Η απάντηση της Καθολικής Μητρόπολης Νάξου διά χειρός του ιερέα Γεώργιου στην επιστολή του προέδρου της Κινηματογραφικής Λέσχης Νάξου και η υπενθύμιση ότι « έχουσι γνώσιν οι φύλακες του τελευταίου Κάστρου»
Η σχέση της Κινηματογραφικής Λέσχης Νάξου και του Κάστρου του νησιού και δη του Πνευματικού Κέντρου της Μητρόπολης της Καθολικής Εκκλησίας είναι ξεχωριστή… Επί 20 χρόνια ουσιαστικά το Πνευματικό Κέντρο αποτέλεσε τη στέγη των δραστηριοτήτων της Κινηματογραφικής Λέσχης αλλά όπως όλα τα πράγματα στο κόσμο υπάρχει ένα τέλος… Και πριν από μία εβδομάδα, ο πρόεδρος της Κινηματογραφικής Λέσχης Στέλιος Κονιτόπουλος προχώρησε σε αποστολή ανοιχτής επιστολής όπου εξέφρασε το προβληματισμό του για το μέλλον του Κάστρου διαβλέποντας όπως σημείωσε «μια αύξηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας με την ευλογία της εκκλησίας». Αναρωτήθηκε δε εάν οι «νησίδες Μουσείων» και οι αλλαγές που γίνονται στο Κάστρο ενδεχομένως να λειτουργήσουν ως ο πολιορκητικός κριός ώστε να πέσει το τελευταίο κάστρο «ομορφιάς και αισθητικής» που έχει μείνει στον άτυχο αυτό τόπο…
Όπως είναι λογικό ήρθε σχεδόν άμεσα η απάντηση. Δια χειρός του ιερέα της Μητρόπολης, πατήρ Γεωργίου Παλαμάρη, ο οποίος ανέλαβε να τονίσει όπως σημειώνει «κάποια στοιχεία» για την ορθότητα των πραγμάτων… Τονίζει ότι λόγω του χρόνου υπήρξε φθορά στο κτήριο και χρειάστηκε η ανάγκη για επισκευή. Σημειώνει ότι από τη πλευρά της η Κινηματογραφική Λέσχη δεν δεσμεύτηκε προφορικά για τη συντήρησή του χώρου, εκφράζει τη λύπη του για τις απόψεις του κου Κονιτόπουλου για τις δραστηριότητες της Εκκλησίας, θεωρεί δε ότι είναι υπερβολικός ο φόβος του κου Κονιτόπουλου για το μέλλον του Κάστρου σημειώνοντας ότι «έχουσι γνώσιν οι φύλακες»
Αναλυτικά η επιστολή που φέρει την υπογραφή του πατήρ Γεώργιου Παλαμάρη αναφέρει τα εξής:
Με αφορμή το δημοσίευμα του Προέδρου της Κινηματογραφικής Λέσχης Νάξου κ. Στέλιου Κονιτόπουλου και επειδή είναι προφανές ότι το ύφος αυτού του δημοσιεύματος θέλει να δημιουργήσει λανθασμένες εντυπώσεις για τη συμπεριφορά της Καθολικής Μητρόπολης απέναντι στην Κινηματογραφική Λέσχη Νάξου, επιθυμώ να τονίσω κάποια στοιχεία για την ορθότητα των πραγμάτων.
Το Πνευματικό Κέντρο της Μητρόπολης εδώ και πολλά χρόνια φιλοξενούσε διαφόρων ειδών πολιτιστικές εκδηλώσεις, μεταξύ αυτών και τις δραστηριότητες της Κινηματογραφικής Λέσχης Νάξου.
Η παρατεταμένη χρήση του χώρου από διάφορους καλλιτέχνες και φορείς για πολλά χρόνια καθώς και η φθορά του χρόνου δημιούργησαν έντονο πρόβλημα στο κτίριο γι΄ αυτό και κρίθηκε απαραίτητη η ανακαίνισή του. Η Μητρόπολη, λοιπόν, προέβη στην ανακαίνιση του Πνευματικού Κέντρου προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως Ενοριακή Αίθουσα για τις πολλές και διαφορετικές ποιμαντικές της δραστηριότητες.
Πρόθεση της Εκκλησίας δεν ήταν σε καμία περίπτωση η διακοπή της συνεργασίας με την Κινηματογραφική Λέσχη. Τα μέλη της όμως επέλεξαν να μην δεσμευτούν προφορικά ότι θα εξασφάλιζαν την προστασία και ακεραιότητα του χώρου κατά τη διάρκεια της χρήσης του. Πιστεύω ότι αποτελεί θεμέλιο για μια καλή συνεννόηση και φιλία η προσπάθεια σεβασμού προς έναν χώρο που ευγενικά παραχωρείται προς χρήση σε αυτόν που τον ζητεί.
Γίνεται λόγος με μια τελείως άκυρη προσέγγιση στο θέμα του «υπέρογκου ενοικίου» (όπου περισσότερο όγκο έχουν οι λέξεις παρά οι αριθμοί) το οποίο δεν αντιστοιχούσε παρά στην αξία του ηλεκτρικού ρεύματος που θα κατανάλωνε η Λέσχη την περίοδο χρήσης του κτιρίου!
Υπέρογκο ή όχι, λοιπόν, θα εξαρτιόταν από την ίδια τη Λέσχη.
Ξεπερνά πιστεύω τα όρια της διακριτικότητας η δημόσια κατάκριση για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται ένας ιδιοκτήτης τα υπάρχοντά του καθώς είναι στην ευχέρειά του να τα διαθέτει με τον τρόπο που κρίνει ο ίδιος κατάλληλο.
Ο κ. Κονιτόπουλος ανησυχεί για την «αύξηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας με την ευλογία της εκκλησίας». Η Εκκλησία πράγματι ευλογεί κάθε επιχειρηματική ή μη δραστηριότητα που προάγει το ήθος και τον πολιτισμό όπως έκανε τόσα χρόνια και με την Κινηματογραφική Λέσχη. Με λυπεί όμως ιδιαίτερα το γεγονός ότι ενώ η Λέσχη έχει ήδη βρει στέγη στο ιστορικό κτίριο την πρώην Σχολής Ουρσουλινών Μοναχών και συνεχίζει απρόσκοπτα τη λειτουργία της, ο κ. Κονιτόπουλος μέμφεται παρεμφερείς δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στο συγκεκριμένο χώρο.
Ο φόβος του μη τυχών και πέσει «το τελευταίο κάστρο» ομορφιάς και αισθητικής είναι υπερβολικός. Οι προσπάθειες που γίνονται για να αναδειχτεί το Κάστρο συνάδουν απόλυτα με τη νομιμότητα και τις γραμμές της Εφορίας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων με την οποία έχουμε μια άψογη συνεργασία.
Κανείς δεν αγαπά το Κάστρο καλύτερα από τους κατοίκους του και κανείς δεν έχει αντιληφθεί τη σημαντικότητά του ως μνημείου περισσότερο από αυτούς. Μάταια ανησυχεί, λοιπόν, ο κύριος Κονιτόπουλος αφού μπορούν πολλοί που θρέφουν κάποια σχετική ευαισθησία να τον διαβεβαιώσουν ότι «έχουσι γνώσιν οι φύλακες».