Σημαντική πρόοδο έχουν σημειώσει οι εργασίες αναστήλωσης του αρχαϊκού ναού και του εστιατορίου του Ιερού του Απόλλωνα στο Δεσποτικό – Στο προσκήνιο και η νησίδα Τσιμηντήρι
Τη Δευτέρα η ανασκαφική ομάδα του Δεσποτικού στην Αντίπαρο, ξεκινά το αναστηλωτικό έργο που έχει προγραμματίσει για αυτή την περίοδο. Μαζί με τη δημιουργία διαδρομών για τους επισκέπτες, όπως λέει στο Liberal.gr ο επικεφαλής του προγράμματος, αρχαιολόγος Γιάννος Κουράγιος, θα μπορέσουμε του χρόνου να ανοίξουμε τον χώρο για τους επισκέπτες. Που είναι ήδη πολλοί, καθώς αυτό το ακατοίκητο νησί ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, με τις σημαντικές αρχαιότητες που βρέθηκαν εκεί, όπως και στη γειτονική νησίδα Τσιμιντήρι, προσελκύει τους επισκέπτες της Πάρου και της Αντιπάρου τα τελευταία καλοκαίρια. Και αυτό αποτελεί μια χαρμόσυνη είδηση για τα δύο νησιά που έχουν τόσο πληγεί τον τελευταίο καιρό, δηλώνει με χαρά ο κ. Κουράγιος
Οι εργασίες αναστήλωσης του αρχαϊκού ναού και του εστιατορίου του Ιερού του Απόλλωνα στο Δεσποτικό, οι οποίες βαίνουν προς την ολοκλήρωσή τους, με το μνημείο να έχει ανακτήσει πλέον σημαντικό μέρος από το αρχικό ύψος του και να δεσπόζει στον χώρο. Ήδη από το Νοέμβριο του 2019 είχαν απομακρυνθεί οι σκαλωσιές από την κιονοστοιχία του εστιατορίου μετά την ολοκλήρωση της αναστήλωσης της. Φέτος, έγιναν εργασίες στο βόρειο και δυτικό τοίχο του ναού που συμπληρώθηκαν με νέους και αρχαίους δόμους, στο θυραίο τοίχο των δωματίων του ναού και στα κατώφλια, στις παραστάδες ναού και εστιατορίου και στους σπονδύλους ναού και εστιατορίου. Τέλος, ένα σημαντικό βήμα επετεύχθη με την τοποθέτηση και προσαρμογή στον θριγκό του ναού πέντε αρχαίων τριγλύφων, δύο αρχαίων και δύο νέων μετοπών.
Ο κ. Κουράγιος αναφέρει πως δεν έχουμε ευρήματα σχετικά με τα αετώματα, και έτσι δεν θα υπάρξει αναστήλωση. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως υπήρχαν, λόγω του ότι εντοπίστηκαν ανθέμια.
Παρά τις δύσκολες συνθήκες, λόγω των περιορισμών που επέβαλε η πανδημία του covid19, πραγματοποιήθηκε και φέτος η συστηματική ανασκαφή της Εφορείας Κυκλάδων στο ιερό του Απόλλωνα στο Δεσποτικό και στο Τσιμηντήρι, υπό τη διεύθυνση του Γιάννου Κουράγιου (ΕΦΑΚΥΚ), με τη συνεργασία των αρχαιολόγων Ίλιας Νταϊφά και Αλεξάνδρας Αλεξανδρίδου (Επικ. Καθηγ. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων), και τη συμμετοχή μικρού αριθμού φοιτητών από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Οι εργασίες διήρκησαν 4 εβδομάδες (22/6-17/7/2020), ενώ για ένα μήνα (5/6-4/7/2020) έγιναν και οι αναστηλωτικές εργασίες στο ναό και το εστιατόριο του ιερού του Απόλλωνα. Η πραγματοποίησή τους ήταν δυνατή χάρη στις ευγενικές χορηγίες των: ΑΙΓΕΑΣ ΑΜΚΕ (Θανάσης & Μαρίνα Μαρτίνου), Ίδρυμα Π&Α Κανελλοπούλου, Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη, Δήμος Αντιπάρου, Σύλλογος «Φίλοι της Πάρου», Ίδρυμα Ι. Λάτση.
Οι φετινές ανασκαφές, όπως υπογραμμίζει ο Γιάννος Κουράγιος, «επιβεβαίωσαν τις γνώσεις μας πως στο Δεσποτικό και στο Τσιμιντήρι απλωνόταν ένα τεράστιο ιερό. Το Τσιμιντήρι ήταν ενωμένο με ισθμό, αφού το ύψος της θάλασσας ήταν περί τα 2,5 χαμηλότερο. Ένα από τα νέα κτίρια που βρέθηκε είχε διατάσεις 15 επί 15μ, και τα τοιχώματα είχαν φάρδος ενός μέτρου. Πρόκειται μάλλον για μια ισχυρή δεξαμενή, η οποία καταστράφηκε, γιατί έχει μέσα μπάζα.
