Σταύρος Μπαλτογιάννης… Ενας εραστής της Νάξου, της Τέχνης, του Πολιτισμού «Ο δάσκαλος θα σου δώσει την τεχνική, τα μυστικά του χρώματος. Τα υπόλοιπα θα στα δώσει η Φύση. Και μετά τα Μουσεία».
Η φράση «το είδε ο Μπαλτογιάννης» αποτελούσε εγγύηση. «Ερχονται συνέχεια και τους λέω τη γνώμη μου», μου είχε πει πριν από καιρό. «Βλέπω πολύ καλά έργα αλλά βλέπω και πληθώρα πλαστών, τα οποία είναι συμφορά για την τέχνη. Θα σας πω και μια ιστορία που αν και αστεία είναι τραγική. Πριν από μερικά χρόνια ήμουν με μία παρέα στο Μοναστηράκι και κάποιος ήθελε να αγοράσει ένα έργο –το οποίο ήταν αντίγραφο, δεν ήταν το πρωτότυπο– από ένα παλαιοπωλείο.
Κείμενο της Γιούλης Επτακοίλη (Εφημερίδα “Καθημερινή”)
Η κυρία που είχε το παλαιοπωλείο για να τον πείσει να το αγοράσει, του είπε, παρουσία μου και χωρίς να με γνωρίζει φυσικά, “πάρτε το, το είδε και ο Σταύρος Μπαλτογιάννης. Μην έχετε καμιά αμφιβολία”. Πολλοί με έχουν χρησιμοποιήσει, λέγοντας “το είδε ο Μπαλτογιάννης”, φαντάζομαι όμως, ότι ακόμη και αν πράγματι είχα δει κάποιο από αυτά τα πλαστά έργα, κανείς δεν είπε στους υποψήφιους αγοραστές “τι είπε ο Μπαλτογιάννης”. Δεν είναι εύκολο να αναγνωρίσεις ένα πλαστό έργο».
Την τελευταία φορά που τον συνάντησα, πριν από περίπου έναν χρόνο, ήταν αρκετά καταβεβλημένος με εμφανή αναπνευστικά προβλήματα. Το διαμέρισμά του στο κέντρο της Αθήνας ήταν γεμάτο πίνακες μικρών και μεσαίων διαστάσεων. Μισόγυμνα κοριτσίστικα σώματα, αιγαιοπελαγίτικα τοπία, νεκρές φύσεις, έργα καμωμένα με την τεχνική της εγκαυστικής, της κηρόχυτης ζωγραφικής, παραδοσιακά αλλά και μοντέρνα. Ζωγράφιζε μέρα-νύχτα. «Δεν σταματάει κοπέλα μου», μου είχε ψιθυρίσει με τρυφερότητα και συγκίνηση η οικιακή βοηθός του.
Ο Σταύρος Μπαλτογιάννης «γεννήθηκε ζωγράφος, δεν έγινε». Με αυτά τα λόγια τον περιέγραφε ο φίλος του Νίκος Κούνδουρος στον κατάλογο της έκθεσης που του αφιέρωσε το 2009 το Μουσείο Μπενάκη. Και πράγματι ο Γιαννιώτης καλλιτέχνης που πέθανε πριν από λίγες μέρες σε ηλικία 90 ετών, έζησε για την τέχνη. Οχι μόνο για να δημιουργήσει ο ίδιος τα δικά του έργα, αλλά και για να διασώσει αριστουργήματα. Διότι εκτός από ζωγράφος μιας σπουδαίας γενιάς καλλιτεχνών, ήταν και ένας από τους σημαντικότερους συντηρητές έργων τέχνης.
Γεννήθηκε το 1929 στην Πεδινή Ιωαννίνων. Εκεί πήρε τα πρώτα μαθήματα σχεδίου. Συνέχισε με σπουδές στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη. Υπήρξε μέλος μιας σπουδαίας γενιάς καλλιτεχνών. Κεσσανλής, Τσόκλης, Κοντός, Κανιάρης… «Η γενιά μου έβγαλε πολύ καλούς ζωγράφους, και μερικοί από αυτούς θα αντέξουν στον χρόνο. Ηταν μεγάλα ταλέντα», έλεγε. Είχε όμως πάντα στραμμένο το βλέμμα του και στους νεότερους.
