Με την βοήθεια και τη ματιά της Τζούλια Κλήμη (Καθημερινή) αποκαλύπτουμε μία Νάξο που οι περισσότεροι δεν την …βλέπουν γιατί μένουν προσηλωμένοι στις παραλίες που βρίσκονται στην Δυτική πλευρά του νησιού…
Εχει τη φήμη του οικογενειακού προορισμού και είναι κυρίως γνωστή για τις όμορφες παραλίες της και το πολύ καλό φαγητό της. Αν αποφασίσετε, πάντως, να την επισκεφτείτε, πρέπει οπωσδήποτε να περιηγηθείτε στην ενδοχώρα και στα ορεινά χωριά της, διαφορετικά δε θα έχετε δει πραγματικά το «νησί της Αριάδνης».
Της Τζούλια Κλήμη (Καθημερινή)
Η Νάξος είναι από τα ελάχιστα νησιά που δεν είχε τύχει να επισκεφθώ ποτέ, ούτε για διήμερο, που λένε. Η τύχη όμως το ’φερε να πάμε διακοπές, και με διάθεση Ιντιάνα Τζόουνς απολαύσαμε χιλιόμετρα πανέμορφων διαδρομών σε άσφαλτο, αγροτικά μονοπάτια και εξωτικές διαδρομές στην άμμο, με τα δάση από κέδρους να φτάνουν έως την παραλία. Φυσικά δεν παραλείψαμε τα γραφικά ορεινά χωριά της με την άγρια ομορφιά και τους φιλόξενους κατοίκους.
Γύρω από την Αγιασσό
Από τις πρώτες κιόλας μέρες αποφύγαμε εντελώς το πολυσύχναστο κομμάτι της δυτικής ακτής, με τις εκπληκτικές ομολογουμένως παραλίες του Αγίου Προκοπίου και της Αγίας Αννας με τη λευκή άμμο και τα τιρκουάζ νερά, και το σκηνικό ξενοδοχείο-καφετέρια-μπαρ-ταβέρνα, το οποίο συνεχίζεται σε λίγο μικρότερη κλίμακα στις επόμενες -Ολκός, Μικρή Βίγλα και Καστράκι-, χωρίς όμως να αλλάζει. Την περιήγηση σε αυτά τα μέρη την αφήσαμε για το τέλος, όταν η τουριστική κίνηση είχε κοπάσει, κι έτσι τα είδαμε πραγματικά με άλλο… μάτι. Η Νάξος είναι νησί για εξερευνητές. Το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων διαθέτει ποικιλία επιλογών. Με ορμητήριο τον ήσυχο κόλπο της Αγιασσού (φτάνεις από το Σαγκρί), τελευταίο προπύργιο της δυτικής ακτής, αρχίσαμε τη δική μας περιπλάνηση. Με μια απέραντη παραλία (750 μ.) με ψιλή άμμο, κρυστάλλινα νερά, μερικά μικρά ξενοδοχειακά συγκροτήματα και έναν υδροβιότοπο που φιλοξενεί πολλά είδη πουλιών, ο παραθαλάσσιος οικισμός μοιάζει να βγήκε από άλλη εποχή. Ο ξενώνας Βράχια, σ’ έναν κήπο πάνω στη θάλασσα και με τη ζεστή φιλοξενία της Λιάνας και του Στέφανου, αποδείχθηκε η καλύτερη επιλογή για ήσυχες διακοπές.
Την επόμενη μέρα, την απόλυτη ησυχία του πρωινού διέκοπτε μόνο το σποραδικό κρώξιμο των πουλιών που έκαναν βόλτα πάνω στη λεπτή άμμο. Η βουτιά στα δροσερά νερά ήταν αναζωογονητική και μετά το πρωινό πήραμε το χωματόδρομο προς το βουνό, με συντροφιά τα κοπάδια από κατσίκες και πρόβατα που βόσκουν στις πλαγιές. Προς μεγάλη μας έκπληξη, ανήκουν στην οικογένεια του γνωστού τυροκομείου Μπαμπούνη, η οποία διαθέτει 700 ζώα από τα 60.000 του νησιού. Μάλιστα, λίγο καιρό πριν, σε μια εκδήλωση για παραγωγούς στην Αθήνα, είχα εντυπωσιαστεί από το αρσενικό Νάξου, το τυρί δεκαεξάμηνης ωρίμασης που μου είχε προσφέρει ο γιος, Γιώργος Μπαμπούνης, και τώρα, εντελώς τυχαία, περνούσαμε έξω από το σύγχρονο τυροκομείο τους. Ο κύριος Στέλιος, ο πατέρας, κτηνοτρόφος πάππου προς πάππον, μας πρόσφερε πεντανόστιμες γεύσεις παραγωγής τους: τουλουμοτύρι, το κρεμώδες τυρί που ωριμάζει στο τουλούμι (δέρμα κατσίκας), ανθότυρο ξερό με πικάντικη γεύση και αρσενικό, τον «βασιλιά των τυριών» της Νάξου. Δικαίως λοιπόν τη λένε «τυρότοπο», το καταλαβαίνεις μόλις πατήσεις το πόδι σου στο νησί.
