Με αιφνιδιαστική τροπολογία χάνει την αυτοτέλεια του το «Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων – Συλλογή Φοίβος Ανωγειανάκης» και υποβαθμίζεται σε παράρτημα του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης
Ερωτήματα προκαλεί η τροπολογία που κατατέθηκε σήμερα στο νομοσχέδιο του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, και συζητείται την επόμενη Τετάρτη και Πέμπτη στη Βουλή, βάση της οποίας το “Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων – Συλλογή Φοίβος Ανωγειανάκης”, χάνει την αυτοτέλεια του και υποβαθμίζεται σε παράρτημα του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, λειτουργώντας ως τμήμα μιας διεύθυνσης του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Το Μουσείο, όραμα και έργο ζωής του Φοίβου Ανωγειανάκη, μουσικολόγου και κριτικού μουσικής της Αυγής ως το τέλος του βίου του, αποτέλεσε για 25 χρόνια τον μοναδικό κρατικό φορέα για την έρευνα διάσωση και διάδοση της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Με τον νέο Οργανισμό του Υπουργείου Πολιτισμού, καταργείται και την κατάργηση του έρχεται να επικυρώσει η τροπολογία του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης η οποία προβλέπει τη συγχώνευσή του με το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης από την οποία το “Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων-Συλλογή Φοίβου Ανωγειανάκη” ως υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού. Σ’ αυτήν μεταφέρονται και όλες οι αρμοδιότητες του Μουσείου όπως και όλοι οι εργαζόμενοί του.
Μπορεί το “Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων-Συλλογή Φοίβου Ανωγειανάκη” να μην κλείνει τις πόρτες του, ωστόσο ανοιχτά παραμένουν τα ερωτηματικά για τον από εδώ και στο εξής τρόπο λειτουργίας του όπως και για τη συνέχιση των ερευνητικών και εκπαιδευτικών του προγραμμάτων του.
Ανοιχτό παραμένει κυρίως το ερώτημα για το τι εξυπηρετεί αυτή η υποβάθμιση αφού πρόκειται για ένα μικρό μουσείο, επιτυχημένο και δημοφιλές, χωρίς μεγάλο κόστος και με ολιγομελές προσωπικό . Φαίνεται πως ακολουθεί, με τη σειρά του την τύχη όλων των μικρών, πολιτιστικών δομών, η υποβάθμιση ή η κατάργηση των οποίων δεν προκαλεί ιδιαίτερο κοινωνικό και επικοινωνιακό κόστος στην κυβέρνηση, που από την πλευρά της μένει πιστή στις επιταγές των δανειστών της για μείωση κατά 40% των δομών της δημόσιας διοίκησης.
Το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων εγκαινιάστηκε στις 6 Ιουνίου του 1991 και στέγασε την περίφημη συλλογή του Φοίβου Ανωγειανάκη και το όραμά του επίσης για τη λειτουργία ενός ελληνικού κέντρου για την έρευνα, τη διάσωση, τη διάδοση και τη μελέτη της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Το οραματιζόταν μάλιστα με διευρυμένο ερευνητικό πεδίο και στις παραδοσιακές μουσικές της Μεσογείου και των Βαλκανίων. Στα 25 χρόνια λειτουργίας του ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, ανέπτυξε πολύπλευρη δραστηριότητα, παρήγαγε ερευνητικό έργο και δραστηριοποιήθηκε έντονα στη διάδοση της μουσικής μας κληρονομιάς.
Το Μουσείο βασίζεται στη συλλογή από 1200 ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα από τον 18ο αιώνα ως τις μέρες μας, καρπό 40χρονης έρευνας και μελέτης του μουσικολόγου Φοίβου Ανωγειανάκη.
Το 1978 ο Φοίβος Ανωγειανάκης δώρισε τη συλλογή του στο ελληνικό δημόσιο και με την εποπτεία του άρχισαν οι εργασίες ίδρυσης του Μουσείου, που στεγάζεται σ’ ένα παλαιό αρχοντικό του 1840 στην Πλάκα (οικία Λασσάνη) δίπλα στη Ρωμαϊκή Αγορά.
Για την οργάνωση και αποπεράτωση του Μουσείου συνεργάστηκαν αρχικά το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και στη συνέχεια το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα Β. Παπαντωνίου και η Ελληνική Εταιρεία Λαογραφικής Μουσειολογίας.
Ο αρχιτέκτονας Κωστής Αδαμόπουλος διαμόρφωσε το κυρίως κτίριο στον εκθεσιακό χώρο, που στεγάζει επίσης την υποδοχή, τη διεύθυνση, τη γραμματεία και τη βιβλιοθήκη του Μουσείου. Οι παλαιοί στάβλοι του αρχοντικού στεγάζουν το Κέντρο Έρευνας και τα αρχεία, τους αποθηκευτικούς χώρους, μια αίθουσα εκδηλώσεων (για 80 άτομα) και το πωλητήριο του Μουσείου όπου διατίθενται βιβλία, δίσκοι και μουσικά όργανα.
Στους τρείς ορόφους του Πλακιώτικου αρχοντικού, εκτίθενται περίπου τα μισά όργανα της συλλογής Ανωγειανάκη, με κριτήριο όχι μόνο την αισθητική και τη διακόσμησή τους, αλλά κυρίως το εθνολογικό και μουσικολογικό τους ενδιαφέρον Τα υπόλοιπα όργανα βρίσκονται στη διάθεση των ερευνητών και αποτελούν υλικό για την κινητή έκθεση του Μουσείου, που περιοδεύει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ή για εκθέσεις ειδικού ενδιαφέροντος. Η έκθεση περιλαμβάνει τέσσερις ενότητες, όσες και οι οικογένειες μουσικών οργάνων που διακρίνει η εθνομουσικολογία, με κριτήριο το υλικό το οποίο πάλλεται για να δώσει τον ήχο, δηλαδή, μεμβρανόφωνα, αερόφωνα, χορδόφωνα και ιδιόφωνα.
Η παρουσίαση γίνεται κατά οργανολογικούς τύπους, σε βιτρίνες από κρύσταλλο, με ειδικές βάσεις από πλεξιγκλάς και δίγλωσσες (ελληνικά – αγγλικά) επεξηγήσεις. Ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να ακούει των ήχο των οργάνων αφού σε κάθε βιτρίνα ένα ειδικό σύστημα ακουστικών με μουσικά παραδείγματα παρουσιάζει τον ήχο, τη μουσική έκταση, τις τεχνικές παιξίματος και τους συνδυασμούς των μουσικών οργάνων που εκτίθενται σ’ αυτήν. Παράλληλα, γίνεται προσπάθεια να τοποθετηθούν τα όργανα σε τόπο και χρόνο και να συνδεθούν με τους κατασκευαστές και τους μουσικούς που τα χρησιμοποιούν, μέσα από οπτικοακουστικό υλικό που αναφέρεται σε έθιμα και τελετουργίες όπου κυριαρχεί το παραδοσιακό τρίπτυχο: λόγος-μουσική-χορός.
Πηγή: Εφημερίδα Αυγή