«Σήμερα δεν αρκεί να είναι κανείς μόνο ταλέντο. Οι δημόσιες σχέσεις είναι το Α και το Ω. Επίσης, αν και υπάρχουν νέοι ικανοί και ελπιδοφόροι ζωγράφοι, είναι συνήθως εγκλωβισμένοι γύρω από έναν ιστορικό της τέχνης, ενώ μπορούσαν να πετύχουν κάτι παραπάνω. Να βγουν από τα σύνορα». Η συμβουλή του προς τις νέες γενιές ήταν να έχουν στραμμένο του βλέμμα τους στη Φύση. «Ο δάσκαλος θα σου δώσει την τεχνική, τα μυστικά του χρώματος. Τα υπόλοιπα θα στα δώσει η Φύση. Και μετά τα Μουσεία».
Οταν αποφοίτησε από την ΑΣΚΤ έφυγε στο εξωτερικό για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας. Παράλληλα, πήρε υποτροφία από το Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών για να σπουδάσει στη Ρώμη στο περίφημο Instituto Centrale di Restauro πάνω στη συντήρηση και στην αποκατάσταση αρχαιοτήτων. Ηταν μια καθοριστική εμπειρία: «Στο πρώτο έτος σκεφτόμουν, τι θέλω τώρα εγώ να μπερδεύομαι με τα “παλιά;”. Με ενδιέφερε η ζωγραφική και μόνο. Είχαν πάρει και τα μυαλά μου αέρα… Τον δεύτερο χρόνο, όμως, κατάλαβα ότι έχει ενδιαφέρον αυτή η ιστορία γιατί με έβαζε στα μυστικά της τέχνης. Οχι από το θεωρητικό αλλά από το πρακτικό μέρος. Μάθαινα το πώς κατασκευάζεται ένα έργο, ποιες είναι οι τεχνικές του. Ολοι οι ζωγράφοι δανειζόμαστε μια τεχνική και εκφραζόμαστε. Μόνο όταν την κατακτήσουμε εκφραζόμαστε ελεύθερα, χωρίς αναστολές. Εμένα με γοήτευσε η τεχνική της εγκαυστικής που δημιουργήθηκε στα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Aλλά δεν ήξερα τον τρόπο. Μέσα από διαβάσματα και έρευνα κατάφερα να την αποκρυπτογραφήσω. Περισσότερο, όμως, μέσα από το γεγονός ότι είχα στα χέρια μου τα ίδια τα έργα. Η συντήρηση, λοιπόν, μου έδωσε την απόλυτη κατανόηση και κατάκτηση της τεχνικής στη ζωγραφική μου».
Από τότε μοιράστηκε στα δύο. Στη ζωγραφική και στη συντήρηση. Ως συντηρητής κατάφερε να διασώσει σπουδαία έργα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Από τα χέρια του πέρασαν αριστουργήματα. Μαζί με τον Τάσο Μαργαριτώφ που έφυγε από τη ζωή το 2014, οργάνωσαν τη συντήρηση στην Ελλάδα. Αφησαν τα εργαστήρια και όργωσαν όλη την Ελλάδα, νησιωτική και ηπειρωτική. Ανέβηκαν σε σκαλωσιές, προστάτευσαν βυζαντινά μνημεία, συντήρησαν σπάνιες εικόνες, συμμετείχαν σε σημαντικές ανασκαφές, στελέχωσαν εφορείες αρχαιοτήτων, εκπαίδευσαν νέους συντηρητές στο εργαστήριο του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου.
Ο Σταύρος Μπαλτογιάννης παρουσίασε πολλές ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ συμμετείχε και σε αρκετές ομαδικές. Το Μουσείο Μπενάκη του έκανε ένα ολοκληρωμένο αφιέρωμα όπου παρουσιάστηκαν περίπου 50 έργα του. Βραβεύθηκε για τη δουλειά του και την προσφορά του στην τέχνη και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ηταν ένας άνθρωπος γλυκός, ζεστός και γενναιόδωρος για όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν λίγο καλύτερα. Με τη σύζυγό του Χρυσάνθη Μπαλτογιάννη, σημαντική βυζαντινολόγο και διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, ευτύχησε να κάνει δύο γιους και να καμαρώσει εγγόνια.