Συνεχίζονται οι αρχαιολογικές εργασίες στο Εξωμβούργο καθότι εξασφαλίστηκε η απαραίτητη χρηματοδότηση
Με ανάρτηση του ο Δήμαρχος Τήνου κάνει γνωστή την χρηματοδότηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων με σκοπό τη συνέχιση των ανασκαφών στο Κάστρο του Εξωμβούργου.
Ακολουθεί η ανακοίνωση του Δημάρχου Τήνου, Γιάννη Σιώτου.
Στο πλαίσιο του ενδιαφέροντος και υποστήριξης του Δήμου Τήνου για την ανάδειξη και προβολή σημαντικών τοπόσημων του νησιού μας έγινε ομόφωνα δεκτή η εισήγησή μου στην Π. Ένωση Δήμων Νοτίου Αιγαίου για τη χρηματοδότηση της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων με σκοπό τη συνέχιση των ανασκαφών στο Κάστρο του Εξωμβούργου.
Η επένδυση στον Πολιτισμό και η ανάδειξη και προβολή πολιτιστικών μνημείων είναι επένδυση στο αύριο του νησιού μας. Γιατί η Τήνος με το μοναδικό φυσικό περιβάλλον και την «ζωντανή» ενδοχώρα της διακρίνεται και για την ιδιαίτερη πολιτιστική της κληρονομιά, κάτι που οφείλουμε να διαφυλάξουμε αλλά και να αναδείξουμε.
H ιστορία του κάστρου
Το κάστρο ονομάστηκε «Εξώμβουργο» μετά την καταστροφή του. Όταν ήταν στις δόξες του, ήταν γνωστό σαν «κάστρο της Αγίας Ελένης» ή απλά σαν «Κάστρο της Τήνου». Για τους Ενετούς ήταν το «Castrum de Tine» (την εποχή των Γκίζι) ή το « Castello di Santa Elena».
Μετά την καταστροφή του κάστρου το 1715, οι κάτοικοι μετοίκησαν στο χώρο έξω από το παλιό κάστρο, στο λεγόμενο Μπούργκο. Σημειωτέον, το Μπούργκο υπήρχε στο λόφο του κάστρου και πριν από την καταστροφή. Στη μεσαιωνική Ελλάδα, οι συνοικισμοί που αναπτύσσονταν έξω από τα κάστρα (και, συχνά, κολλητά σε αυτά) είχαν την ονομασία «Borgo» ή «Μπούργο» ή «Μπούργκο». Σκοπός τους ήταν να καλύψουν τις ανάγκες για χώρους κατοικίας (και φυσιολογικής διαβίωσης) που συνήθως ήταν είδος εν ανεπαρκεία μέσα στα κάστρα. Η άμυνα των οικισμών αυτών δεν ήταν πρόβλημα, αφού σε περίπτωση κινδύνου, το κάστρο ήταν δίπλα.
«Ξώμπουργκο» ήταν είτε η Τηνιακή εκδοχή για το «Μπούργκο» είτε δήλωνε ότι ο νέος οικισμός ήταν ακόμα πιο έξω και από το παλιό Μπούργκο (που λογικά πρέπει να καταστράφηκε κι αυτό με την ανατίναξη του κάστρου).
Από αυτόν το νέο συνοικισμό, όλο το το ύψωμα πήρε τελικά την ονομασία Εξώμπουργκο ή Ξώμπουργκο ή Εξώμβουργο (που είναι και η επίσημη ονομασία σήμερα).
Στο Εξώμβουργο ήταν η αρχαία πρωτεύουσα του νησιού. Ο λόφος είχε ήδη κατοικηθεί και οχυρωθεί από την εποχή του χαλκού. Τα ερείπια του πελώριου κυκλώπειου τείχους που είναι ακόμη ορατά στις νοτιοδυτικές παρυφές του βράχου, κάτω από αλλεπάλληλα στρώματα μεταγενέστερων οχυρώσεων, ανάγονται σε μια εποχή περί το 1100 π.Χ.
Η κατοίκηση στο βράχο συνεχίστηκε και κατά τη Γεωµετρική εποχή και τους Σκοτεινούς αιώνες. Τον 6ο αιώνα π.Χ. χτίστηκε ένα μεγάλο τείχος που κάλυπτε ολόκληρη τη νότια και δυτική πλευρά του Εξώμβουργου.
