Κάπου στη μέση του Αιγαίου υπάρχει το πανέμορφο κυκλαδονήσι της Σικίνου, όπου δεσπόζει ο ναός της Επισκοπής, ένα απ’ τα εμβληματικότερα μνημεία του μεγαλύτερου νησιωτικού συμπλέγματος της χώρας. Πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο, θα δούμε ότι κάποτε ήταν ρωμαϊκό μαυσωλείο, μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό με τρούλο στους πρώτους βυζαντινούς χρόνους, κατά τον Μεσαίωνα δέχτηκε υποστυλωτικές επεμβάσεις και παρέμεινε σε χρήση ως εκκλησία μέχρι και πριν από εξήντα χρόνια. Πρόκειται για ένα ιστορικό τοπόσημο στο οποίο εγγράφονται επάλληλα στρώματα της ιστορίας του ελληνισμού.
Όλα αυτά τα χρόνια ήταν ερμητικά κλειστή λόγω ετοιμορροπίας. Φέτος άνοιξε και πάλι χάρη στην υποδειγματική αποκατάστασή της, η οποία τιμήθηκε με το βραβείο Ευρωπαϊκής Πολιτισμικής Κληρονομιάς «Europa Nostra 2022». Τη μεθοδική έρευνα και τη σχολαστική συντήρηση του ναού, προκειμένου να είναι προσβάσιμη στο κοινό, ανέλαβε ο αρχαιολόγος και διευθυντής της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, Δημήτρης Αθανασούλης, ο άνθρωπος που οραματίστηκε την επαναλειτουργία του.
Τον συναντώ (σ.σ. ο Γιάννης Πανταζόπουλος για το περιοδικό Lifo) την πολυμελή ομάδα του και τα στελέχη της Εφορείας, στις εγκαταστάσεις της στο κέντρο της Αθήνας. Στις αίθουσες αυτές οι συντηρητές καθημερινά γεφυρώνουν εννοιολογικά τον αρχαίο με τον σύγχρονο κόσμο. Από το 2016 όλοι αυτοί οι επιστήμονες, οι τεχνίτες, οι εργάτες, ακόμα και το φυλακτικό και διοικητικό προσωπικό, εργάζονταν πυρετωδώς, υποστηρίζοντας με κάθε μέσο την αναστήλωση ενός αρχαιολογικού οικοδομήματος που ενώνει διαφορετικούς αιώνες και αναδεικνύει την πολύτιμη ιστορία του άνυδρου νησιού των Κυκλάδων.
Προσωπικό στοίχημα
Μπορεί η Επισκοπή να ήταν το προσωπικό στοίχημα του κ. Αθανασούλη και να βραβεύτηκε, εδώ και αρκετά χρόνια όμως η ζωή του κινείται ανάμεσα σε σπουδαίες ανακαλύψεις, απαιτητικές συντηρήσεις, πολυετείς μελέτες και έρευνες, διαμορφώσεις μνημείων και πολυάριθμες εκθέσεις. Έχει διανύσει μια πορεία αφιερωμένη στην επιστήμη της αρχαιολογίας αλλά και στη διατήρηση, προστασία και φύλαξη των αρχαιοτήτων. Άνδρος, Μήλος, Θήρα, Κέα, Κύθνος, Μύκονος, Νάξος, Πάρος, Σύρος, Τήνος είναι τα νησιά που υπάγονται στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων και αποτελούν αρμοδιότητά του.
Γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1966. Σπούδασε Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Βυζαντινή Αρχαιολογία στο Université PARIS I Panthéon-Sorbonne και σήμερα είναι διδάκτωρ Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Έχει εργαστεί ως αρχαιολόγος σε όλους τους νομούς της Πελοποννήσου. Από το 2007 ήταν διευθυντής στην 25η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με αρμοδιότητα στην Αργολίδα, στην Αρκαδία και στην Κορινθία, ενώ από το 2014 είναι διευθυντής της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων. Τέλος, είναι μέλος του επιστημονικού συμβουλίου της Πομπηίας, πρώην μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, ενώ διετέλεσε αρκετά χρόνια πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων.