Παράδεισος
Το απόγευμα πήραμε το χωματόδρομο πλάι στη θάλασσα, περάσαμε λόφους, κρυφές παραλίες και φτάσαμε στην Ψιλή Αμμο, την παραλία με την υπέροχη αμμουδιά στο Πυργάκι. Από εκεί, αψηφώντας την αμμοθύελλα που σηκωνόταν στο πέρασμά μας, διασχίσαμε το εκπληκτικό κεδροδάσος μέχρι τον υγροβιότοπο της Αλυκής. Παντού ολόγυρα αμμοθίνες και κέδροι, που με τη ζέστη έμοιαζαν να αφήνουν στην ατμόσφαιρα ένα λεπτό άρωμα που θυμίζει πεύκο. Νόμιζα ότι βρίσκομαι στον Παράδεισο! Με τα πόδια μας βαθιά μέσα στην άμμο περπατήσαμε προς την ακτή, όπου αντικρίσαμε διαδοχικά μικρά αμμουδερά κολπάκια να χωρίζονται μεταξύ τους από βράχους που μοιάζουν με γλυπτά. Ολόκληρη η περιοχή της Αλυκής μέχρι την Αγιασσό εντάσσεται στο δίκτυο Natura 2000. Πρόκειται για το μεγαλύτερο φυσικό υγρότοπο των Κυκλάδων, με 122 είδη πουλιών. Από έναν ψηλό βράχο φωτογράφισα την παραλία «Χαβάη», με τον ήλιο να χάνεται πίσω από τους λόφους της Πάρου.
Περιήγηση στο Χαλκί και στο Φιλώτι
Το επόμενο πρωί στη διαδρομή είδαμε τους καλλιεργητές που μάζευαν την πρωινή σοδειά πατάτας. Ενα παστρικό εκκλησάκι μάς δημιούργησε την επιθυμία να ανάψουμε ένα κερί. Ετσι, ρωτώντας έναν βοσκό, μας πρότεινε να πάμε στο ναό της Δήμητρας, στη Γύρουλα, ένα ειδυλλιακό σημείο που αγναντεύει από τη μια την ενδοχώρα κι από την άλλη το πέλαγος.
Περάσαμε από το Σαγκρί και μετά τον Πύργο του Μπαζέου, συνεχίσαμε για το Χαλκί με την κοσμοπολίτικη αύρα και τα όμορφα νεοκλασικά σπίτια, καθώς υπήρξε σημαντικό εμπορικό κέντρο του 19ου αιώνα. Εδώ η ποτοποιία Βαλληνδρά μετράει σχεδόν 150 χρόνια παραγωγής του γνωστού λικέρ από κίτρο Νάξου, το οποίο παλαιότερα η οικογένεια έκανε εξαγωγή.
Στο Χαλκί θα βρείτε το καλύτερο γαλακτομπούρεκο της Νάξου· οι ντόπιοι κάνουν ουρά στο καφενείο του Γαλάνη, για να το προλάβουν προτού εξαντληθεί. Γύρω από το Χαλκί, ανάμεσα σε ελαιώνες, ρεματιές και βελανιδιές, θα πεζοπορήσετε μέσα στο «βυζαντινό πάρκο», όπου θα δείτε πρωτοβυζαντινές τρίκλιτες βασιλικές, όπως αυτές του Ταξιάρχη και του Αγίου Ισιδώρου. Ενα λιθόστρωτο οδηγεί στην Παναγία τη Δροσιανή. Πιο πάνω, στο Φιλώτι, στους πρόποδες του όρους Ζα, μην παραλείψετε μια στάση στο καφενείο «Ο Πλάτανος», συντροφιά με τους Φιλώτες που αριθμούν 1.800 άτομα το χειμώνα και παράγουν από τυριά μέχρι κηπευτικά, ελιές, λάδι.
