Με τίτλο «Κυκλαδική κοινωνία, 5.000 χρόνια πριν» το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης δίνει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να γνωρίζουν τον απίστευτο πολιτισμό των Κυκλάδων με αντικείμενα που προέρχονται από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, τα Μουσεία Νάξου, Απειράνθου, Σύρου, Πάρου, καθώς και το Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου.
Σε ένα από τα πιο απόκρημνα σημεία της Σύρου, στη βορινή της πλευρά, ακριβώς απέναντι από τα στενά Τήνου – Ανδρου, συναντά κανείς τα σπαράγματα του πρωτοκυκλαδικού οικισμού στη θέση Καστρί (2800 – 2300 π.Χ.). Επιζούν μονάχα τα ίχνη από τις κατόψεις των μικροσκοπικών σπιτιών που στέγαζαν αυτούς τους θαρραλέους και εφευρετικούς κατοίκους του Αιγαίου. Σε πολλά από αυτά τα οικήματα υπάρχει μία συγκινητική λεπτομέρεια: η εγκοπή πάνω στο πέτρινο κατώφλι στο σημείο όπου μάγκωνε η πόρτα. Περνώντας την, οι περιπατητές κάνουν ένα άλμα στον χρόνο. Η θέα του πελάγους, των κοντινών λόφων και των νησιών στον ορίζοντα παραμένει απαράλλακτη. Δεν υπάρχει πιο γοητευτική σκέψη από το να προσπαθήσει κάποιος να φανταστεί πώς ήταν η καθημερινότητα των ανθρώπων του Αρχιπελάγους που ήξεραν να επιβιώνουν, να προφυλάσσονται, αλλά και να καλλιεργούν, να πιστεύουν σε ανώτερες δυνάμεις και να ταξιδεύουν. Οι περισσότεροι ταυτίζουμε τον κόσμο τους με τα πέτρινα ειδώλια, αγνοούμε όλο το πλαίσιο της ζωής τους.
Τα εργαλεία μιλούν
Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό ζήτημα θα ρίξει άπλετο φως μία από τις πιο πολυαναμενόμενες εκθέσεις του 2016, με τίτλο «Κυκλαδική κοινωνία, 5.000 χρόνια πριν», που θα ανοίξει στις αρχές Δεκεμβρίου στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, στο πλαίσιο του εορτασμού των 30 χρόνων από την ίδρυσή του. «Πρόκειται για μια ουσιαστική και συμβολική επιστροφή στην αρχική “πηγή”», υπογραμμίζει ο Νίκος Σταμπολίδης στην «Κ». Ο διευθυντής του ΜΚΤ συντρόφευσε την ιδρύτρια Ντόλυ Γουλανδρή στη μεγάλη προσπάθειά της να συγκροτήσει ένα ίδρυμα, το οποίο δεν θα διακρινόταν μονάχα για τη συλλογή του αλλά και για την επιστημονική έρευνα. Η έκθεση θα περιλαμβάνει πάνω από 200 αντικείμενα που θα προέρχονται βεβαίως από το Μουσείο, από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, τα Μουσεία Νάξου, Απειράνθου, Σύρου, Πάρου, καθώς και το Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου. Και όπως τονίζει στην «Καθημερινή» ο κος Σταμπολίφης «Καθώς αναφερόμαστε σε μια περίοδο κατά την οποία δεν έχουμε γραπτές πηγές, η ιχνηλάτηση του παρελθόντος θα γίνει μέσα από τα ίδια αντικείμενα που έχουν διασωθεί έως σήμερα: σκεύη, εργαλεία, ειδώλια, όπλα κ.ά. Μπορούν να μας πουν πολλά για τη σχέση τους με τη φύση, τον ήλιο, τη θάλασσα, τον αέρα και τη γη. Ενα από τα πρωτεύοντα στοιχεία είναι ότι τα μέλη των κυκλαδικών αυτών κοινωνιών, καθώς είχαν οπτική επαφή με τα άλλα νησιά, δεν έβλεπαν το υγρό στοιχείο ως κάτι που τους χώριζε αλλά ως θαλάσσιο δρόμο. Ανέπτυξαν το εμπόριο, την εξωστρέφεια και την επικοινωνία, έχοντας λίγη καλλιεργήσιμη γη».
«Ζωντανή πέτρα»
Ενα ακόμη «κλειδί» για να καταλάβουμε περισσότερα πράγματα γι’ αυτούς ήταν η πέτρα που είναι «ζωντανή» και στα χέρια τους μετασχηματίστηκε σε ό,τι είχαν ανάγκη. Με εξαιρετικό γεωγραφικό αισθητήριο, με σοφία και οικονομία για τους πόρους που είχαν στη διάθεσή τους και με αυξημένη περιέργεια να εξερευνήσουν το άγνωστο, οι Κυκλαδίτες κατάφεραν να οικοδομήσουν ένα βίο, κατάλοιπα του οποίου υπάρχουν μέχρι και τις ημέρες μας.
Ο Νίκος Σταμπολίδης εξηγεί: «Οποιοσδήποτε επισκέπτης της έκθεσης έχει μνήμες ή εικόνες από το πώς ήταν η καθημερινότητα στα νησιά του Αιγαίου κατά τις δεκαετίες ’50, ’60 και ’70, δηλαδή πριν από την έλευση του μαζικού τουρισμού, θα βρει πολλές ομοιότητες με τους πρώτους Κυκλαδίτες. Αντιλαμβάνεται κανείς τη συνέχεια. Αυτό το αφιέρωμα θα μας δείξει πολλά δεδομένα που έχει φέρει στο φως η έρευνα των τελευταίων ετών, καθώς η θέαση του πολιτισμού αυτού είχε συχνά τη θεώρηση που προσέδωσαν οι καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, όπως ο Πικάσο και ο Μπρανκούζι, οι οποίοι άντλησαν έμπνευση από τις λιτές γραμμές των κυκλαδίτικων ειδωλίων».