Δονούσα… Η μάγισσα. Το νησί που ακόμη κρατάει μία γοητεία που συναρπάζει τους επισκέπτες του…. Και όπως βλέπουμε κάνει την διαφορά….
Μετά τα τριάντα εμφανίζονται στη ζωή των γυναικών οι μητέρες των συμμαθητών των παιδιών τους. Είναι σαν να αρχίζει μια δεύτερη ζωή, στην οποία μαθαίνεις να μην επαναλαμβάνεις τα λάθη της πρώτης. Δεν υπάρχει χρόνος για παρεξηγήσεις, ανταγωνισμούς, τοξικότητα. Ρουφάς την αγάπη των φιλενάδων σου με ένα μεγάλο υπαρξιακό καλαμάκι.
Αρθρο της Αμάντα Μιχαλοπούλου (*) στο περιοδικό “Κ” της Καθημερινής
Με αυτές τις φίλες και τις κόρες μας ταξιδεύουμε τα τελευταία χρόνια στη Δονούσα. Έχει γίνει άγραφος νόμος να αφήνουμε πίσω τους άντρες τον Ιούλιο και να πηγαίνουμε στο νησί, για να τιμήσουμε τη φιλία μας και να θυμηθούμε τι μπορούν να κάνουν οι γυναίκες μαζί: πόσο αβίαστα γελάνε, πόσο εύκολα κλαίνε στην παραλία μετά το δεύτερο aperol, πώς κρατιούνται από το χέρι σαν κορίτσια, πώς επιστρέφουν στην εφηβική κατάσταση σωματικής εγρήγορσης που σε σπρώχνει να ανέβεις σαν νευρόσπαστο από το Λιβάδι στη Μερσίνη, με μια μικρή στάση στην Πηγή.
Φέτος, ήταν αλλιώς. Οι φίλες μας από το Βερολίνο μπήκαν οικειοθελώς σε καραντίνα μόλις έφτασαν στην Αθήνα. Τότε νομίζαμε ακόμη πως ο Covid είναι εισαγόμενο φρούτο και ότι το εθνικό μας κύτταρο κινδυνεύει μόνο από τους ξένους, όχι από τα μυκονιάτικα πάρτι. Τη μέρα που κατέβηκα στο λιμάνι να τις υποδεχτώ, δεν μπορούσα να τις σφίξω στην αγκαλιά μου. Τους έκανα κεφαλοκλείδωμα, λες και ήμασταν δεκάχρονα αγοράκια. Γλίστρησα πίσω τους για να αγκαλιάσω τις πλάτες τους, ενώ φορούσαν ακόμη τις μάσκες τους και κρατούσαν σφιχτά από το χέρι τις βαλίτσες και τα παιδιά τους. Έχει σημασία η λέξη «σφιχτά»: υπήρχε «σφίξιμο» στην ατμόσφαιρα, συστολή αντί για διαχυτικότητα και μια γλυκόπικρη μελαγχολία. Κοιταζόμασταν περισσότερο από όσο συνήθως. Φαίνεται πως λόγω μάσκας η όραση είχε αντικαταστήσει τις υπόλοιπες αισθήσεις. Η βαθιά σιωπή στην οποία εθιστήκαμε στη διάρκεια της καραντίνας μάς είχε κάνει λίγο πιο στοχαστικές και θυμόσοφες, λίγο πιο βαριές επίσης.
Συμφωνήσαμε ότι αυτό που μας είχε λείψει περισσότερο ήταν η τρυφερότητα των φίλων. Τη δεύτερη μέρα, που ο Σώτος, ένα τιγρέ γατάκι, μας επισκέφτηκε στη βεράντα, κοντέψαμε να τον κατσιάσουμε. Κι ο Σώτος όπου φύγει φύγει. Περάσαμε την πρώτη εβδομάδα ζητώντας διπλά και τριπλά κουτάλια σερβιρίσματος για να βάλουμε σαλάτα στα πιάτα μας, εμείς που μπερδεύαμε τα πιρούνια μας και τρώγαμε πάντα η μία από το πιάτο της άλλης. Όταν ανεβήκαμε στην Καλοταρίτισσα για γιόγκα, αναστενάξαμε όλες μαζί, φέρνοντας τα γόνατα στο στήθος, αγκαλιάζοντας τους ώμους μας σε μιμήσεις περιπτύξεων. Δεν είχε πια acro yoga και επικίνδυνα συμπλέγματα. Ούτε hugasana στο τέλος του μαθήματος (την ανακουφιστική στάση αγκαλιάς που επινόησαν οι δάσκαλοί μας, η Ζωή και ο Τζοβάνι). Η καθεμιά στο στρωματάκι της, με το αντισηπτικό της.
