Διονύσης Παπαγιαννόπουλος.. Φανατικός εργένης, προσωπικός φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, πολέμησε στη πρώτη γραμμή στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ξεχώρισε ως πατέρας, καθηγητής αλλα και φίλος με ξεκαρδιστικές ατάκες όπως «Όοοξωωω, ρεεε!». Και «Εεεπ. Τι το κάναμε εδώ, American Bar;»…
Σαν σήμερα συμπληρώνονται 36 χρόνια από το θάνατο του σπουδαίου ηθοποιού μας. Ενός ανθρώπου με αστείρευτο ταλέντο. Θεατρόφιλοι και κινηματογραφόφιλοι χάρηκαν την απαράμιλλη υποκριτική δεινότητά του σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Ευτυχώς, οι ταινίες που πρωταγωνίστησε έμειναν αιώνιο κτήμα του πολιτισμού μας και τον κατέστησαν δημοφιλή και στις επόμενες γενιές συμπατριωτών του.
Του Αλέξανδρου Αρβανιτά
Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος γεννήθηκε στο Διακοφτό Αχαΐας το 1912. Ξεκίνησε ως σπουδαστής του Εθνικού Θεάτρου και παρέμεινε μέχρι το 1946 σ’ αυτό. Συμμετείχε στους σημαντικότερους θιάσους της εποχής του. Έπαιξε σε 133 ταινίες. Πρώτη, τα «Παιδιά της Αθήνας», το 1947. Τελευταία, το «Ταξίδι στα Κύθηρα», το 1984. Οι αρχικοί ρόλοι του ήταν αυτοί του κακού, του εκβιαστή, του εγκληματικού στοιχείου. Άτομο συντηρητικών καταβολών, μαζί με τους Ντίνο Ηλιόπουλο και Λάμπρο Κωνσταντάρα πολέμησε στην πρώτη γραμμή του Ελληνοαλβανικού Μετώπου. Στον Εμφύλιο υπηρέτησε λοχαγός στον εθνικό στρατό. Είχε αναπτύξει προσωπική σχέση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ωστόσο, δεν ασχολήθηκε καθόλου με ό,τι αποκαλούμε ενεργό πολιτική. Ο φίλος και συνάδελφός του, Ντίνος Ηλιόπουλος, τον έστρεψε στην κωμωδία και η Τέχνη κέρδισε έναν εξαιρετικό ηθοποιό. Ξεχώρισαν δύο ατάκες που τον καθιέρωσαν στο ευρύ κοινό: «Όοοξωωω, ρεεε!». Και «Εεεπ. Τι το κάναμε εδώ, American Bar;»…
Οι ερμηνείες του υπέροχες, οι ατάκες του ξεκαρδιστικές:
-Έτσι που καταντήσαμε, δεν μπορώ να χαρώ τίποτα. Από τη μια η κόρη μου αρραβωνιάστηκε αυτόν το σαχλαμάρα, απ’ την άλλη εσύ το ‘χεις ρίξει στην κοσμική ζωή και στο χαρτί… Τι απόμεινε για το φουκαρά τον Αποστόλη; Όχι, σε ρωτάω, τι απόμεινε;
-Εγώ, Στόλη μου. Δεν σου φτάνω εγώ;
-Εσύ παντρεύτηκες τους βαλέδες και τους μπαλαντέρ…
Από την ίδια ταινία:
-Πάμε. Αλλά όχι μ’ αυτά τα μούτρα.
-Γιατί, τι έχουν τα μούτρα μου; Τώρα τα ‘πλυνα…
«Για ποιον κτυπά η κουδούνα», 1968
-Δεν τη χούφτωσες; Θα το μετανιώσεις. Χούφτωστην! Χούφτωστην!
Επίσης από την ίδια ταινία:
-Μπα; Δεν τρώμε ζάχαρη; Εμφανίσαμε συμπτώματα διαβήτη;
-Όχι. Δεν τρώμε ζάχαρη, γιατί παχαίνει.
