Η πρόταση από τους Αμερικανούς για τη δημιουργία στούντιο στη Σύρο φέρνει και πάλι στην επικαιρότητα το φορολογικό σύστημα της Ελλάδας που λειτουργεί ανασταλτικά για την επένδυση στον κινηματογράφο από ξένους παραγωγούς
Από «το παιδί και το Δελφίνι» (1951) μέχρι το «Mamma Mia» (2008) και το «Πριν τα μεσάνυχτα» (2013) πέρασαν 57 και 62 χρόνια αντίστοιχα. Σε αυτές τις δεκαετίες πολλές διεθνείς παραγωγές χρησιμοποίησαν τα ελληνικά τοπία ως φυσικά σκηνικά. Αντίθετα, κάποιες άλλες -ακόμα και με αρχαιοελληνική θεματογραφία-, που ενώ θα μπορούσαν να είχαν γυριστεί στην Ελλάδα και να συνεισφέρουν στην οικονομία, διάφοροι παράγοντες, συνήθως γραφειοκρατικοί αλλά όχι μόνο, απέτρεψαν το εγχείρημα και προτιμήθηκαν άλλες χώρες. Ο «Ηρακλής» λόγου χάρη, γυρίστηκε στην Ουγγαρία και η «Τροία» στη Μάλτα και το Μαρόκο.
Μια είδηση στις αρχές της εβδομάδας, που αφορούσε το ενδιαφέρον του Αμερικανού σκηνοθέτη Στίβεν Μπερνστάιν να δημιουργήσει μόνιμα κινηματογραφικά στούντιο στη Σύρο, κατέκλυσε το ελληνικό Διαδίκτυο με ενθουσιώδες δημοσιεύματα, χωρίς όμως να υπολογίζεται η σημαντική προϋπόθεση που έθεσε ο ενδιαφερόμενος και αφορά τα φορολογικά κίνητρα. Ο αντιπεριφερειάρχης Ν. Αιγαίου Γιώργος Λεονταρίτης, που χειρίζεται την υπόθεση από το καλοκαίρι του 2016, μιλώντας στην «Κ», λέει ότι «στο επενδυτικό σχέδιο με τίτλο “Το Ελληνικό Κινηματογραφικό Σχέδιο στη Σύρο” ο ενδιαφερόμενος δεν ζητεί τίποτα παραπάνω από την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά δεδομένα». Τα κίνητρα που ζητούν οι εταιρείες παραγωγής προκειμένου να γυρίσουν ταινία σε μια χώρα είναι δύο: ποσοστό φοροαπαλλαγών από προσυμφωνημένες δαπάνες (tax rebates) ή επιστροφή χρημάτων (cash rebates) μετά το τέλος της παραγωγής. Και στις δύο περιπτώσεις το ποσοστό είναι περίπου 30% του κόστους παραγωγής και οι χώρες ανταγωνίζονται μεταξύ τους γύρω από αυτό το ποσοστό. «Ο κ. Μπερνστάιν επισκέφθηκε το καλοκαίρι την Ερμούπολη και εντυπωσιάστηκε από τη γραφικότητα του νησιού, χαρακτηρίζοντάς το φυσικό στούντιο. Ηρθε στο γραφείο μου συνοδευόμενος από μια Συριανή επιχειρηματία και συμφωνήσαμε να προχωρήσουμε, αφού πρώτα έχουμε στα χέρια μας μια ολοκληρωμένη μελέτη για την επένδυσή του. Μερικές εβδομάδες αργότερα μας έστειλε τη μελέτη, η οποία όπως ήταν φυσικό, εγκρίθηκε από την Περιφέρεια».