Κάτι στ’ αλήθεια έχει αλλάξει εδώ…
Οι περισσότεροι πολιτογραφημένοι Δονουσιώτες ήταν ήδη εκεί. Ο Νικόλα μάς διηγήθηκε πώς πέρασε τον κορωνοϊό, περιγράφοντας την έκτακτη κατάσταση στο Μιλάνο καλύτερα από τα ειδησεογραφικά πρακτορεία. Η Κιάρα μιλούσε μέσα στη θάλασσα για το ανοιξιάτικο Παρίσι, σε πλήρη παράλυση. Ο Σαμ, όταν τέλειωνε η βάρδιά του, βυθιζόταν στα βιβλία του Αγκάμπεν. Με την Έφη βγάλαμε μια σέλφι και τη στείλαμε στη γλυκιά Βιολέτα (Nalyssa Green), που δεν φάνηκε φέτος. Τα μωρά του νησιού μεγάλωσαν: ο Νηρέας, ο Μαρίνος, η κόρη της Ευδοκίας. Όταν τα έβλεπα στα καρότσια τους ή στις αγκαλιές, σκεφτόμουν σε τι θεότρελο κόσμο τούς έτυχε να μεγαλώσουν. Τη νέα γιατρό της Δονούσας τη γνωρίσαμε όταν η κόρη μου έσκισε το φρύδι της. Ξαναφορέσαμε μάσκες και ανηφορίσαμε στο ιατρείο. «Με κοιτάζουν σαν την τρελή του χωριού», μας είπε καθαρίζοντας την πληγή. «Είμαι η γραφική που κατεβαίνω με μάσκα στην παραλία».
Στο νησί αρχίσαμε αμέσως να παρατηρούμε τις αλλαγές: έκλεισε το κάμπινγκ στον Κέδρο, η Αγνή με τα ινδικά της φουλάρια μετακόμισε στην παραλία, για λόγους υγιεινής. Πουλούσε φέτος σαπούνια και χειροποίητο αντισηπτικό αντί για φορέματα. Χωρίς τους σκηνίτες το νησί έχασε κάτι από την τρέλα του και η οικονομία της Δονούσας (μανάβικο, σούπερ μάρκετ) κάτι από το σταθερό εισόδημά της. Μα και στο Λιβάδι δεν υπήρχαν πια σκηνίτες για να μεταφέρουν σε ανθρώπινη αλυσίδα πάνω από τα κεφάλια τους τα σακίδια των εκδρομέων που κατέφθαναν με τη «Δονούσα Μάγισσα» αρόδου.
Άλλαξε η ανθρωπογεωγραφία: εμφανίστηκαν ζευγάρια που νόμιζες πως έχασαν τον δρόμο για τη Σχοινούσα – με Dior οι γυναίκες, πόλο μπλουζάκια οι άντρες, ρωτούσαν πού θα βρουν αστακό. Εμφανίστηκαν και παρέες που έχασαν τον δρόμο για το Κουφονήσι – δεν μας πίστευαν ότι υπάρχει ένα και μοναδικό μπαρ. Νέα πρόσωπα, πολλοί Έλληνες που φοβήθηκαν την πεπατημένη τουριστική οδό των μεγάλων νησιών, ενώ οι περισσότεροι Ιταλοί και Γερμανοί ακύρωσαν τις κρατήσεις.
Γιόγκα στην Καλοταρίτισσα, την εποχή του social distancing.
Το πένθος του τέλους των υπαίθριων πάρτι
Κάθε πρωί, κατεβαίνοντας στον Σταυρό, δεν μπορούσαμε να μη χαμογελάσουμε μπροστά στην πινακίδα που μας έγνεφε έξω από το πρώτο μπαρ που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε στο νησί: και τότε και σήμερα λέγεται Corona Borealis. Τα βράδια ο Κέδρος ήταν μελαγχολικός χωρίς live. Οι φίλες της κόρης μου πενθούσαν το τέλος των υπαίθριων πάρτι. Περιέγραφαν στους νεοαφιχθέντες πώς ήταν οι βραδιές στον Κέδρο προ Covid. Όμως τα αστέρια έλαμπαν περισσότερο χωρίς φώτα. Κι ο Γάμπας έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε στήνοντας ένα αυτοσχέδιο μπαρ δίπλα στον πάγκο, εισάγοντας την ιδέα του απογευματινού απεριτίφ. Το αποτέλεσμα; Αρχίσαμε να πίνουμε πιο νωρίς.
