Με την βοήθεια του εκπαιδευτικού Φρατζέσκου Μαργαρίτη και της ποιήτριας Διαλεχτής Ζευγώλη – Γλέζου γινόμαστε μύστες της σημασίας που είχε η εορτή του Αγίου Φιλίππου για τους αγρότες και βέβαια τους Απεραθίτες – Ανήμερα της εορτής του Αγίου, έχουμε την “Μικρή Αποκριά”
“…ο καιρός καθώς γυρίζει, θα μας φέρει κοντά μας τη γιορτή τ’Αη-Φιλίππου, που συμπίπτει με την αρχή της Μικρής Σαρακοστής των Χριστουγέννων. Για τούτο τον Άγιο ο λαός μας λέει πως ήταν ζευγάς και διηγούνται ένα σωρό ιστορίες, οι ξωμάχοι μας, γύρω απ’τη ζωή και την καλοσύνη του. Λένε, πως έσφαξε το βόιδι του την ημέρα της Αποκριάς και το μοίρασε στους φτωχούς για ν’αποκρέψουν και, πως το ξαναβρήκε στο παχνί του την άλλη μέρα το πρωί να τρώει άχερα. Κι ακόμα πως τον βρήκαν οι Αποκριές στο χωράφι να σπέρνει και τόσα άλλα. Γι’αυτό, κάθε φορά που έρχεται η μέρα της Αποκριάς για τη Μικρή Σαρακοστή οι ξωμάχοι λένε πως: “Ο φτωχός ο Φίλιππος το χωράφι απόκρευε” ή “ο φτωχός ο Φίλιππος στο χωράφι απόκρευε.” (Βασίλης Λαμνάτος, “Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας.”)
Του Αγίου Φιλίππου του Αποστόλου σήμερα, Σάββατο 14 Νοεμβρίου.. Ενός εκ των μαθητών του Κυρίου και μάλιστα, λέγεται ότι ο Χριστός τον συνάντησε στη Γαλιλαία και τον κάλεσε κοντά του με τη φράση «ακολούθει μοι»... Επίσης ο Φίλιππος έμεινε στην ιστορία και για την έκφραση “Βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ» που αναφέρεται στην ιδιαίτερη σχέση που είχε με τον έτερο μαθητή του Κυρίου, τον Ναθαναήλ…
Επιστροφή όμως στη λαογραφία… Και χάρη στον εκπαιδευτικό Φρατζέσκο Μαργαρίτη γινόμαστε μύστες της σημασίας που είχε η γιορτή αυτή για τους κατοίκους της Απειράνθου. Και γιατί όχι για όλους τους κατοίκους της Ορεινής Νάξου ή και όσους ασχολούνταν με την γεωργία…. Στο ταξίδι αυτό βάζει το χεράκι της και η ποιήτρια Διαλεχτή Ζευγώλη – Γλέζου μέσα από την ποιητική ανθολογία.. Ας δούμε τη σχετική ανάρτηση του κου Μαργαρίτη και τη σχέση της γιορτής του Αγίου Φιλίπππου με τις .. Απόκριες και τα χοιροσφάγια…
Τη μέρα τ’ Αΐ Φιλίππου, τη λέγαμε “Μικρή Αποκριά”. Σφάζαμε και τον χοίρο μας στην πόρτα του σπιτιού μας. Έπρεπε να χορτάσουμε το κρέας, για ν’ αρχίσει η νήσκεια της “Μικρής Σαρακοστής” των Χριστουγέννων. Όποιος δεν είχε χοίρο, του δίναμε απ’ τον δικό μας. Κάναμε και ζαμπόνια και παστά χερνά. Όχι για να τα φάμε μόνοι μας, μα για να τα μοιραστούμε με τους άλλους. Σαν τον Άη Φίλιππο. Που ‘τονε λέει ζευγάς κι ολη μέρα ‘λώνευγε μ’ ένα βουδινό που ‘χε και το βράδυ το ‘σφαξε και το μοίρασε στσοι φτωχοί. Την άλλην ημέρα το πρωί πο’ σηκώθηκε, το ‘βρεν ολοζώντανο μες στ’ αλώνι.
Ο Ά γ ι ο ς Φ ί λ ι π π ο ς
Τα χρόνια τα παλιά μας λέει ο θρύλος,
ζούσε κάποιος ζευγάς σε ξεροκάμπι,
φτωχός κι αυτός, μα πιο φτωχοί του οι άλλοι,
που την πετρώδη γη σκληρά εδουλεύαν,
με τ’ αξινάρια και τον άγιο τους ιδρώτα,
λίγη σοδειά στο φτωχικό τους να ‘μπει.
