να ξεκινήσει το εθνομουσικολογικό ερευνητικό πρότζεκτ. Ποια τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της μουσικής; «Τα όργανα που κυρίως χρησιμοποιούνται είναι το βιολί και το λαούτο. Πριν επικρατήσει το βιολί, είχαν τη λύρα. Υπάρχουν ακόμη λίγες αναφορές για ένα κρουστό όργανο, το “τουμπί” ή “τουμπάκι”, το οποίο όμως δεν απαντάται παρά σπάνια. Σε ό,τι αφορά τα τραγούδια, ακριβέστερος θα ήταν ο όρος “σκοπός”, καθώς πρόκειται για σειρά μελωδιών, πάνω στις οποίες οι ντόπιοι συνήθως αυτοσχεδίαζαν στιχάκια. Αυτές οι ολοκληρωμένες μουσικές ενότητες πλαισιώνονται με λαϊκή ποίηση, οπότε ανοίγεται πλέον ένα ευρύτατο πεδίο έρευνας. Μέχρι αυτή τη στιγμή έχω συλλέξει περίπου 10.000 δίστιχα, τα οποία ονομάζονται και “μαντινάδες”».
Με ποιο τρόπο συγκεντρώθηκαν; «Ορισμένα ήταν ήδη καταχωρισμένα σε αδημοσίευτες συλλογές ή δημοσιευμένες σε τοπικά μέσα. Αλλα τα καταγράψαμε προσεγγίζοντας ηλικιωμένους στα χωριά, στα καφενεία, στα πανηγύρια… Εμαθα τη μουσική ιστορία της νότιας πλευράς της Αμοργού, της “Κάτω Μεριάς”, σε μια κηδεία! Κομμάτι της έρευνάς μου είναι οι μουσικοί και η ζωή τους – με ενδιαφέρει η ανίχνευση της βιωματικής σχέσης αυτών των ανθρώπων με τη μουσική τους πράξη». Εχει να αναδείξει επαγγελματίες μουσικούς η παράδοση; «Μετρημένοι στα δάχτυλα είναι οι επαγγελματίες. Κυρίως πρόκειται για ερασιτέχνες – αγρότες, ψαράδες… Κι όσο πάμε προς τα πίσω στον χρόνο, εξαφανίζονται». Ποια είναι η συνήθης θεματολογία; «Τα τραγούδια αυτά αγκαλιάζουν όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Αναφέρονται στον έρωτα, στη θάλασσα, στο ψάρεμα, στην ξενιτιά, στις εποχές του χρόνου, στις αγροτικές εργασίες, σε κάποιον ήρωα. Ακόμη και στην πειρατεία!».
Κοινές αναφορές
Σε τι συνίσταται η μοναδικότητα της συγκεκριμένης μουσικής παράδοσης; Σύμφωνα με το δρα Λιαρόπουλο, «στις Κυκλάδες και γενικά στο Αιγαίο υπάρχουν κοινές αναφορές. Για παράδειγμα, ο μπάλος: αλλιώς παίζεται στη Νάξο, αλλιώς στην Πάρο, αλλιώς στην Αμοργό. Η μελέτη δεν γίνεται για να ανακαλυφθεί κάτι μοναδικό.
Ο κάθε τόπος έχει έναν δικό του τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει μουσικά όλη αυτή την κληρονομιά. Σε ό,τι αφορά τη μουσικολογική διάσταση της έρευνας, εντοπίζονται μόνο δύο σκοποί, οι οποίοι θεωρούνται πραγματικά τοπικοί, οι αμοργιανές μαντινάδες: της Αιγιάλης και η καταπολιανή.
Από την άλλη, διαπιστώνει κανείς πως ακόμη και στην ίδια την Αμοργό ο τρόπος που παίζουν στην περιοχή της Αιγιάλης είναι τελείως διαφορετικός από αυτόν που παίζουν στα Κατάπολα και την Κάτω Μεριά. Αλλο ύφος, άλλες τεχνικές. Ας λάβουμε υπόψη πως ο δρόμος που ενώνει τη βόρεια πλευρά του νησιού με τη νότια, έγινε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’80».
Μεγάλη υποστήριξη
«Σε πρακτικό επίπεδο, η προσπάθεια έτυχε μεγάλης υποστήριξης από τη δημοτική αρχή Αμοργού, η οποία χρηματοδότησε την ψηφιοποίηση του πρώτου σκέλους του πρότζεκτ. Υποστήριξη έλαβα και από το πανεπιστήμιο, όπου εργάζομαι ενώ η πρόσφατη χορηγία από το Ιδρυμα Νιάρχος θα δώσει την τελική ώθηση για την ολοκλήρωση της προσπάθειας». Η συγκεκριμένη βάση δεδομένων σύντομα θα αποτελέσει μέρος του αρχείου του Berklee (Berklee College of Music Archives and Special Collections). Το πρότζεκτ θα έχει τη μορφή διαδικτυακής πλατφόρμας. Ουσιαστικά θα είναι μία βάση δεδομένων, προσβάσιμη σε όλους και θα περιέχει όλο το πολύτιμο και συνάμα μοναδικό υλικό της παραδοσιακής μουσικής των μικρών Κυκλάδων, καθώς επίσης και ιστορικές αναφορές.
«Περιλαμβάνονται περίπου 500 φωτογραφίες από τις αρχές του 20ού αιώνα. 120 βίντεο από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 έως σήμερα. Διαδικτυακό υλικό. Η μουσική καταλαμβάνει 62 ψηφιακούς δίσκους συνολικής διάρκειας 54 ωρών».
Πώς αποτυπώνεται η σημασία μιας τέτοιας προσπάθειας; «Η πλατφόρμα είναι μια ευκαιρία για τους ντόπιους να έρθουν σε επαφή με την παράδοση του τόπου τους. Να δουν και να ακούσουν τους πατεράδες, τους παππούδες τους – κάποιοι δεν πρόλαβαν καν να τους γνωρίσουν». Εκτός της ενίσχυσης της συλλογικής μνήμης των κατοίκων της περιοχής, η αξία της προσπάθειας είναι εθνική αλλά και διεθνής μέσα από τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας και της ευρύτερης περιοχής της ανατολικής Μεσογείου, ενώ ταυτόχρονα προωθείται η διεπιστημονική έρευνα της ελληνικής παράδοσης.