«Έχω σχεδιάσει και διευθύνει δεκάδες ευρωπαϊκά προγράμματα αποκατάστασης και ανάδειξης κάστρων (σε Χλουμούτζι, Ακροκόρινθος, Ακροναυπλία, Λάρισα Άργους, Λεοντάρι, Καρύταινα, Μπούρτζι Ναυπλίου) και βυζαντινών ναών (Παναγία του Στείρι, Αγία Μονή κ.ά.) στην Πελοπόννησο, καθώς και το μεγάλο ψηφιακό έργο ανάδειξης των κάστρων της Αργολίδας, της Αρκαδίας και της Κορινθίας. Παράλληλα, έχω σχεδιάσει και υλοποιήσει σημαντικά μουσεία (θεματικό Μουσείο για τους Σταυροφόρους και τους Ιππότες στο Χλουμούτζι-Κάστρο Κυλλήνης και Βυζαντινό Μουσείο της Αργολίδας) και έχω οργανώσει τη μεγάλη περιοδική έκθεση “Vanity” στο Μουσείο Μυκόνου», θυμάται.
«Πάντα με γοήτευε το παρελθόν, απ’ όταν ήμουν μαθητής. Ευτυχώς, στο πανεπιστήμιο είχα καλούς καθηγητές, όπως ο Γιώργος Βελένης, που με βοήθησαν όχι μόνο να πιάσω αλλά και να ξετυλίξω το νήμα της αρχαιολογίας», απαντά όταν τον ρωτώ γιατί ασχολήθηκε με την αρχαιολογία. Αναμφίβολα, είναι ένα πρόσωπο του πολιτισμού με πολλές ιδέες και όραμα για τις Κυκλάδες, ενώ το γεγονός ότι έχει να διαχειριστεί μουσεία και αρχαιολογικούς τόπους όπως η Δήλος ή το Ακρωτήρι καταδεικνύει τις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει όσον αφορά την πολύτιμη πολιτιστική κληρονομιά των Κυκλάδων. «Προφανώς, δεν είναι πάντα όλα ρόδινα, αφού πολλές φορές χρειάζεται, για παράδειγμα, να καλύψεις μόνος σου τα λειτουργικά έξοδα. Επίσης, υπάρχουν κι άλλου τύπου δυσκολίες, όπως η προσβασιμότητα, αφού τον χειμώνα μπορεί να χρειαστεί ακόμα και μία μέρα για να πας σε κάποιο από τα νησιά. Ένα ακόμα σημαντικό πρόβλημα για μας είναι η ασύλληπτη γραφειοκρατία που αντιμετωπίζουμε», λέει και στο σημείο αυτό του υπενθυμίζω τις κατηγορίες που ακολουθούν τους αρχαιολόγους, ότι είναι προσκολλημένοι στο παρελθόν και απρόθυμοι να δείξουν ευελιξία. «Εξαρτάται από την οπτική του καθενός. Νομίζω ότι ασκείται μια άδικη κριτική στους αρχαιολόγους.
Προφανώς, υπάρχουν ανεπιθύμητες καθυστερήσεις, αλλά αυτό αντιμετωπίζεται αν αυξήσεις το προσωπικό, διότι δεν μπορείς να κάνεις εκπτώσεις στην προστασία των μνημείων. Επίσης, χάρη στους αρχαιολόγους έχουμε καταφέρει ως χώρα να διασώσουμε ό,τι πολυτιμότερο έχουμε και να το προβάλουμε σήμερα διεθνώς. Αυτό με τη σειρά του μας δίνει ποιότητα ζωής και αποφέρει μια βιώσιμη ανάπτυξη και κέρδη στις τοπικές κοινωνίες. Ο τουρισμός μας στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην πολιτιστική μας κληρονομιά, την οποία έχουν προστατέψει οι αρχαιολόγοι. Το ότι η Πλάκα δεν έχει πολυκατοικίες ή το ότι μπορούμε και πάμε σε αρχαιολογικούς χώρους όπως η Δήλος οφείλεται στους αρχαιολόγους».