Μάλιστα την είδηση επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο αμερικανός σκηνοθέτης – παραγωγός μιλώντας στο κεντρικό δελτίο Ειδήσεων του Star δύο ημέρες αργότερα λέγοντας ανάμεσα στα άλλα «Θέλουμε να μπορέσουμε να έχουμε ένα σκηνικό εκεί, που θα μπορεί να φιλοξενήσει μεγάλα γυρίσματα και θα είναι κομμάτι σε Χολιγουντιανές ταινίες δράσης. Αυτό που θες είναι ένα φυσικό θέρετρο που να έχει πόλη κοντά και η Σύρος είναι μια γραφική πόλη με τεχνική υποδομή και φυσικά είναι και τα ναυπηγεία στη Σύρο που είναι φανταστικά.». Μάλιστα είχε αναφερθεί και στα εμπόδια όπως την ελληνική φορολογία που καθιστά την Ελλάδα μη ανταγωνιστική σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. «Η Ουγγαρία και το Ηνωμένο Βασίλειο δίνουν έκπτωση φόρου 25%. Είναι δύσκολο να πούμε στους επενδυτές του project σας παρακαλώ ελάτε στην Ελλάδα, την αγαπάμε, θα φτιάξουμε μια τεράστια υποδομή, αλλά αλλού θα έχετε καλύτερη φορολόγηση.»
Μόνο Κέρδη
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη δικηγόρο πνευματικών δικαιωμάτων, Πηγάκη Χριστίνα, δεν υπάρχουν τα προαναφερθέντα οικονομικά κίνητρα και σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν επιπρόσθετες επιβαρύνσεις που εκτοξεύουν τα κόστη παραγωγής, καθιστώντας την Ελλάδα μη ανταγωνιστική. Χαρακτηριστικά αναφέρει, ως παράδειγμα, ότι το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ζητεί 100 ευρώ το δευτερόλεπτο για γύρισμα σε χώρο που έχει αρχαιολογικό ενδιαφέρον. «Μιλάμε για την Ελλάδα όπου οι περισσότεροι δημόσιοι χώροι έχουν αρχαιολογικό και ιστορικό ενδιαφέρον». Η κ. Πηγάκη, ως νομική εκπρόσωπος της εταιρείας που παρήγαγε την ταινία «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» το 2001 στην Κεφαλονιά, θυμάται ότι οι πολλές αντιξοότητες που αντιμετώπισαν στη διάρκεια των γυρισμάτων, ξεπεράστηκαν με μεγάλη δυσκολία και η παραγωγή κινδύνευσε να ναυαγήσει.
Η μελέτη που έμεινε στο συρτάρι
Η μελέτη της Ενωσης Ελλήνων Παραγωγών εκτιμά ότι η παραγωγή οπτικοακουστικών έργων είναι παγκοσμίως ένας από τους 10 περισσότερο αναπτυσσόμενους κλάδους της οικονομίας. Τα ποσά που εισρέουν στη χώρα μας από τα γυρίσματα ξένων ταινιών ανέρχονται σε 2-3 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ με την κατάλληλη πολιτική βούληση και νομοθεσία, η χώρα μας μπορεί να γίνει εύκολα προσβάσιμη, λιγότερο γραφειοκρατική, περισσότερο φιλική σε όσους θελήσουν να γυρίσουν εδώ ένα οπτικοακουστικό έργο και τα έσοδα να ανέλθουν στο ποσό των 30 εκατ. ευρώ ετησίως. «Δεν υπάρχει πιο άμεση επένδυση από τον κινηματογράφο», επισημαίνει στην «Κ» ο πρόεδρος της Ενωσης κ. Παναγιώτης Παπαχατζής, προσθέτοντας ότι η Ελλάδα έχει όλες τις απαραίτητες συνθήκες (ανθρώπινο δυναμικό, τεχνογνωσία, τεχνική υποδομή, φυσικές ομορφιές, πολιτισμό κ.λπ.) για να γίνει διεθνώς μια ανταγωνιστική χώρα στην παραγωγή οπτικοακουστικών έργων. «Δυστυχώς, όμως, η Ελλάδα δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στις “φιλικές” προς τον κινηματογράφο χώρες. Είναι η μόνη χώρα παγκοσμίως που δεν έχει θεσπίσει κίνητρα προσέλκυσης ξένων παραγωγών».