Κάποιοι συνάδελφοί μου επιμένουν ότι εκεί υπήρχε οικισμός. Προσωπικά λέω πως τα μέχρι τώρα ανασκαφικά δεδομένα δεν μας δείχνουν κάτι τέτοιο. Μάλλον επρόκειτο για ιερό με πολλά βοηθητικά κτίρια. Ας σκεφτούμε πως όποιος ήθελε να πάει στη σημερινή Συρία, στην Αίγυπτο, στη Μακεδονία, θα έπρεπε να κάνει μια στάση διασχίζοντας τις Κυκλάδες, ώστε να κάνει ανεφοδιασμό. Πιστεύω πως το ιερό εκμεταλλευόταν την ιερότητα του χώρου, έδινε προμήθειες (έχουμε βρει πίθους με νερό, λάδι κ.α.) και εισέπραττε φόρους».
Στο Δεσποτικό, σε μικρή απόσταση δυτικά της μάντρας του βοσκού, στο νοτιότερο έως σήμερα διερευνημένο τμήμα της θέσης, εντοπίστηκε τμήμα ορθογώνιου οικοδομήματος μεγάλων διαστάσεων (8,65μ Χ 8,50μ). Είχε υποστεί μεγάλη διατάραξη και οι τοίχοι του είχαν καταρρεύσει στο εσωτερικό του. Ωστόσο με βάση τα σωζόμενα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μπορούν να διακριθούν τουλάχιστον δύο αρχιτεκτονικές φάσεις του. Κατά την πρωιμότερη φάση είχε σχεδόν τετράγωνη κάτοψη και οριζόταν από τέσσερις τοίχους θεμελιωμένους στο φυσικό βράχο. Στη δεύτερη φάση κατασκευάστηκε μία πιόσχημη, εν είδει προστώου προσθήκη στη βόρεια πλευρά. Η ισχυρή κατασκευή των τοίχων του, το βάθος θεμελίωσης τους έως και 1,85μ, η ανεύρεση κονιάματος και η μικρή ποσότητα ευρημάτων στο εσωτερικό του αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για την αναγνώριση του οικοδομήματος ως δεξαμενή, η όταν εγκαταλείφθηκε σταδιακά «μπαζώθηκε» με λίθους, χώμα και άλλα φερτά υλικά.
Αν και η κατασκευή των τοίχων μαρτυρά πως το οικοδόμημα ανεγέρθηκε στους αρχαϊκούς χρόνους, η ανεύρεση κεραμικής διαφορετικής χρονολόγησης υποδεικνύει τη μακρά χρήση του, ίσως και ως την ύστερη αρχαιότητα.
Το μεγαλύτερο τμήμα της ανασκαφικής περιόδου 2020 αφιερώθηκε στην έρευνα στη νησίδα Τσιμηντήρι, η οποία κατά την αρχαιότητα ήταν χώρος στον ισθμό που ένωνε το Δεσποτικό με άλλο χώρο και αποτελούσε μέρος της εκτεταμένης λατρευτικής εγκατάστασης-δορυφόρου του Ιερού του Απόλλωνα. Με το πέρας των 2 εβδομάδων της φετινής έρευνας είχαν εντοπιστεί οκτώ κτήρια που καταλαμβάνουν τη νότια και ανατολική πλευρά του νησιού και κοιτούν προς το υπήνεμο λιμάνι και απέναντι, προς το ιερό. Ένα από αυτά αποτελείται από τουλάχιστον πέντε χώρους, σε έναν από τους οποίους εντοπίστηκε μεγάλος αριθμός κεραμικής χρηστικής και θραυσμάτων ανάγλυφων πίθων. Τα ευρήματα από το κτίριο, ανάμεσα στα οποία πολλά θραύσματα αρχαϊκών πίθων με εγχάρακτη και εμπίεστη διακόσμηση δίνουν ένα χρονολογικό ορίζοντα χρήσης του από τον 7ο έως τον πρώιμο 5ο αιώνα.
Όλα τα κτήρια στο Τσιμηντήρι έχουν πολύ μεγάλες διαστάσεις και ισχυρή κατασκευή, ενώ φαίνεται να σχετίζονται όλα μεταξύ τους δομικά δημιουργώντας ένα πυκνό οικοδομικό ιστό στην νότια πλευρά της βραχονησίδας που κατά την αρχαιότητα θα αποτελούσε την ΒΑ ακτή του υπήνεμου λιμανιού. Τα κτήρια αυτά πιθανότατα είχαν δημόσιο χαρακτήρα και σχετίζονταν με τη λειτουργία του λιμανιού.