«Στην Ανάφη μόνο σε ώρα σκοτεινή πρέπει να φθάσεις», μου λέει. Κι έτσι μόνο φθάνει κανείς από τον Πειραιά. Λίγο πριν να χαράξει.
Είναι μια όμορφη Χώρα, ανάλογα από ποια πλευρά την κοιτάζεις. Υπάρχει μια γωνία από την οποία θα δεις μια γυναίκα που μοιάζει με βράχο, να σερβίρει σε ένα από τα λιγοστά καφέ. Το καλοκαίρι χαμογελάει και κρατάει τον δίσκο και ένα βετέξ που καθαρίζει τα τραπέζια.
Κείμενο της Ευτυχίας Γιαννάκη (*)
Τον χειμώνα κρατάει τις σακούλες από το μοναδικό μίνι μάρκετ που μένει ανοιχτό στο νησί. Βγαίνει μπροστά από το δημαρχείο, στο κεντρικό σοκάκι, και κοιτάζει αν υπάρχει κανένα αναμμένο φως, αν περπατάει κάποια σκιά στον άνεμο, αν είναι στη θέση της η αίθουσα με τα ακέφαλα αγάλματα της αρχαιολογικής συλλογής, αν το ασθενοφόρο είναι ακόμη σταθμευμένο έξω από το Κέντρο Υγείας, αν τα καντήλια στο νεκροταφείο στη μάντρα του σχολείου τρεμοσβήνουν.
Στέκεται στο κέντρο του δρόμου και ξαφνικά, αντί για τις σακούλες, κρατάει δύο παιδιά. Ενα μωρό αγόρι κολλημένο στο στήθος της και ένα κορίτσι πέντε χρόνων που κρέμεται στο αριστερό της χέρι. Είναι ξανά 22 ετών και ξεμυτίζει από το καταφύγιο στο χωριό της, χωρίς να γνωρίζει ότι όλες οι άλλες γυναίκες έχουν φύγει ήδη. Πώς δεν τις πήρε είδηση; Ακόμη και σήμερα, 20 χρόνια μετά, δεν μπορεί να το εξηγήσει. Εχει απομείνει ανάμεσα σε λιγοστούς γέρους, που την κοιτάζουν με μάτια λασπωμένα, απορώντας και αυτοί μαζί της. Γιατί δεν έφυγε;
Το δάσος τριγύρω βυθίζεται στο πηχτό σκοτάδι. Νάρκες και στρατιώτες πασαλειμμένοι με φούμο την περιμένουν τη νύχτα. Είναι ξανά στην Οσετία. Πιάνουν τις μανάδες και σκοτώνουν τα παιδιά μπροστά τους και μετά τις ίδιες. Σκέφτεται, τι κόλπο πρέπει να κάνει, πώς να τους προκαλέσει για να τη σκοτώσουν πριν από τα παιδιά της, αν τη σταματήσουν. Τη γλιτώνει. Φεύγει για πάντα και φθάνει στην Ανάφη, όπως έφθασαν κάποτε οι Αργοναύτες, μέσα σε θαλασσοταραχή. «Ανεφάνη», είπαν αυτοί, «ανεφάνη», είπε αυτή, «μια νέα ζωή, μία ακόμη ευκαιρία μέσα στο πέλαγος».
Το καλοκαίρι είναι καλά, είναι μια όμορφη Χώρα, ανάλογα από ποια πλευρά την κοιτάζει, αλλά τον χειμώνα, όποτε βγαίνει στον κεντρικό δρόμο, μέσα στην ερημιά, με τον αέρα να τη σπρώχνει ξανά στην άκρη του κόσμου της, η απορία επανέρχεται. Τι δουλειά έχει εδώ; Τα παιδιά κρέμονται ακόμη πάνω της; Η Αργώ φεύγει ή επιστρέφει; Το νησί μετακινείται ή μένει σταθερό; Δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα. «Στην Ανάφη μόνο σε ώρα σκοτεινή πρέπει να φθάσεις», μου λέει. Κι έτσι μόνο φθάνει κανείς από τον Πειραιά. Λίγο πριν να χαράξει.