Η πορεία στο χρόνο
Τον 4ο αιώνα π.Χ. η πρωτεύουσα της Τήνου μεταφέρθηκε στο παραλιακό Άστυ (τη σημερινή Χώρα της Τήνου). H εξέλιξη αυτή σχετίζεται με την ανοικοδόμηση από τους Μακεδόνες του περίφημου Ιερού του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης τα Κιόνια της Τήνου, που υπήρξε ένας τους πιο σημαντικούς τόπους λατρείας κατά την αρχαιότητα.
Οι πληροφορίες για την μεσαιωνική Τήνο από τον 4ο μ.Χ ως τον 11ο αιώνα μ.Χ. είναι πολύ λίγες και δεν επιτρέπουν να έχουμε πλήρη εικόνα. Σε γενικές γραμμές, γνωρίζουμε ότι αυτήν την περίοδο, υπήρξαν πολυάριθμες βαρβαρικές και πειρατικές επιδρομές, μακρόχρονες επιδημίες, καταστροφικοί σεισμοί και μεγάλες εκρήξεις ηφαιστείων (Θήρα 557 μ.Χ. και 740 μ.Χ.) που οδήγησαν σε δημογραφικό και οικονομικό μαρασμό και μετακίνηση των κύριων οικισμών από τα παράλια στην ενδοχώρα.
Στη μεσοβυζαντινή περίοδο φαίνεται ότι η πρωτεύουσα του νησιού ήταν στο σημερινό χωριό Ξυνάρα, στις δυτικές παρυφές του Εξώμβουργου, καθώς εκεί εντοπίζεται η παλαιότερη εκκλησία της Τήνου (ο επισκοπικός ναός των αγίων Θεοδώρων, κατεστραμμένος σήμερα). Το Εξώμβουργο όμως, που τότε ήταν το «κάστρο της Αγίας Ελένης» (από το ομώνυμο εκκλησάκι στην κορυφή του), άρχισε να συγκεντρώνει πληθυσμό, επειδή πρόσφερε μεγαλύτερη ασφάλεια. Βαθμιαία, μέχρι τον 9ο ή 10ο μ.Χ. αιώνα, έγινε ξανά το κέντρο του νησιού.
Η Τήνος θα βγει από το ημίφως της Ιστορίας μετά την Δ’ Σταυροφορία. Στη μοιρασιά που ακολούθησε την άλωση της Πόλης το 1204 από τους Φράγκους, η Τήνος πέρασε στη δικαιοδοσία των Ενετών αδελφών Ανδρέα και Ιερεμία Γκίζι (Ghisi), οι οποίοι τυπικά ήταν υποτελείς του Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.
Ο Ανδρέας Γκίζι θα ορίσει ως πρωτεύουσα του φεουδαρχικού κρατιδίου του (που περιελάμβανε αρχικά και τη Μύκονο) το ισχυρό κάστρο της Αγίας Ελένης στην κορυφή του Εξώμβουργου. Μια από τις πρώτες ενέργειες των Γκίζι ήταν να ενισχύσουν την οχύρωση εκεί και να το μετατρέψουν σε ένα ισχυρό κάστρο.
Η εποχή των Γκίζι τελείωσε το 1390, όταν πέθανε άκληρος ο τελευταίος κληρονόμος της δυναστείας, Γεώργιος Γ’. Τότε οι κάτοικοι, υπό το φόβο των Τούρκων, έστειλαν αντιπροσωπεία στον Βενετό Βάϊλο του Νεγροπόντε (Χαλκίδα) με αίτημα την υπαγωγή του νησιού απευθείας στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας. Το αίτημα έγινε, φυσικά, δεκτό. Από το 1430, τη διοίκηση στο νησί ασκούσε ο Ενετός επιτετραμμένος με τον τίτλο του «Ρέκτορα Τήνου και Μυκόνου» (Rettore di Tine e Micone). O Ρέκτωρ της Τήνου αναφερόταν στον Προβλεπτή (Proveditore ή Πρεβεδούρος) της Εύβοιας και από το 1470 στον Προβλεπτή της Κρήτης.
Σε αυτό το καθεστώς, οι επόμενοι αιώνες υπήρξαν μια σχετικά καλή περίοδος για το νησί παρ’ όλες τις τρομακτικές αλλαγές στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο και παρά το γεγονός οι Ορθόδοξοι ήταν τρόπον τινα πολίτες δευτέρας κατηγορίας. Σημειωτέον ότι στα 508 χρόνια της ενετικής κυριαρχίας δεν υπήρχε ορθόδοξος επίσκοπος στην Τήνο. Υπήρχε μόνο Καθολικός επίσκοπος ο οποίος σε συνεργασία με τον Ρέκτορα διόριζε έναν «Έλληνα Πρωτοπαπά».
