Αναπολώντας τις στιγμές που οι φετινές διακοπές σε νησιά έμοιαζαν κανονικές – Οι τρεις μέρες στην Ηρακλειά που έμοιαζαν με αιωνιότητα
Εκείνη τη μέρα του Ιουλίου, στο λιμάνι του Αγίου Γεωργίου κατεβήκαμε περίπου 30 άνθρωποι – το νησί δεν είχε φέτος τον κόσμο που είχε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Καλώς δεν πήραμε αυτοκίνητο, δεν το χρειάζεσαι στην Ηρακλειά. Το ενοικιαζόμενο δωμάτιό μας (ανακαινισμένο και πεντακάθαρο, ακριβώς όπως φαινόταν στις φωτογραφίες) απείχε 100 βήματα από την παραλία.
Της Νένα Δημητρίου (kathimerini.gr)
Στο παντοπωλείο «Η Μέλισσα», που λειτουργεί και ως café/ταχυδρομείο/ταξιδιωτικό πρακτορείο, πήραμε νερό και φρούτα. Χωρίς ισχυρό 4G και χωρίς wi-fi, ανενόχλητοι, δεν χρειάστηκε να φύγουμε από την παραλία του Άη Γιώργη και τα τιρκουάζ νερά του μέχρι που νύχτωσε. Εδώ είδαμε και τον περισσότερο κόσμο όλες τις μέρες που μείναμε στο νησί, όχι πάνω από 15 οικογένειες και παρέες. Η έτερη παραλία, το Λιβάδι, διαθέτει σχεδόν ένα αλμυρίκι για κάθε παρέα που έρχεται. Απέχει περί τα 15 λεπτά περπατώντας από τον Άη Γιώργη και έχει άσπρη άμμο. Είναι μια σχετικά ρηχή θάλασσα με άνοιγμα στο πέλαγος – βλέπεις από εδώ τη Σχοινούσα. Χωρίς ομπρέλες, χωρίς σερβιτόρους, χωρίς φασαρία.
Πρώτη φορά θυμάμαι σε νησί να παίρνουμε πρωινό μόνοι μας. Συνέβη φέτος στο (μοναδικό) αρτοποιείο της Παναγιάς, που είναι η πρωτεύουσα. Το απόγευμα, με το αλάτι από τη θάλασσα, δοκιμάσαμε την αυθεντική κυκλαδίτικη κουζίνα του Γιάννη Γαβαλά στο μπαλκόνι του εστιατορίου «Αρακλειά», πριν ακόμα γεμίσουν τα λίγα τραπέζια του. Το βράδυ, στην αυλή της Μάρως παίξαμε για ώρα με τα γατιά.
Περπατήσαμε το κεντρικό οδικό δίκτυο του νησιού, σε δρόμους απ’ όπου για ώρα δεν πέρασε κανένα αυτοκίνητο. Kολυμπήσαμε σχεδόν μόνοι στο Τουρκοπήγαδο, έναν μακρόστενο όρμο, σαν φιορδ. Bρεθήκαμε εντελώς μόνοι σε δύο παραλίες-όνειρο, που προσεγγίζονται διά θαλάσσης και μοιάζουν με πισίνα. Μας πήγαν έως εκεί ο Αλέξανδρος και ο Στέλιος, δύο ντόπιοι, με το καΐκι τους.
Στην πρώτη, την Αλιμιά, βάλαμε μάσκες για να δούμε το βυθισμένο γερμανικό υδροπλάνο και ξεκουραστήκαμε στη σκιά ενός δέντρου, με παγωμένο νερό και λουκουμάδες από τη μαμά του Αλέξανδρου, πεσκέσι για τους νέους του φίλους. Στον Καρβουνόλακκο δεν βγάλαμε το κεφάλι μας από το νερό, η θάλασσα ήταν κρυστάλλινη. Καθισμένοι στην πλώρη του καϊκιού, με τα πόδια στο νερό, νιώσαμε μόνοι στις Μικρές Κυκλάδες, ξεχασμένοι στην Ηρακλειά, κι ας είχαν περάσει μόνο τρεις μέρες.