Τον Μάιο του 1864, ο Λεόν Αντριέν Τεριέ, μέλος της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, επισκέπτεται τη Δήλο. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, σημειώνει: «Εάν καταστραφούν οι αρχαιότητες της Δήλου, θα αφήσουν ένα κενό που τίποτε δεν θα μπορέσει να το αναπληρώσει». Το 1873 πραγματοποιείται η πρώτη ανασκαφή με πρωτοβουλία της σχολής στο Σπήλαιο του Κύνθου. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Τέοφιλ Ομόλ ανασκάπτει το Ιερό του Απόλλωνα και τον περιβάλλοντα χώρο του, τον Πώρινο Ναό και τον Οίκο των Ναξίων.
«Οι πρώτοι αρχαιολόγοι που έφτασαν στο νησί ήταν εξαιρετικά μορφωμένοι, μιλούσαν αρχαία ελληνικά και λατινικά, γνώριζαν την ιστορία της Δήλου μέσα από τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, όμως δεν είχαν εμπειρία στο πεδίο και ούτε φαντάζονταν τι θα συναντήσουν», αναφέρει η διευθύντρια της σχολής, Βερονίκ Σανκόφσκι. Οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Για αρκετά χρόνια, οι ερευνητές περνούσαν στη Δήλο με ένα βαρκάκι, ιδιοκτησία της σχολής, από τη Μύκονο και επέστρεφαν εκεί το βράδυ αφού δεν υπήρχε η δυνατότητα να διανυκτερεύσουν.
Η Μύκονος προσφέρει προμήθειες σε τρόφιμα, υλικά, εργατικό δυναμικό. Τη δεκαετία του 1880 οι ανασκαφές επεκτείνονται στην πόλη: Συνοικία του Θεάτρου, κοιλάδα του Ινωπού, παράλιο μέτωπο, Αγορά των Ιταλών, Λέσχη του Κοινού των Ποσειδωνιαστών της Βηρυτού, Γυμνάσιο. Την ίδια περίοδο και ενώ οι έρευνες έχουν ενταθεί, κρίνεται επιτακτική η ανάγκη κατασκευής ενός καταλύματος. Στην αρχή, το οίκημα που περιλάμβανε μόνο ένα δωμάτιο, αναφερόταν ως το «σπίτι του κυρίου Ομόλ» – στη συνέχεια, βέβαια, επεκτάθηκε για να καλύψει τις ανάγκες όλων των μελών που διέμεναν στο νησί. Τα σπίτια των πληρωμάτων έμειναν χωρίς ρεύμα μέχρι το 1992, ενώ το νερό που χρησιμοποιούν για την καθημερινότητά τους οι ανασκαφείς ακόμη και σήμερα, αντλείται από το ίδιο αρχαίο πηγάδι. Ακόμα και οι τρόποι αναψυχής από τα τέλη του 19ου αιώνα έως σήμερα παραμένουν ανακουφιστικά οι ίδιοι: συζήτηση, περίπατος, μπάνιο, ψάρεμα, αγροτικές εργασίες, διάβασμα.
«Οταν συντονιστείς με τον ρυθμό του νησιού, καταλαβαίνεις πως αυτή είναι μια ζωή που συγχρονίζεται με το παρελθόν», εξηγεί η Βερονίκ Σανκόφσκι, η οποία έχει περάσει πολλούς μήνες μελετώντας την ιστορία και τη σημασία που διαδραμάτισε στην οικονομία και την εξωστρέφεια του τόπου το λιμάνι της Δήλου. «Το νερό που τρέχει από τα πηγάδια, τα σπίτια της αρχαιότητας που βλέπουν την ίδια θέα με αυτή που έχεις εσύ από το κατάλυμά σου. Ακόμα και η καθημερινότητα σου υπενθυμίζει πως αυτό είναι ένα ταξίδι στο παρελθόν που σε περιέχει. Τα βιβλία στα οποία ανατρέχεις στο σπίτι των αρχαιολόγων έχουν πάνω σημειώσεις ανθρώπων που βρίσκονταν στο ίδιο σημείο με σένα έναν αιώνα πριν. Εχουμε ευθύνη να συνεχίσουμε αυτό το ταξίδι».
Η ίδια μαζί με τον αρχαιολόγο Ζαν Σαρλ Μορέτι και την καθηγήτρια ελληνικών σπουδών Σεσίλ Ντιβρί επιμελούνται την έκθεση «150 χρόνια ανασκαφών και μελετών στη Δήλο» που φιλοξενείται στους φροντισμένους κήπους της Γαλλικής Σχολής. Φωτογραφικά τεκμήρια από τις εργασίες στο πεδίο, λήψεις από τη δύσκολη καθημερινότητα των μελών της ανασκαφικής ομάδας, χάρτες, εικονογραφήσεις, χειρόγραφες σημειώσεις και σχέδια αποκατάστασης αρχαίων καταλοίπων μας αποκαλύπτουν τις μεθόδους, τα εργαλεία και τα σπουδαία ευρήματα της αρχαιολογικής σκαπάνης σε ένα νησί που βρέθηκε στο κέντρο της εμπορικής, πολιτιστικής και πολιτικής ζωής της Μεσογείου για ένα πολύ μεγάλο διάστημα, αλλά και τον ενθουσιασμό που συνόδευε κάθε νέα ανακάλυψη.
Η έκθεση παρουσιάζει ακόμη τη συστηματική εξερεύνηση του νησιού υπό τη διεύθυνση του Μορίς Ολό, από το 1903, χάρη σε μια ετήσια δωρεά 50.000 φράγκων από έναν πλούσιο Αμερικανό, τον Joseph Florimond Loubat. H δωρεά αυτή ανανεωνόταν κάθε χρόνο μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με μια προϋπόθεση: να ενημερώνεται λεπτομερώς ο χορηγός για τον όγκο των χωμάτων που απομακρύνονταν και κάθε δαπάνη που πραγματοποιούνταν. Αναφέρεται επίσης, μέσα από αρχειακό υλικό, στη δημιουργία του Αρχαιολογικού Μουσείου της Μυκόνου και της Δήλου την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα –μέχρι τότε τα ευρήματα φυλάσσονταν σε σπίτια της Μυκόνου υπ’ ευθύνη του δημάρχου και του δάσκαλου του νησιού– αλλά και αναδεικνύει τις σύνθετες ικανότητες των αρχαιολόγων που βρίσκονται στο πεδίο, όπως ήταν η σχεδιαστική και φωτογραφική τους δεινότητα.
Σήμερα, πλέον η έμφαση της σχολής έχει δοθεί στην ψηφιοποίηση του αρχείου και στην ελεύθερη πρόσβαση σε αυτό, αλλά και στην προστασία του αρχαιολογικού χώρου. «Η άνοδος της στάθμης του νερού μας υποχρεώνει να κινηθούμε. Δεύτερη Δήλος δεν υπάρχει», τονίζει η Βερονίκ Σανκόφσκι.
Εκθεση «150 χρόνια ανασκαφών και μελετών στη Δήλο», από 21 Σεπτεμβρίου.
Με πληροφορίες από την εφημερίδα “Καθημερινή”