Τζαμπουνοντούμπακα… Ενας ήχος ξεχωριστός… Μελωδικός γεμάτος αγάπη για τη παράδοση και ιστορία καθότι κουβαλάει πόνο και πάθος ετών…. Στην Απείρανθο το δεύτερο Σάββατο των Αποκριών
Τζαμπουνοντούμπακα…. Στο άκουσμα της λέξης στέκεσαι Προσπαθείς να καταλάβεις τι μπορεί να σημαίνει. Αναλύεις την λέξη και γίνεσαι κοινωνός στην μουσική παράδοση της Απειράνθου στη Νάξο… Μία παράδοση που περνάει από γενιά σε γενιά… Σαν μία ιεροτελεστία που διατηρείται με θρησκευτική ευλάβεια και γίνεται μία τεράστια προσπάθεια να μην σπάσει… Το είδαμε άλλωστε κα την πρώτη Κυριακή των Αποκριών. Οπου στην πλάτσα της Απειράνθου, οι μικροί, αμούστακοι χορευτές του Συλλόγου ντυμένοι με τα παραδοσιακά χρώματα και ρούχα της Απειράνθου πήραν το βάπτισμα του …χορού. Και τώρα έχουμε το δεύτερο μέρος. Εδώ η κίνηση έρχεται δεύτερη… Κι αυτό γιατί δίνεται χόρος για την ακοή. Να αφουγκραστεί το μέταλλο που αφήνει ο ήχος από το τουμπάκι και τη τσαμπούνα… Ηχος που μπορεί να είναι σκληρός για κάποιους αλλά για άλλους, είναι ευλογία και η οδός προς την ολοκλήρωση. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι την Κυριακή της Τυρνής η κάθοδος των Κουδουνάτων θα σημάνει και την ένταξη των μελών του χωριού στο κοινωνικό σύνολο…
Ομως είπαμε… προηγείται η μάθηση της μουσικής παράδοσης.. Και το δεύτερο Σάββατο των Αποκριών, οι ήχοι από τα τζαμπουνοντούμπακα είχαν την τιμητική τους.. Και όλοι στην Απείρανθο (και παρά τις δύσκολες καιρικές συνθήκες) έγιναν μύστες μίας τελετής που σίγουρα αξίζει να μείνει..
Διαβάστε πως περιγράφει τα συναισθήματα που γεννιώνται η Galini Bardani μέσω ανάρτησης στον προσωπικό της λογαριασμό στα social media και βέβαια την ευχαριστούμε για το φωτογρααφικό υλικό από την εκδήλωση το περασμένο Σάββατο…
“Tζαμπουνοντούμπακα στην πλάτσα. Στο καφενείο του Γλεζοβασίλη. Με τον Τιγροφλώριο να μαγεύει με την τζαμπούνα του και τις Σοφίες στο ντουμπάκι. Όργανα φτιαγμένα από μέρη του ζώου ,από μέρη προορισμένα για άλλη χρήση μα ικανά να παράγουν ήχο ,κι όταν ακουμπήσουν στα κατάλληλα χέρια …καθηλώνουν.
«Η τζαμπούνα είναι η ζωή μου» λέει ο Τίγρης και συγκινείτε. Σκεπτόμενη πως είναι το παιδί του, δέχομαι την συγκίνηση, τον ήχο, το άκουσμα και δεν μου φαίνεται πια μονότονο, κρύβει αγάπη και κουβαλάει ιστορία. Συστήνει τους μαθητές του σαν δασκάλους και κανέναν δεν ξεχωρίζει. Όλοι είναι οι καλύτεροι για κείνον κι έτσι είναι .
Με ένα μαγαζί κατάμεστο να θυμίζει άλλες εποχές ,παλιές από ‘κείνες που νομίζεις πως έχουν φύγει ανεπιστρεπτί. Κι όμως δεν έφυγαν είναι μέσα μας αρκεί να τις βοηθήσουμε λιγάκι.
Κι εκεί που λες πως δεν περιμένεις τίποτ’ άλλο και λες εΐβα στην παρέα σου κερνώντας το χορό, κάτι ακούς και λες πως σίγουρα κάνεις λάθος. Κι όμως σ’ αυτό το άκουσμα λάθος δεν χωράει ,είναι κουδούνια ,κουδούνια ζωσμένα στη μέση περήφανων ανθρώπων. Κουδουνάτοι λοιπόν στη μέση της πλάτσας ,μια βδομάδα πριν την Τυρνή. Κουδουνάτοι όπως παλιά ,τότε που τα κουδούνια έβγαιναν κι άλλες μέρες. Απόκοσμο άκουσμα μα σύναμμα μαγικό”.