O επιβλητικός ναός της Επισκοπής βρίσκεται στο νότιο τμήμα της κεντρικής ράχης της Σικίνου, περιβάλλεται από καλλιέργειες σε πεζούλες και παραμένει το αγαπημένο μνημείο του κ. Αθανασούλη. Ποιες ήταν οι μεγάλες δυσκολίες που συνάντησε κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης; «Πρώτα απ’ όλα, βασικός μου στόχος ήταν πάντοτε να χτίσω μια εμπιστοσύνη με τους Κυκλαδίτες, γιατί μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί η προστασία των μνημείων. Η Επισκοπή στη Σίκινο ήταν και παραμένει ένα ξεχωριστό μνημείο και βρεθήκαμε αντιμέτωποι με πολλά εμπόδια, αφού ήταν εξήντα χρόνια κλειστό. Πρόκειται για ένα μνημείο συνδεδεμένο απόλυτα με την τοπική κοινότητα από τον τρίτο μέχρι τον εικοστό αιώνα.
Σίκινος και η Νεικώ
Επομένως, για μας ήταν μια μεγάλη στιγμή γιατί μπορέσαμε να αποδώσουμε ξανά στην τοπική κοινότητα και στους επισκέπτες ένα μνημείο που συμπυκνώνει σε ένα κτίριο όλες τις αξίες του ελληνικού πολιτισμού, τόσο του αρχαίου όσο και του μεσαιωνικού. Για να γίνει αυτό υπήρξαν νύχτες που έμεινα άγρυπνος από το άγχος και το στρες μην τυχόν γινόταν κάτι λάθος και διακινδυνεύαμε τη στατικότητα του ναού. Η αναστήλωση της ετοιμόρροπης Επισκοπής υπήρξε ίσως το απαιτητικότερο έργο με το οποίο έχω καταπιαστεί. Το μνημείο είχε μείνει κλειστό επί μισό αιώνα επειδή δεν είναι εύκολο να γίνουν εργασίες σε ένα μικρό και απομονωμένο νησί. Ουσιαστικά το έργο δεν θα είχε γίνει ποτέ αν η ομάδα που εργάστηκε γι’ αυτό δεν είχε την ποιότητα και την αφοσίωση που απαιτούνταν για να αντιμετωπιστούν σύνθετα προβλήματα υπό ακραίες συνθήκες».
Όπως αποκαλύπτει, η αρχαιολογική έρευνα που πραγματοποιήθηκε κατά την αναστήλωση του μνημείου εμπλούτισε τις γνώσεις μας για τα ταφικά μνημεία της ρωμαϊκής περιόδου στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου καθώς και για τη βυζαντινή ναοδομία στις Κυκλάδες. Αποκαλύφθηκαν, επίσης, πολύτιμα τεκμήρια του παρελθόντος, όπως επιγραφές και σπαράγματα ρωμαϊκών και βυζαντινών τοιχογραφιών, για τη διατήρηση των οποίων εγκαταστάθηκε σύστημα παρακολούθησης μικροκλίματος. Το σημαντικότερο εύρημα ήταν ο ερμητικά σφραγισμένος και ασύλητος τάφος μιας γυναίκας της ανώτερης τάξης, που ονομαζόταν Νεικώ.