Φθάνω στο νησί Σεπτέμβρη. Είναι το πανηγύρι της Καλαμιώτισσας και η γυναίκα από τη Γεωργία περπατάει δίπλα μου, καθώς αφήνουμε πίσω μας τις εγκαταλειμμένες κατοικίες, τις τρελές φραγκοσυκιές, τα θυμάρια, τα μελίσσια, τους διάσπαρτους θολωτούς τάφους και τα φουρνόσπιτα, και ανεβαίνουμε στον τρομακτικό γίγαντα που είναι το σήμα κατατεθέν του νησιού και ο δεύτερος μεγαλύτερος μονόλιθος μετά το Γιβραλτάρ. «Εδώ δεν ζουν ούτε φίδια», μου λέει. «Και τα φίδια ζουν παντού».
Φθάνοντας στην κορυφή του αδιαίρετου μεγάλιθου, που μοιάζει να έχει πέσει από τον ουρανό, στο ανατολικότερο άκρο των Κυκλάδων, κυριευόμαστε από το περιρρέον δέος, το ανορθωμένο κενό, το ακίνητο και το αμετακίνητο του κρημνώδους βράχου. «Ενας μονόλιθος ακέριος, χωρίς μέλη και μέρη, χωρίς κομμάτια και μεράδια να κομματιάζουν και να διασπούν το όλον», όπως τον περιέγραψε ο Μ. Γλέζος.
Ανεβαίνοντας στον θόλο της εκκλησίας, χαρακτηριστικό δείγμα της τοπικής αρχιτεκτονικής, μαθαίνω μια φοβερή ιστορία. Το βράδυ της γιορτής της Παναγίας της Καλαμιώτισσας, το 1887, που τότε βρισκόταν στην κορυφή του μονόλιθου, ένας κεραυνός χτύπησε την ώρα της λειτουργίας και σκότωσε επιτόπου τον ηγούμενο, έναν μοναχό και τρεις λαϊκούς. Εκτοτε, η μονή μεταφέρθηκε στην Κάτω Καλαμιώτισσα, εκεί όπου βρισκόταν ο ναός του Απόλλωνα. Οι μικρές ιστορίες αλέθονται μέσα στη μεγάλη ιστορία για το νησί που αποτέλεσε τόπο εξορίας και απομόνωσης.
«Κανείς δεν είναι ασφαλής, πουθενά», λέει με νόημα η γυναίκα. «Κανείς δεν ξέρει αν θα βρεθεί στον παράδεισο ή στην κόλαση από τη μια στιγμή στην άλλη». Ενα καθολικό, αδιαίρετο, αδιάσπαστο σύνολο ο βράχος, το νερό και ο αέρας σκορπίζουν τις κουβέντες μας στη σκόνη. Παγιδευμένες στο ανθρώπινο μέτρο τους και στο σκοτάδι μας, οι ιστορίες διαλύονται με την ανατολή. Ο ήλιος υπογραμμίζει το όλον και εξαλείφει το μέρος. Το νησί απλώνεται κάτω από τα πόδια μας.
«Αν μπορούσες να επιλέξεις, πού θα ήθελες να ζεις;», ρωτώ τη γυναίκα. «Στην πατρίδα μου, φυσικά», λέει, «αλλά τώρα πια δεν μπορώ να φύγω». Εμείς φεύγουμε. Είναι μια όμορφη Χώρα, ανάλογα από ποια πλευρά την κοιτάζεις. Υπάρχει μια γωνία από την οποία θα δεις μια γυναίκα που μοιάζει με βράχο, να σερβίρει σε ένα από τα λιγοστά καφέ.
Φύγαμε. Νύχτα.
* Η κ. Ευτυχία Γιαννάκη είναι συγγραφέας