-Ε, έρχονται τώρα και τα γεροντόπαχα…
-Μπα, εγώ από μικρός είχα τα πάχια μου!
-Ε, άμα είναι παιδικό το πάχος, μη στενοχωριέσαι. Θα ρίξεις μπόι!
«Κάτι κουρασμένα παλικάρια», 1967
-Γιατί πιανόσαστε, ρε παιδιά;
Επίσης από την ίδια ταινία:
-Ενοχλώ, ρε παιδιά, δεν ενοχλώ!
«Δεσποινίς διευθυντής», 1964
-Έλα εδώ, παιδί μου. Για πάρε να διανείμεις τους ελέγχους… Όχι αυτούς. Άστους αυτούς. Θα τους δώσω εγώ ο ίδιος. Θα τους δώσω με φάπες!
«Χτυποκάρδια στο θρανίο», 1963
– Ο μακαρίτης ο παππούς σας, ο μακαρίτης ο πατέρας σας μετά, τώρα εσείς…
– Θεός σχωρέστον… Είδες τι πήγαμε να πάθουμε…
– Τον αγαπούσαν τον παππού σας, τον λάτρευαν τον πατέρα σας, αλλά με σας πια, κύριε υπουργέ.
– Χαλάει ο κόσμος.
-Πίνουν νερό στο όνομά σας.
-Πίνουν νερό στο όνομά μου.
-Αλίμονο.
-Μ’ αγαπάνε.
-Σας λατρεύουν, κύριε υπουργέ. Θυσία. Ύστερα από τόσα που έχετε κάνει γι’ αυτούς…
Ξανά από την ίδια ταινία:
-Τι δουλειά κάνεις εσύ, βρε Κρούεζα; Οικονομικώς, εννοώ, πώς τα φέρνεις βόλτα;
-Το ρωτάτε εσείς αυτό; Από μικρό παιδάκι στο κόμμα. Με αδικείται, κύριε υπουργέ! Εγώ σκοτώνομαι για το κόμμα.
«Υπάρχει και φιλότιμο», 1965
-Πήγαινε να πάρεις κρασί.
-Καλά, τι βαράς, ντε;
-Βαράω προκαταβολικά, γιατί ξέρω ότι θ’ αργήσεις!
Επίσης από την ίδια ταινία:
-How do you do;
-Ντουντού, ντουντού!
«Γαμπρός απ’ το Λονδίνο», 1967
-Τι έγινε, ρε Αντώνη; Τους πιάσατε στα πράσα;
-Όχι, κύριε υπομοίραρχε, στο κρεβάτι τους πιάσαμε!
-Ολοτσίτσιδους, ρε; Μπράβο, ρε Αντώνη. Και εις ανώτερα!
Επίσης από την ίδια ταινία:
-Αχ, είμαι πολύ δυστυχισμένη, κύριε υπομοίραρχε, πολύ δυστυχισμένη.
-Κυρία δυστυχισμένη, δεν σκεπάζετε τα τσιτσίδια σας και να πάτε να ντυθείτε;
Επίσης από την ίδια ταινία:
-Τι σαματάς είν’ αυτός;
-Ο ψευτοάγιος, κύριε υπομοίραρχε. Θέλει να τον αφήσουμε!
-Πες του να κάτσει φρόνιμα, γιατί θα πέσει βούρδουλας.
-Κι αν είναι αληθινός και μας κάψει;
-Ρε, τράβα που σου λέω! Εξουσία είσαι! Εμείς μπορούμε να τα βάλουμε με όλους εξόν από τον Θεό!
Ξανά από την ίδια ταινία:
-Του λόγου σου ποια είσαι;
-Του ναυάρχου.
-Ποιανού ναυάρχου;
-Του ναυάρχου Τσαχτσαρίδη, αν έχετε ακουστά.
-Α, μάλιστα. Για μπες μέσα και περίμενε. Μ’ εσένα έχουμε πολλά να πούμε.
