Αρθρο του Μίμη Τσακωνιάτη για την πανέμορφη Αμοργό και με αφορμή σειρά φωτογραφίων της Μαρίας Τσακωνιάτη… Και όπως αναφέρει ο αρθρογράφος ” όταν διάβασα και στον Τελευταίο Πειρασμό τον Κρητικό στοχαστή να περιγράφει την υπερκόσμια γαλάζια σκιά που έριχνε ο Χριστός στη γη, τότε πείστηκα ότι τελικά η Αμοργός μόνο ξεχασμένη από το Θεό δεν είναι… Γιατί «είτε τον καλέσεις είτε δεν τον καλέσεις, ο Θεός είναι παρών!”
Ήταν αρχές Αυγούστου του ’95 όταν βρήκα τη δύναμη να απαγκιστρωθώ από την πνιγηρή επικούρεια παρέα μου στο Λαγονήσι και να φύγω με κάποιον φιλότεχνο φίλο για δεκαήμερες διακοπές στο μακρινό, ξεχασμένο όπως νόμιζα τότε από το Θεό, νησί της Αμοργού.Έλα όμως που ο τόπος αυτός έμελλε να παίξει έναν καταλυτικό ρόλο στην πνευματική μου αναζήτηση, μιας και πάνω στα άγονα, φτωχά χώματά του, βίωσα μία ανεπανάληπτη, μυστικιστική εμπειρία.
Του Μίμη Τσακωνιάτη (*)
Το πλοίο μάς άφησε νύχτα να βολοδέρνουμε έρημοι, σαν άσωτοι υιοί στο μικρό, γραφικό λιμάνι της Αιγιάλης και στα καλαίσθητα ροκ μπαράκια της, μέχρι που καταλύσαμε κατάκοποι στο ήσυχο κάμπινγκ της περιοχής. Την επομένη ημέρα με τον ήλιο μεσουρανίς, κινήσαμε καβάλα στην εντούρο κόκκινη μηχανή μου να επισκεφτούμε τη φημισμένη Χώρα, ένα από τα πιο περίτεχνα πετράδια που κοσμούν το φανταχτερό διάδημα του Αιγαίου πελάγους.
Ο ανηφορικός δρόμος που οδηγούσε στην πάλλουσα καρδιά της Αμοργού δεν είχε ακόμη ασφαλτοστρωθεί και η διαδρομή εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους, καθώς υπήρχαν σημεία με κακόβουλα κοτρώνια να προεξέχουν, έτοιμα αν χαλάρωνες μια στάλα την προσοχή σου στο τιμόνι να σε στείλουν μια ώρα αρχύτερα από κει που ήρθες. Η πρώτη στάση μας έγινε σε έναν μαγευτικό κολπίσκο αντίκρυ από τη βραχονησίδα με το όνομα Νικουριά, που μας καλούσε μαυλιστικά να την επισκεφτούμε. Ένα καΐκι ήταν πρόθυμο έναντι πενιχρής αμοιβής να σε περάσει απέναντι για να απολαύσεις την καθαρότητα και την παραδείσια γαλήνη και ομορφιά του νερού που στην επιφάνειά του αντανακλούσε το γαλάζιο πρόσωπο του ουρανού.
Οι αισθήσεις μου σαν διψασμένο σφουγγάρι ρουφούσαν λαίμαργα την εξωτική σαγήνη του τοπίου. Η Νικουριά έμοιαζε με αληθινή σειρήνα που ήθελε με ύπουλο τρόπο να μας ξεστρατίσει από τον πραγματικό μας προορισμό. Τελικά, κλείσαμε τα μάτια και τα αυτιά στο φιλήδονο κάλεσμα της υδάτινης πλανεύτρας, και αφού την ξεγελάσαμε με την κάλπικη υπόσχεση να την επισκεφτούμε συντόμως, συνεχίσαμε τον ανηφορικό, κακοτράχαλο δρόμο μας.