Οι προτάσεις που είχαν τεθεί στο …πιάτο
Στην εκτενή αυτή μελέτη των 64 σελίδων που το κοινό που παραβρέθηκε άκουσε μόνο ένα γενικότερο πλαίσιο, συμπεριλαμβάνονται και συγκεκριμένες προτάσεις για τους τρόπους προσέλκυσης διεθνών παραγωγών όπως:
# Η λήψη μέτρων που ήδη έχουν στοιχειοθετηθεί από την υφιστάμενη νομοθεσία όπως είναι η επιστροφή του ειδικού φόρου στους παραγωγούς από τα εισιτήρια των κινηματογραφικών ταινιών.
@ Ο ρόλος ενός γραφείου εξυπηρέτησης (FilmCommission) που θα λειτουργεί συντονιστικά και θα διευκολύνει τους ενδιαφερόμενους. Αναφέρθηκε σε άλλες χώρες όπου μία παραγωγή μπορεί να αποταθεί σε περισσότερα από ένα γραφείο, σε κάποιες περιπτώσεις όπως της Ισπανίας, και σε περισσότερα σε διαφορετικές πόλεις υποστηρίζοντας το τοπικό συμφέρον. Στην Ελλάδα το ένα και μοναδικό γραφείο υπολειτουργεί.
@ Η ύπαρξη αρχείου φωτογραφικού υλικού, ειδικές μελέτες, εκδόσεις, στατιστικά και πληροφοριών για την καλύτερη δυνατή ενημέρωση των ξένων κινηματογραφιστών.
@ Η δυνατότητα και απλοποίηση έκδοσης αδειών λήψης σκηνών, ενιαίο κοστολόγιο, μείωση της γραφειοκρατίας και βελτίωση αρμοδιοτήτων που θα μπορούσαν να διευκολύνουν τον προσδιορισμό του κόστους παραγωγής για τα γυρίσματα, μειώνοντας την αβεβαιότητα που αντιμετωπίζει μια κινηματογραφική παραγωγή.
Την αρμοδιότητα για την παροχή των παραπάνω κινήτρων αλλά και ευρύτερα του εκσυγχρονισμού του θεσμικού πλαισίου που αφορά την παραγωγή ταινιών στην Ελλάδα, μοιράζονται τέσσερα υπουργεία (Οικονομικών, Πολιτισμού, Τουρισμού και Ανάπτυξης). Τον συντονισμό είχε αναλάβει μια ομάδα εργασίας που συγκροτήθηκε στις αρχές του 2015 και μετείχαν εκπρόσωποι και από τα τέσσερα υπουργεία υπό την εποπτεία του τότε υφυπουργού κ. Τέρενς Κουίκ. Η συγκεκριμένη ομάδα ανέλαβε να συντάξει νομοσχέδιο με στόχο να κατατεθεί μέσα στον Νοέμβριο, αλλά λόγω ανασχηματισμού αναβλήθηκε. «Το νομοσχέδιο είναι έτοιμο, αλλά υπάρχουν μερικές εκκρεμότητες που αφορούν τις αδειοδοτήσεις, οι οποίες αναμένεται να κλείσουν μέχρι τέλος Δεκεμβρίου» αναφέρει στη «Κ» μέλος της ομάδας εργασίας που εκτιμά ότι το σχετικό νομοσχέδιο θα έχει εισαχθεί στη Βουλή μέχρι τον Ιανουαρίου του 2017. «Θέλουμε να ψηφιστεί όσο το δυνατόν ταχύτερα», σημειώνει. Στο νομοσχέδιο, σύμφωνα με την ίδια πηγή, εκτός από τα οικονομικά κίνητρα, προβλέπονται η απλοποίηση των ειδικών αδειοδοτήσεων από υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού, καθώς επίσης η δημιουργία γραφείων ανά περιφέρεια, τα οποία θα αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση των παραγωγών.
Με πληροφορίες από την «Καθημερινή»