Ο οθωμανικός στόλος στα πλαίσια των ενετοτουρκικών πολέμων του 16ου και 17ου αιώνα, έκανε πολυάριθμες απόπειρες για την κατάληψη του νησιού, χωρίς επιτυχία. Μόνο το 1537 ο περιβόητος Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα κατάφερε πρόσκαιρα να την κυριεύσει, αλλά σύντομα αποχώρησε, καθώς εκείνη τη χρονιά ο Τουρκικός στόλος είχε επικεντρωθεί μόνο σε σφαγές και λεηλασίες και δεν επεδίωξαν μόνιμη κτήση εδαφών στις Κυκλαδες. Μετά την αποχώρηση των Τούρκων, η Τήνος επανήλθε στην προηγούμενη κατάσταση και παρέμεινε η μόνη ενετική κτήση στη μέση της Οθωμανικής επικράτειας και ενώ τα άλλα νησιά του αρχιπελάγους τα μάστιζε η πειρατεία.
Μετά την περιπέτεια με τον Μπαρμπαρόσα, έγιναν νέα μεγάλα έργα για την ενίσχυση της οχύρωσης του κάστρου. Τότε το μεσαιωνικό κάστρο των Γκίζιδων μετατράπηκε σε «μοντέρνο» φρούριο ειδικά σχεδιασμένο για να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής, δηλαδή στην άμυνα εναντίον πυροβόλων όπλων.
Ο Μπαρμπαρόσα επέστρεψε το 1541 και επιχείρησε να καταλάβει ξανά την Τήνο, αλλά χωρίς επιτυχία αυτήν τη φορά.
Τουρκοκρατία
Το τέλος της Ενετοκρατίας ήρθε το 1715. Στον έβδομο Ενετοτουρκικό πόλεμο, οι Οθωμανοί εξαπέλυσαν γενική επίθεση εναντίον των Ενετών από ξηρά και θάλασσα για την ανακατάληψη του Μοριά. Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτική νίκη των Οθωμανών που πέτυχαν να καταλάβουν όλες τις ενετικές κτήσεις στην Ελλάδα: Πελοπόννησο, Κύθηρα, Αίγινα και τα τελευταία κάστρα στην Κρήτη. Από τις πρώτες απώλειες σε εκείνη την εκστρατεία ήταν η Τήνος:
Στις 5 Ιουνίου 1715, τουρκικός στρατός αποβιβάστηκε στην Τήνο και πολιόρκησε το Κάστρο. Η συντριπτική υπεροχή του εχθρού, αφενός, και αφετέρου η ελλιπής φρουρά (50 άνδρες),οι ξεπερασμένες αμυντικές εγκαταστάσεις και ο απαρχαιωμένος εξοπλισμός (35 κανόνια από τα οποία μόνο τα 15 λειτουργούσαν), δεν άφησαν πολλά περιθώρια στον Ρέκτορα της Τήνου Bernardo Baldi, οποίος άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Τούρκο ναύαρχο Τζανούμ πασά και τελικά παρέδωσε το κάστρο. Οι Τούρκοι δεν προέβησαν σε σφαγές και επέτρεψαν τη φρουρά να αποχωρήσει ένοπλη.
Δεκαπέντε μέρες μετά, οι Τούρκοι έφυγαν, αλλά προηγουμένως ανατίναξαν το κάστρο της Αγίας Ελένης. Αυτό συνέβη μάλλον επειδή δεν ήταν στα σχέδιά τους να το αξιοποιήσουν οι ίδιοι εγκαθιστώντας φρουρά και παράλληλα ήθελαν να αποδυναμώσουν την άμυνα του νησιού για το ενδεχόμενο πιθανής επιστροφής των Ενετών (οι οποίοι σε εκείνο το χρονικό σημείο δεν είχαν ακόμα συντριβεί, άρα ήταν ακόμα επίφοβοι).
Μετά από την καταστροφή της καστροπολιτείας, οι 800 περίπου κάτοικοι εγκαταστάθηκαν έξω από το παλιό κάστρο, στο Ξώμπουργκο, αλλά η διαβίωση πάνω στο βράχο δεν πρόσφερε πλέον κανένα πλεονέκτημα, οπότε σύντομα ο οικισμός παρήκμασε και άρχισε να φυλλορροεί προς όφελος του αναπτυσσόμενου λιμένα του Αγίου Νικολάου, της σημερινής Χώρας, που έγινε μέσα στην επόμενη δεκαετία το νέο διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νησιού. Ο οικισμός του Εξώμβουργου εγκαταλείφθηκε οριστικά στις αρχές του 20ου αιώνα.