Σ’ ένα από τα εστιατόρια του λιμανιού, μια σερβιτόρα από την Αλβανία μάς έλεγε με μεγάλη σιγουριά ότι δεν υπάρχει κορωνοϊός, αυτά τα λένε στις ειδήσεις για να τσεπώνουν χρήματα τα νοσοκομεία από τις εισαγωγές ασθενών. Άλλους ξερόλες συνωμοσιολόγους δεν συναντήσαμε. Οι περισσότεροι μαγαζάτορες ήταν σοβαροί, φορούσαν τις μάσκες τους και τηρούσαν τις αποστάσεις. Στην «Αυλή», στα «Αμπελάκια», στο «Ηλιοβασίλεμα», στο «Τζιτζί» περάσαμε μερικά από τα ομορφότερα βράδια μας. Οικοδεσπότες περιποιητικοί και προσεκτικοί ταυτόχρονα μας χαμογελούσαν πίσω από τις μάσκες. Μας ενέπνευσαν με τη στάση τους. Οι φίλες μου που ασχολούνται με τα εικαστικά πρότειναν να φτιάξουμε την ομάδα «Γυναίκες της Δονούσας». Την εγκαινιάσαμε με μια περφόρμανς social distancing, απλώνοντας τις πετσέτες μας σε απόσταση ή μάλλον –για να είμαι ακριβής– απλώνοντάς τες στον αέρα.
Σιγά σιγά ξεθαρρέψαμε. Τη δεύτερη εβδομάδα αρχίσαμε να τσιμπολογάμε ντομάτες από την κοινή χωριάτικη σαλάτα, φέραμε και τις ψάθες μας λίγο πιο κοντά. Ο ήλιος έκανε τη δουλειά που ξέρει τόσο καλά να κάνει: μαλάκωσε το σώμα, έδιωξε την αρρωστοφοβία, χάιδεψε τις κοιλιές. Το χαζοτράγουδο που μου είχε κολλήσει όταν ξέπλενα το μαγιό μου ή έκοβα καρπούζι πήγαινε ως εξής:
I got my hands on your body/
So tell me what you want me to do/
I can be good or be naughty/
Ain’t nobody love you like I do.
Είναι τυχαίο που όλη τη μέρα επαναλάμβανα σαν μάντρα ένα τραγούδι για χέρια, σώματα και ερωτικές υποσχέσεις; Άσμα ηρωικό και πένθιμο εναντίον του κορωνοϊού.
Η επιστροφή της αφής
Κρατούσα σημειώσεις για ένα διήγημα (όχι και τόσο) επιστημονικής φαντασίας όπου οι άνθρωποι δεν φιλιούνται ούτε αγγίζονται. Καθώς η αφή ατονεί, τα ανθρώπινα δάχτυλα καταλήγουν σε σκληρές οπλές, όπως των αλόγων, ή ενώνονται μεταξύ τους με μεμβράνες, όπως στις νυχτερίδες. Συγκέντρωσα εκφράσεις που προτρέπουν στην αφή: τσίμπησέ με μήπως ονειρεύομαι/ πιάσε με να δεις αν έχω πυρετό/ πάρε τον σφυγμό μου/ άγγιξε αυτό το ύφασμα να δεις πόσο μαλακό είναι/ αγκάλιασέ με, κρυώνω.
Ό,τι αγγίζουμε έχει μεγαλύτερη εγκυρότητα από ό,τι βλέπουμε. Το είχε πει και ο Καρτέσιος: η αφή είναι η λιγότερο απατηλή αίσθηση.
Από αυτή την άποψη ζήσαμε το καλοκαίρι της απόλυτης φρεναπάτης. Αγγίζαμε μόνο την άμμο, τα σερβίτσια μας και τα μαλλιά των παιδιών μας. Τώρα που το σκέφτομαι, ήμασταν σχετικά τυχερές: ήταν Ιούλιος ακόμη και το σενάριο των τελευταίων ημερών δεν είχε ξεδιπλωθεί ακόμη. Αλλά εμείς, λες και ξέραμε, ρουφούσαμε ήλιο με βουλιμία. Αποθηκεύαμε ενέργεια και φως για τον δύσκολο χειμώνα που έρχεται.
(*) Η Αμάντα Μιχαλοπούλου είναι συγγραφέας. Το τελευταίο της βιβλίο είναι το μυθιστόρημα «Μπαρόκ» (εκδ. Καστανιώτη). amandamichalopoulou.com