Η Απείρανθος γοητεύει
Η περιήγησή μας στην Απείρανθο είχε απ’ όλα: Ανακαλύψαμε την εκπληκτική εκκλησία της Παναγίας με το μαρμάρινο τέμπλο. Ακριβώς απέναντι βρίσκεται ο Συνεταιρισμός Γυναικών, με τα υπέροχα χειροποίητα υφαντά. Εδώ θα βρείτε μοντέρνα υφαντά σουπλά, μάλλινα ιδανικά για καναπέ ή κρεβάτι, αλλά και μονόχρωμα τόπια που θα τα ζήλευαν οι καλύτεροι ντιζάινερ. Θυμάμαι ακόμα τη γεύση από το μεσημεριανό ουζάκι με ένα χταποδάκι-ποίημα «Στου Γιώργου», κάτω από τη βαθιά σκιά που κάνουν τα πλατάνια, όπως και την απογευματινή βόλτα στις στοές και στα σοκάκια του χωριού, όπου κάθε τόσο ένα άνοιγμα ανάμεσα από τα σπίτια αποκάλυπτε τη θέα στην πεδιάδα, μια βυζαντινή εκκλησία, τη θάλασσα… Το απεραθίτικο ρόστο στην ταβέρνα του Αμοργινού ήταν πάρα πολύ καλό (αν το σέρβιρε με χοντρά μακαρόνια, όπως του πρέπει, θα ήταν τέλειο), όπως και το τοπικό αλλαντικό ζαμπόνι (χοιρομέρι ψημένο στο αλάτι) που το φτιάχνει ο ίδιος. Ακριβώς δίπλα βρίσκεται η ταβέρνα του Λεφτέρη (με «φ») που φημίζεται για το γεμιστό μπιφτέκι του, ωστόσο εμείς γοητευτήκαμε από την επάνω αίθουσα, το ζαχαροπλαστείο, με τα έπιπλα εποχής, τα λικέρ, τα ρυζόγαλα και κυρίως τη βιτρίνα, που άνοιγε κάθε τόσο για να παρατεθούν τα γαλακτομπούρεκα, οι μπακλαβάδες, τα κανταΐφια.
Κάπου είχα διαβάσει για μια μοναδική βυζαντινή εκκλησία, την Αγία Κυριακή, που βρίσκεται βόρεια από τ’ Απεράθου, σε μια χαράδρα με θέα τη θάλασσα. Η αλήθεια ήταν ότι η διαδρομή είχε περισσότερη περιπέτεια από όσο υπολογίζαμε, αλλά όσο κόπο έκρυβε η ανακάλυψή της άλλο τόσο μας αποζημίωσε η ομορφιά της. Αφού, λοιπόν, διασχίσαμε τα κτήματα των Απειραθιτών, ανοίγοντας κάμποσες πόρτες για τα ζώα, βγήκαμε στο χωματόδρομο του βουνού κι από κει, κάμποσα χιλιόμετρα μετά, στην κόγχη ενός φαραγγιού, εμφανίστηκε στα δεξιά μας ο βυζαντινός τρούλος. Το τελευταίο κομμάτι μέχρι τον αυλόγυρο της εκκλησίας το περπατήσαμε ανάμεσα στα αιγοπρόβατα. Ο ναός της Αγίας Κυριακής χρονολογείται στον 9ο αιώνα και αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα βυζαντινά μνημεία της Νάξου και όλων των Βαλκανίων. Προχωρώντας στο εσωτερικό, χρειάστηκε να περάουν μερικά λεπτά για να προσαρμοστούμε στο ημίφως και να διακρίνουμε στην αψίδα του ιερού τις τοιχογραφίες, όπου απεικονίζονται πτηνά με κορδέλες στο λαιμό.
Μουτσούνα
Κατεβαίνοντας το χωματόδρομο για τη θάλασσα, είδαμε τα ορυχεία της Σμύριδας και τον εναέριο σιδηρόδρομο με τα βαγονέτα, που κάποτε έφταναν μέχρι το λιμάνι της Μουτσούνας. Μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η σμύριδα (ορυκτό πέτρωμα) ήταν ο τρίτος πόρος εσόδων από εξαγωγές για το ελληνικό κράτος. Στον παραθαλάσσιο οικισμό της Μουτσούνας ο χρόνος μοιάζει να σταμάτησε στη δεκαετία του 1960. Χαζεύουμε τα παιδάκια που κάνουν βουτιές και σε λίγο καταφτάνουν τα μπαρμπουνάκια, ο ψητός ξιφίας και η σκορδαλιά. Η ομορφιά του ελληνικού καλοκαιριού σε μία εικόνα.