-Πολλά; Ωχ, Θεέ μου, και είμαι καλεσμένη σε κάποια δεξίωση. Πόσο λέτε να αργήσω;
-Κάνα δυο χρονάκια!
Πάλι από την ίδια ταινία:
-Ποιοι είστε εσείς; Ταυτότητες γρήγορα…
-Ταυτότητα; Αυτό έλειπε να έχω κι εγώ ταυτότητα…
-Δεν έχεις ταυτότητα; Υπό κράτηση.
-Εμείς υπό κράτηση! Κύριε, είμαι ο Χριστόφορος Τσιμισκής!
-Δεν πά’ να ‘σαι και ο Γκραν Πάπας; Ταυτότητα έχεις, παιδί μου; Δεν έχεις ταυτότητα; Ε, θα σε πάω μέσα, προς εξακρίβωση…
«Η βίλα των οργίων», 1964
-Έλα μέσα, ρε Μανώλη.
-Διαταγάς.
-Πετάξου απέναντι στο εστιατόριο και φέρε μου κάτι να τσιμπήσω.
-Μάλιστα, τι να σας φέρω;
-Ε, κάτι ελαφρύ. Δεν θα φάω σήμερα. Δεν πεινάω. Μια μακαρονάδα.
-Με σαλτσίτσα;
-Με σαλτσίτσα. Και ένα κοτόπουλο. Και μια μερίδα αρνάκι.
-Ψητό;
-Ψητό. Και πού ‘σαι… Πες του να ετοιμάσει και μια καλή μερίδα κεφτέδες. Και μια συναγρίδα.
-Αν υπάρχει…
-Ε, αν υπάρχει. Αν δεν υπάρχει θα πας εσύ να την ψαρέψεις;
-Ε, όχι, βέβαια…
-Όχι, βέβαια. Άντε πήγαινε. Και πού ‘σαι. Και ένα μπουκάλι μπίρα. Και ψωμιά!
-Μάλιστα. Μόνο αυτά;
-Ε, σου είπα. Θα τσιμπήσω σήμερα, δεν θα φάω. Δεν έχω όρεξη!
«Ο αχόρταγος» 1967
-Εσύ δεν μας έλεγες για τον Γκόρτσο;
-Μου έλεγε και σας έλεγα…
Από την ίδια ταινία:
-Θα ψηφίσουμε Γκόρτσο, το παιδί του λαού!
-Ε, όχι και παιδί. Αυτός είναι στην ηλικία μου!
-Ε, και; Παιδί είναι. Επειδή, δηλαδή, εσύ εγέρασες από τα 80;
Επίσης από την ίδια ταινία:
-Κι αυτός ο Γκόρτσος όλο λόγια είναι…
Διόρισες, κύριε Γκόρτσο, το γιο του Γιακουμή στη ΔΕΗ; Όχι.
Έκανες παπά τον Μήτρο του Μπούκουρα; Όχι. Έχει, λέει, κάτι πλαστογραφίες. Εμ, γι’ αυτό σε θέλουμε. Αν δεν είχε πλαστογραφίες, δεν σε χρειαζόμασταν. Δεν κάνεις, κύριε Γκόρτσο…
Ε, ρε έρμε, Γκόρτσε, τι όνειρο να έβλεπες χθες βράδυ;
Ξανά από την ίδια ταινία:
-Σύνθημά μας είναι η μαγκούρα!
Πιο δυνατά, με ψυχή!
Γκόρτσος, Γκόρτσος, Γκόρτσος!
«Τζένη-Τζένη», 1966
Υπήρξε φανατικός θαυμαστής του ωραίου φύλου. Ωστόσο, ζούσε μόνος, καθότι επέλεξε να μην παντρευτεί. Πέθανε στην Αθήνα και τον βρήκαν δύο μέρες αργότερα. Αθόρυβα ήρθε στον κόσμο, αθόρυβα έφυγε. Τόσο αθόρυβα όσο αθόρυβη υπήρξε και όλη του η ζωή…