Σε ηλικία 83 ετών «έφυγε» στον ύπνο της σήμερα το πρωί η συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη – Ήταν αδερφή του Μανόλη Αναγνωστάκη, σύζυγος του καθηγητή ψυχιατρικής Γιώργου Χειμωνά και μητέρα του συγγραφέα Θανάση Χειμωνά – Την Τρίτη η νεκρώσιμος ακολουθία στο πρώτο νεκροταφείο
«Δεν έδινα, γιατί ρωτούσαν πολλά, έπρεπε να πω πολλά, να απαντήσω σε ορισμένα πράγματα που δεν ήθελα. Ενώ τώρα, όταν δεν θέλω να πω κάτι, το ρίχνω αλλού, απαντάω άλλα σε αυτά που με ρωτάνε και είμαι εντάξει. Βρίσκω δικαιολογίες». Η Λούλα Αναγνωστάκη είδε δώσει αυτή την απάντηση όταν την ρώτησαν γιατί δεν δίνει συνεντεύξεις…
Η τελευταία που είχε δώσει ήταν στο BHMAgazino, στην Σόνια Ζαχαράτου τον Απρίλιο του 2016… Η Λούλα Αναγνωστάκη ίσως να μη χρειάζεται συστάσεις. Μοιάζει με θρύλο. Πενήντα χρόνια πέρασαν από τότε που πήγε στο Θέατρο Τέχνης – ή στο «υπόγειο», όπως συνηθίζαμε να το λέμε – και παρέδωσε δύο μονόπρακτά της στον Κάρολο Κουν. Εκείνος της είπε ότι ναι μεν του άρεσαν, αλλά έπρεπε να γράψει ένα επιπλέον για να συγκροτήσουν μια παράσταση. Γύρισε σπίτι και ξενύχτισε· και την επομένη το πρωί το είχε έτοιμο. Σε μια νύχτα, ένα ακόμη μονόπρακτο, «Η παρέλαση», εμπνευσμένο και από τη φυλάκιση του αδελφού της, του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, στο Γεντί Κουλέ, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο και απελευθερώθηκε το 1951 με τη γενική αμνηστία. Αυτά δεν τα ξεχνάει, καθώς λάτρευε τον αδελφό της. Οπως δεν ξεχνά όμως – και το χαίρεται ακόμη, χαμογελώντας με μια χαριτωμένη πονηριά – και το γεγονός ότι τότε, πριν από 50 χρόνια, κατόρθωσε να γράψει ένα έργο μέσα σε μια νύχτα. Γιατί έτσι άρχισε η θριαμβευτική είσοδός της στα θεατρικά πράγματα της χώρας.
Η Λούλα Αναγνωστάκη δεν ζει πια ανάμεσά μας… Εφυγε σήμερα το πρωί, στον ύπνο της σε ηλικία 83 ετών. Δεκαεπτά χρόνια μετά το θάνατο του συζύγου της Γιώργου Χειμωνά, που της στοίχισε. Αρχισε να κλείνει, όπως κλείνουν ένα ένα τα ανθοπέταλα μέσα στο σούρουπο. Εζησε μόνη της, στο διαμέρισμα όπου έστησε το αφήγημά της· μόνη, αφού πλέον μέσα από τις σελίδες του ξεπετάχτηκε ο κακός λύκος.
Γεννημένη τη δεκαετία του ’30 (η ίδια δεν έδινε καμία σημασία σε αυτό το στοιχείο ταυτότητας, όπως μας πληροφορούν οι οικείοι της), αδελφή του Μανόλη Αναγνωστάκη, σύζυγος του Γιώργου Χειμωνά, μητέρα του Θανάση Χειμωνά, η Λούλα Αναγνωστάκη, με τα μαύρα γυαλιά πάντα στα μάτια της, εμφανίστηκε στο θέατρο το 1965 με την Τριλογία της Πόλης («Η διανυκτέρευση», «Η πόλη», «Η παρέλαση»), στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Τελευταία της παράσταση, το 2003: «Σ’ εσάς που με ακούτε», από τη Νέα Σκηνή, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή.
Τα περίπου 40 χρόνια της ενεργού παρουσίας της στο θέατρο, η Λούλα Αναγνωστάκη ανέβασε πολλές παραστάσεις σε διάφορα θέατρα, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, με τα πιο ξεχωριστά ονόματα του θεάτρου, είτε ηθοποιούς είτε σκηνοθέτες. Τα έργα της, σχεδόν σε όλο τους το εύρος, εγχείριζαν προσεκτικά, με ένα σκοτεινό σαρκασμό, την ταυτότητα του Νεοέλληνα, όπως εκείνη διαμορφωνόταν από τις μεγάλες ιστορικές μεταβολές της περιόδου από το ’60 και μετά. Η Λούλα Αναγνωστάκη εξερεύνησε εις βάθος τα κοινά, συλλογικά τραύματα του Νεοέλληνα: την ενοχή, την ήττα, τη μοναξιά, όλα οικεία δείγματα των μεταπολεμικών λογοτεχνικών γενεών.
Σε εκείνη την συνέντευξη είχε απαντήσει στο «Είστε πάντα μια γοητευτική γυναίκα, κυρία Αναγνωστάκη»:«Οχι, είμαι μια ηλικιωμένη γυναίκα. Τι μου λέτε τώρα; Τα χρόνια περνάνε. Μας αλλάζουν. Ηταν και αυτή η αρρώστια μου… Ξέρετε, θα σας βασανίσω με τη συνέντευξη. Μιλάω αργά».
Για την εμφάνισή της είχε πει «Η ζωή μου είχε μια θεατρικότητα· αλλά δεν τη σκηνοθετούσα. Ετσι ήταν».
Για τα περίφημα…μαύρα γυαλιά είχε απαντήσει «Θέλετε να είστε ινκόγκνιτο; «Ινκόγκνιτο, ναι, αλλά όχι από ιδιοτροπία. Ετσι το έκανα κάποιες φορές και μετά έμεινε».
Και λίγο παρακάτω, για τη σχέση της με τη μουσική και τον ρυθμό στον λόγο της: «[Συγκινιόμουν] όσες φορές τραγουδούσα τον “Ουρανό κατακόκκινο” (σ.σ.: Την Τρίτη Διεθνή, με την οποία έκλεινε το έργο). Με συγκινούσε πάρα πολύ αυτό το τραγούδι, και το τραγουδούσα σπίτι. Μόνη μου, σαν να ήμουν μπροστά σε κόσμο• και μετά συγκινιόμουν. Δεν τολμούσα, όμως, να το τραγουδήσω στο θέατρο. Μου έλεγαν να το πω, αλλά ντρεπόμουν. Εχω ζήσει ωραίες στιγμές με το θέατρο, αλλά όχι μέσα στο υπόγειο του Κουν. Τις έζησα έξω, με ηθοποιούς που έκανα παρέα και καταλάβαιναν πολύ αυτό το τραγούδι που σας λέω. Ο Κουν έλεγε “Τι τα βάζεις τώρα τα τραγούδια;” – δεν τα ήθελε καθόλου, κυρίως τα επαναστατικά. Μετά, σιγά σιγά, δέχτηκε να τα βάζω. Τον έπεισα».
Η νεκρώσιμος ακολουθία της θα τελεστεί την ερχόμενη Τρίτη, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, στις 4 το απόγευμα.
Με πληροφορίες από την “Καθημερινή” και το Πρώτο Θέμα