Στη μέση της διαδρομής, άξαφνα, λίγα σκόρπια σύννεφα χαμήλωσαν συνωμοτικά, και χωρίς να το καταλάβουμε βρεθήκαμε καταμεσήμερο περικυκλωμένοι από πυκνό στρώμα ομίχλης που δεν σου επέτρεπε να δεις ούτε τη μύτη σου, ενώ την ίδια στιγμή ο βασιλιάς ήλιος φάνταζε σαν να είχε πέσει προσωρινά από το θρόνο του και έχοντας χάσει τη λάμψη του φαινόταν σκυθρωπός, σαν ένας αχνός μαύρος δίσκος! Το σκηνικό έμοιαζε σαν ολική έκλειψη ηλίου, σαν ημέρα γνόφου, ημέρα νεφέλης…
Μετά από αναγκαστική ακινησία, όντας φυλακισμένοι μέσα στο λευκό, αέρινο σάβανο του ουρανού, το τοπίο καθάρισε, αφού τα σύννεφα διαλύθηκαν το ίδιο μυστηριωδώς όπως είχαν εμφανιστεί, και εμείς συνεχίσαμε ελεύθεροι την ανοδική μας πορεία. Φτάνοντας, επιτέλους, έπειτα από δύο περίπου ώρες περιπετειώδους διαδρομής στη Χώρα, ξεκαβαλικέψαμε τη μηχανή και διασχίσαμε πεζή τα κατάλευκα από τον ασβέστη πλακόστρωτα σοκάκια της, απολαμβάνοντας την υψηλή αισθητική της λαϊκής αρχιτεκτονικής που σέβεται το κάλλος του φυσικού τοπίου και συνυπάρχει μαζί του σε αγαστή πάντα σύμπνοια και αρμονία. Τίποτα το περιττό δεν αντικρίζει το ανθρώπινο μάτι, τίποτα το παράφωνο δεν ηχεί στη μελωδική γραμμή της μακραίωνης παράδοσης.
Καθώς ο διψασμένος φίλος κάθισε να δροσιστεί σε ένα πολυκαιρισμένο καφενείο με την επωνυμία Το Κάστρο, που λειτουργούσε ένας συμπαθητικός γέρος ονόματι Πάρβας, στη συνέχεια “λιποτάκτησε” και επικαλούμενος κάποια φτηνή δικαιολογία αρνήθηκε να με ακολουθήσει μέχρι τα πέρατα του νησιού, στο σχεδόν ερημωμένο χωριό Αρκεσίνη. Έτσι, κλήθηκα να συνεχίσω μονάχος. Μόλις λοιπόν πήρα το δρόμο που έβγαζε στην άλλη πλευρά του νησιού βίωσα κάτι ανεπανάληπτο, μία εμπειρία για την οποία δεν με είχε προετοιμάσει κανείς! Αντίκρισα το απέραντο, βαθύ γαλάζιο της Αμοργού! Ψηλά από τον ορεινό όγκο του νησιού και στο βάθος του ορίζοντα, όπου δεν υπήρχε κάποιο κομμάτι γης ή βράχου για να γειώνει το βλέμμα, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου, θωρούσες την απεραντοσύνη του μπλάβου χρώματος και η μόνη επιθυμία που σου γεννιόταν ήταν να διαλυθείς ως ύπαρξη, να εκμηδενιστείς μέσα στην απαράμιλλη ευμορφία του.