Κόρωνος
Πίσω στο βουνό, αν η Απείρανθος μας άρεσε μία φορά, η Κόρωνος μας ενθουσίασε με τα στενά δαιδαλώδη δρομάκια της, τη συμπαγή δόμηση του καλοδιατηρημένου οικισμού, την ολόλευκη πλατεία σαν αρχαίο θέατρο μπροστά από την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας (1600) με το εκπληκτικό μαρμάρινο τέμπλο, τα παλιά καφενεία και τα μπακάλικα που εμφανίζονταν κάθε τόσο με τα γεμάτα ξύλινα ράφια τους να με παρασέρνουν να τα χαζεύω με τις ώρες. Η ταβέρνα της κυρα-Ματίνας και του Σταύρου, κρυμμένη στη δροσιά των λουλουδιών, είναι ο παράδεισος του καλοφαγά. Εδώ τρως ό,τι βγάζει ο κήπος τους, ενώ καθημερινά πήζουν τυρί από τα αιγοπρόβατά τους. Μας σέρβιραν κατσικάκι με ντομάτα και μακαρόνια και η μικρή μας το έφαγε με επιφωνήματα! Τα φασολάκια πεντανόστιμα και οι τηγανητές πατάτες, απλώς… τέλειες! Ακριβώς από πάνω, στη μικρή πλατεία όπου δεσπόζει το νεοκλασικό σπίτι της οικογένειας Πρωτονοτάριου, έπιασα κουβέντα με την κυρία Πρωτονοτάριου στο κατώφλι και εκείνη αμέσως μας προσκάλεσε στο εσωτερικό, για να μας σερβίρει καφέ με κέικ στο μεγάλο καθιστικό με την επίπλωση εποχής. Η τοπική φιλοξενία στο μεγαλείο της.
Βόλτα στη Χώρα
Η πρωινή βόλτα στα σοκάκια της Χώρας, με τα θολωτά περάσματα, τις γοτθικές αψίδες και τις σκαλινάτες, μάς αποκάλυψε την ομορφιά του οικιστικού συνόλου με το μεσαιωνικό κάστρο, που κατοικείται αδιαλείπτως έξι χιλιετίες! Πάνω στη μυκηναϊκή ακρόπολη και στο βυζαντινό φρούριο, ο Μάρκος Σανούδος, ανιψιός του Δόγη της Βενετίας, έστησε την έδρα του δουκάτου του. Τέσσερις αιώνες δεσποτείας επισφραγίστηκαν από τις αριστοκρατικές αμυντικές κατοικίες των οικογενειών που διηγούνται τα κατορθώματά τους. Στο μουσείο-αρχοντικό της οικογένειας Barozzi, στο κάστρο, νομίζεις ότι θα σε καλωσορίσουν οι ιδιοκτήτες που το κατοικούσαν μέχρι πρόσφατα. Εδώ νιώθεις τη βενετσιάνικη ιστορία της Νάξου, μέσα από τα έπιπλα και τα αντικείμενα εποχής. Το Αρχαιολογικό Μουσείο, που στεγάζεται σ’ ένα κτίριο του 17ου αιώνα, φημίζεται για τη συλλογή κυκλαδικών ειδωλίων και μυκηναϊκών αγγείων που στέκουν μάρτυρες των πολιτισμών που ήκμασαν στο νησί. Καταλήξαμε στο παντοπωλείο του Αντώνη Τζιμπλάκη, που λειτουργεί από το 1938, πουλάει υπέροχα παραδοσιακά πράγματα, από σιφναίικα πιάτα και γάστρες μέχρι τυριά μικρών παραγωγών, καλάθια, μπαχαρικά, όσπρια, ελιές, μέλια και ό,τι άλλο βάλει ο νους, και έχει μοναδική ατμόσφαιρα και κόσμο: τουρίστες, ντόπιους, χαμός. Το λατρέψαμε!
Ενας από τους λόγους για να έρθει κάποιος στη Νάξο είναι, κατά τη γνώμη μου, η ταβέρνα Αξιώτισσα στο Καστράκι. Απλώς μοναδική γευστική εμπειρία. Θα τολμούσα να πω πως είναι η καλύτερη ταβέρνα του Αιγαίου. Και έτσι, γεμάτοι από τη ζεστή φιλοξενία της Αξιώτισσας, το απίστευτο μπάνιο στον έρημο κόλπο του Καλαντό -από το χωματόδρομο μετά την Αγιασσό-, το ηλιοβασίλεμα από τη Μικρή Βίγλα ανάμεσα στα πανιά των kite surfers, αποχαιρετήσαμε την Πορτάρα που στέκει πάντα στο λόφο του λιμανιού.