Λίγο ήταν στο χωριό το ψυχομέτρι,
λίγο και το ψωμί, μακριά κι ο μύλος,
ψίχουλο δεν περίσσευε να τρώει κι ο σκύλος.
Άπονο λες το χώμα, δεν καρπίζει,
μα ο φτωχός στον Θεό του πάντα ελπίζει.
Στον ουρανό τη μάτια του στρέφει πρώτα
κι από ψηλά το έλεος περιμένει,
δέεται απόκρυφα η καμπάνα όταν σημαίνει,
χωρίς να βγάλει από το στόμα λέξη.
Τι συχνά στο χωριό που ελιτανεύαν,
την εποχή που εχρειαζότανε να βρέξει.
Βόδι ζευγαρικό και υνί κι αλέτρι
είχε ο καλός ζευγάς ο Φίλιππας δικά του.
Στου ζωντανού τον τράχηλο με αγάπη γέρνει,
στη χούφτα της το τάιζε η κυρά του.
Έφτανε η νηστεία του Σαρανταημέρου
και πώς το ξεροκάμπι ν’ αποκρέψει;
Τότες ακόμα οι άνθρωποι επιστεύαν,
τότες ακόμα εζούσαν τα έθιμά μας.
Θλιμμένη στο χωριό η μορφή του νιου του γέρου.
Τα σωθικά τους η πείνα είχε κουρσέψει.
Όμως η πίστη τους κρατά γερά στο πόδι.
Βουβά υπομένουν κι ολοένα ελπίζουν,
στου Θεού την απέραντη ευσπλαχνία:
“Ο Κύριος πάλι το έλεός Του θα μας πέψει”,
σκεφτότανε ο καθένας από μόνος.
Πάνω απ’ το μικρό χωριό σαν άστρο λάμπει,
γλυκειά η ελπίδα στον Θεό και η πίστη.
Και τον καλό τον Φιλίππα τον πήρε ο πόνος,
τον πήρε ο σεβασμός και η ψυχοπόνια.
Ώρα πολλή, πολύ το εσυλλογίστη
και πάει και φέρνει απ’ το παχνί το βόδι,
το βόδι που δεν το ‘χε για μαχαίρι,
παρά για τη σπορά και την αγάπη,
το βόδι που δεν είχε καν βοσκήσει όλη τη ράπη,
στα ξεροκάμπια που ‘χεν οργωμένα.
Δεν ξέρω αν με το ίδιο του το χέρι,
σταύρωσε στον λαιμό του το μαχαίρι.
Απόκρεψεν αυτός και τα παιδιά του
κι όπως τα χρόνια τα παλιά η σπονδή στον Δία,
έτσι στους χωριανούς του το προσφέρει.
Με τάξη και με δίκιο το μοιράζει
κι έφαγαν κι ήπιαν οι φτωχοί ζευγάδες όλοι
κι ενήστεψαν τη νήστεια τους χορτάτοι.
Χορτάσανε κι οι σκύλοι με αποφάγια.
Μόλις που τη χαρά του ο Φίλιππας εκράτει.
Τα χέρια του σταυρώνει εμπρός του τ’ άγια
κι ευχαριστεί τον Θεό στο εικονοστάσι,
που πλούσια το χωριό του είχε χορτάσει.
Αμετανόητος τραβάει ταχιά στον μαζωμό του
και βλέπει ξαφνικά το ζωντανό του,
στην αχερίστρα να τρώει το άχερό του!
Το θυμιατό επήρε και θυμιάζει
και τον Θεό, που τον φτωχό βοηθά, δοξάζει.
Στρατί στρατί εξεκίνησεν η φήμη,
όπως για τον Άγιο Μάμαντα και τώρα,
από χωριό σ’ άλλο χωριό και σ’ άλλη πόλη,
από νησί σ’ άλλο νησί και σ’ άλλη χώρα.
Στο θαύμα οι πιστοί, επιστέψανε όλοι
και ο καλός ζευγάς ο Φίλιππας αγιάζει.
Άγιε μου Φίλιππα, κάλε αγαθέ ζευγίτη,
εσύ που ξέρεις τι σημαίνει ξεροκάμπι,
πες να γυρίσουν στα παχνιά ξανά τα βόδια,
άχερο να φανεί στις αχερίστρες,
να γεμίσουν τα χωράφια με άσπρες μπόλιες,
με δρεπάνια, θεριστάδες και θερίστρες.
Κάμε να πρασινίσουν από στάρι οι κάμποι
και να δώσουν καρπό ζευγαρομόδια,
να χορτάσει αληθινό ψωμί το κάθε σπίτι,
Άγιε μου Φίλιππα, καλέ αγαθέ ζευγίτη.
Δ ι α λ ε χ τ ή Ζ ε υ γ ώ λ η – Γ λ έ ζ ο υ