Δεν αισθανόσουν ασήμαντος, τιποτένιος σαν κόκκος άμμου μέσα στο χάος, όπως συμβαίνει όταν κοιτάζεις για παράδειγμα ψηλά από τον Λυκαβηττό την γκροτέσκα τερατούπολη Αθήνα που χάσκει απειλητική κάτω από τα πόδια σου, αλλά απέραντος, αθάνατος! Ένιωθα ότι μέσα σ’ αυτό το αιώνιο, αναλλοίωτο γαλάζιο φόντο, όπου στο έσχατο απόμακρο σημείο του η διαχωριστική γραμμή ουρανού και θάλασσας έσβηνε, εκεί μέσα στην απειρότητα του χώρου κρυβόταν η Μία και μοναδική Αλήθεια! Το ταμπλό του ορίζοντα χωριζόταν σε δύο επίπεδα μπλε μπογιάς. Αυτό της επιφάνειας της θάλασσας, όπου πάνω της ο δυνατός άνεμος στροβίλιζε το αλμυρό νερό δημιουργώντας περίτεχνες δίνες και κάθε είδους ευφάνταστους κυματισμούς, και αυτό του ουρανού όπου βασίλευε ένα υπερβατικό γαλάζιο χρώμα που δεν είχα ποτέ και πουθενά ματαδεί.
Από τη μία μεριά δηλαδή ο γήινος, χαμερπής κόσμος με τους θυελλώδεις του αέρηδες που ταράζουν τα κρανία των θνητών ανθρώπων και από την άλλη ο ουράνιος μεταφυσικός κόσμος του πνεύματος, όπου επικρατεί η λυτρωτική ενότητα και γαλήνη. Φεύγοντας από την Αμοργό είχα την ψευδαίσθηση πως ήταν θέμα χρόνου να βρεθώ σε κάποιον άλλο τόπο που θα μου έδινε μία παρόμοια αισθητική και πνευματική συγκίνηση, αλλά εις μάτην. Γύρισα σχεδόν τη μισή Ελλάδα, αλλά πουθενά δεν αντίκρισα την ανείπωτη μαγεία του τοπίου της Αμοργού. Μάλιστα, ήταν ένα εσωτερικό βίωμα που δεν ήμουν σε θέση να εκφράσω με λόγια, καθώς για κάποια πράγματα η γλώσσα φαντάζει πολύ φτωχή και ανάξια.
Έτσι, η μεγάλη έκπληξη ήρθε όταν βρισκόμουν σε ένα άλλο πανώριο νησί της Άγονης Γραμμής, την Αστυπάλαια, ή Αστροπαλιά κατ’ άλλους, και είχα πάρει συντροφιά μου το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη Ταξιδεύοντας Ιαπωνία-Κίνα. Εκεί, ανάμεσα στις αράδες του οιστρόπληκτου γραπτού του κορυφαίου παγκοσμίως Έλληνα συγγραφέα, διάβασα ωσάν αστρόπληκτος μία φράση με την οποία απέδιδε ανάγλυφα και με απόλυτη ακρίβεια το βίωμά μου στην Αμοργό και η οποία φράση συμπύκνωνε με μοναδικό, απαράμιλλο τρόπο τη βαθύτερη ουσία του Βουδισμού! Έλεγε χαρακτηριστικά: «…ατενίζοντας το απέραντο γαλάζιο τίποτα!»
Πέντε λέξεις ήταν αρκετές για να με κάνουν να νιώσω άφατη συγκίνηση και απροσμέτρητη παρηγόρια, καθώς μπορούσα πια να μοιραστώ το επτασφράγιστο μυστικό μου, έστω και με έναν πεθαμένο! Και όταν διάβασα και στον Τελευταίο Πειρασμό τον Κρητικό στοχαστή να περιγράφει την υπερκόσμια γαλάζια σκιά που έριχνε ο Χριστός στη γη, τότε πείστηκα ότι τελικά η Αμοργός μόνο ξεχασμένη από το Θεό δεν είναι… Γιατί «είτε τον καλέσεις είτε δεν τον καλέσεις, ο Θεός είναι παρών!
(*) …. Αρθρο του Μίμη Τσακωνιάτη στο περιοδικό “Νέμεσις” το 2007. Αφορμή, το ταξίδι του Τσακωνιάτη στην Αμοργό το καλοκαίρι του 1995. Και ήρθε στην επικαιρότητα εκ νέου λόγω των δύο υπερβατικών φωτογραφιών από τις πολλές που τράβηξε η αγαπημένη ξαδέλφη Μαρία Τσακωνιάτη στην Αμοργό…