Ο Δημήτρης Νανούρης γράφει για τον Γιωργίτη Πολυκράτη που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή…
Συμμαθητές του στο θρυλικό Β΄ Γυμνάσιο Αθηνών, στην ευρύτερη περιοχή της Βικτώριας, υπήρξαν ο φιλόσοφος Χρήστος Γιανναράς, ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο εικαστικός Αλέκος Φασιανός και ο ηθοποιός Τρύφων Καρατζάς.
Του Δημήτρη Νανούρη (*)
Αναφέρω ενδεικτικά τους πιο ήσυχους, που τρόχιζαν, ωστόσο, στο αγρίλι των μπροστινών θρανίων το ανήσυχο πνεύμα τους. Καίτοι μικρός το δέμας, ο Γιωργίτης –διότι περί του Γιωργίτη πρόκειται ασφαλώς– προτιμούσε τη γαλαρία. Καθόταν πλάι στον ποιητή Λευτέρη Παπαδόπουλο, ο οποίος ανέλαβε να διεκτραγωδήσει αργότερα με τους στίχους του τα κατορθώματα της παρέας.
Μιλάμε για τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50, όταν η χώρα πάσχιζε να γλυκάνει τις πληγές της Κατοχής και του Εμφυλίου. Το τσέρκι αυλάκωνε το κατάστρωμα της οδού Φυλής, η Αριστοτέλους φωτιζόταν με ασετυλίνη και οι απάνω ρούγες φλογίζονταν από τις φωτιές τ’ Αϊ-Γιάννη. Τις αυλές των χαμηλών σπιτιών μοιράζονταν πολυπληθείς οικογένειες, οι νοικοκυρές κατάβρεχαν τους χωμάτινους δρόμους για να μη σηκώνεται σκόνη το καλοκαίρι κι ο Γιωργίτης άρπαζε την πέτρα χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, τίναζε το χέρι και κατέβαζε την αντικρινή τζαμαρία μόνο και μόνο για να σκάσουν χαμόγελο τα πικρά χειλάκια μιας κάποιας Μαρίας.
Ιδιαζόντως χειροδύναμος και νευρώδης, έριχνε τέσσερα χρόνια την υπόλοιπη τάξη. Ηταν αφοπλιστικά παρορμητικός και το μέχρι αποκοτιάς εκρηκτικό του ταμπεραμέντο τον καθιστούσε επίκεντρο ολόκληρης της γειτονιάς. Ο κατά κόσμον Γιώργος Πολυκράτης γεννήθηκε στ’ Απεράθου της Νάξου το 1931. Ορφάνεψε πολύ νωρίς από πατέρα κι η Μαρία Γλέζου, η μάνα του, ξενιτεύτηκε στην Αθήνα μπας και χορτάσει τα στόματα των τεσσάρων παιδιών της.
Εκείνος ανδρώθηκε στα κακοτράχαλα γκρίφια του χωριού, ασχολούμενος ακούραστα με τη βοσκοσύνη και πάσης φύσεως αγροτικές εργασίες. Κατέφθασε στην πρωτεύουσα περί το ’50. Μαθημένος στην απλοχωριά του νησιού, τον στένευαν αφόρητα τα πετροντούβαρα της σχολικής αίθουσας. Εν ώρα μαθήματος σκάλιζε πάνω σε ακανόνιστα κομμάτια ξύλου τις μορφές συμμαθητών και καθηγητών του. Οι οξυδερκέστεροι απ’ τους τελευταίους τον ώθησαν να γραφτεί στην Καλών Τεχνών.
Λανθάνουσα καλλιτεχνική φλέβα παλλόταν κάτω απ’ το ακατέργαστο ηλιοκαμένο του δέρμα. Τη φέρνει στην επιφάνεια με τη συνδρομή του καθηγητή Μιχάλη Τόμπρου, δίπλα στον οποίο σπουδάζει γλυπτική στην Αθήνα. Το 1962 φεύγει με υποτροφία στη Φλωρεντία, όπου μαζί με τα γλύφανα εντρυφά στη ζωγραφική και τη νωπογραφία. Καθιερώνεται στο εικαστικό σύμπαν της πόλης του Μιχαήλ Αγγελου απ’ την πρώτη του έκθεση το 1964.
Κορυφαίοι Ιταλοί τεχνοκριτικοί βλέπουν στον «Βοσκό της Νάξου», όπως τον αποκαλούν, «ορμή, αυθόρμητη δροσιά και εναργές σφρίγος, συνυφασμένα με τον πιο έντονο μοντερνισμό και βαθείς ήχους από υποφώσκοντα στρώματα πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού».
Η μόνιμη εγκατάστασή του στη Φλωρεντία φαντάζει μονόδρομος. Ακολουθεί λαμπρή καριέρα δεκαετιών με συνεχείς εκθέσεις σε ιταλικές, ελληνικές και λοιπές ευρωπαϊκές πόλεις. Εργα του κοσμούν σιδηροδρομικούς σταθμούς και πλατείες της Ιταλίας και σημαντικά μουσεία ανά την υφήλιο. Είχα την ευλογία να ’ναι ξάδερφος της μάνας μου και να σμίξει αργότερα με πρώτη μου εξαδέλφη από την πλευρά του πατέρα μου. Τον θυμάμαι από μικρό παιδί να συνεπαίρνει τους συνομιλητές του με την ολύμπια σαγήνη και το αχαλίνωτο πάθος του.
Ο Giorgio Polykratis, ο Γιωργίτης για μας τους Απεραθίτες, αναχώρησε για τις επουράνιες παλέτες στα 91 του και κηδεύτηκε στη λατρεμένη του πατρώα γη. Αγγέλοι να θυμιάζουν την ψυχή και την καλλιτεχνική «τρέλα» του.
(*) Ο Δημήτρης Νανούρης, αρθρογράφος στην “Εφημερίδα των Συντακτών”