«Η ανακάλυψη ήταν μια ενδιαφέρουσα όσο και ευτυχής συγκυρία, καθώς ο τάφος της Νεικούς βρέθηκε ασύλητος. Αυτό συνέβη επειδή είχε τοποθετηθεί όχι στις κανονικές κρύπτες στο υπόγειο του μνημείου, όπου υπήρχαν δευτερεύουσες ταφές, αλλά σε “κρυφό” διπλό τοίχωμα που είχαν κατασκευάσει επί τούτου. Παράλληλα, είναι πολύ σημαντικό το ότι αποκαλύφθηκε η πέτρινη επιγραφή με το όνομα της θανούσας και βέβαια ο μαρμάρινος τάφος με τα οστά και τα κτερίσματα: χρυσά βραχιόλια, δαχτυλίδια, ένα περιδέραιο, μια πόρπη με ανάγλυφη μορφή, μια οστέινη γραφίδα, ένα καθρεφτάκι, αγγεία και οργανικά σπαράγματα από την ενδυμασία της νεκρής», προσθέτει. Μας έδειξε και ένα κομμάτι με θειάφι και μια μάζα ορυκτής πίσσας που είχαν τοποθετηθεί πάνω στο στήθος της και τα οποία, όπως υποστηρίζει, μαρτυρούν ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίπτωση νεκροφοβικού εξορκισμού.
Σαντορίνη – Νάξος
Εκτός από την Επισκοπή, ο κ. Αθανασούλης είναι ιδιαίτερα χαρούμενος φέτος και για την επιβλητική Κόρη της Θήρας, η οποία πλέον βρίσκεται στο ανακαινισμένο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σαντορίνης. «Πρόκειται για ένα σπάνιο αριστούργημα της ελληνικής γλυπτικής του έβδομου αιώνα π.Χ., που είχε έρθει ανέλπιστα στο φως το 2000, αλλά τώρα αποκαλύπτεται σε όλο του το μεγαλείο. Το άγαλμα είχε ανακαλυφθεί κατά τη διάρκεια σωστικής ανασκαφικής έρευνας στο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης της Θήρας, στη νοτιοανατολική Ελλάδα, από τον Θηραίο αρχαιολόγο Χαράλαμπο Σιγάλα. Μιλάμε για ένα από τα λιγοστά έργα σε λίθο που διασώζονται μέχρι τις μέρες μας και ανήκουν στη μεγάλη, περίοπτη και πρώιμη ελληνική πλαστική, η οποία εκφράζεται με τους αγαλματικούς τύπους του κούρου και της κόρης, τις αρχετυπικές αυτές εκφράσεις του κάλλους της εποχής. Η μεταφορά της στο μουσείο ήταν ένα μεγάλο στοίχημα για εμάς και την Εφορεία», υποστηρίζει.
Στη συνέχεια η συζήτηση οδηγείται αναπόφευκτα στα 161 κυκλαδικά ειδώλια της Συλλογής Στερν, για τα οποία ο κ. Αθανασούλης είναι ξεκάθαρος: «Τα αντικείμενα θα πρέπει να καταλήξουν στο Μουσείο Κυκλαδικού Πολιτισμού στη Νάξο, δεδομένου ότι οι επαναπατριζόμενες αρχαιότητες επιστρέφουν πάντα στο πλησιέστερο μουσείο του τόπου προέλευσής τους. Να σας θυμίσω ότι το ίδιο συνέβη και με τη Συλλογή Στάινχαρντ: αντικείμενα που είναι κυκλαδικά παραδόθηκαν στην Εφορεία μας και θα συμπεριληφθούν στην έκθεση που θα κάνουμε στη Νάξο. Τα πάντα πρέπει να γυρίζουν στον τόπο στον οποίο παρήχθησαν».
Πράγματι, αυτό το διάστημα το μεγαλύτερο έργο της Εφορείας Αρχαιοτήτων στις Κυκλάδες αφορά τη δημιουργία της «Νησίδας Μουσείων» στο Κάστρο της Νάξου, τα εγκαίνια της οποίας, όπως μας ανακοίνωσε ο κ. Αθανασούλης, αναμένονται το 2026. «Στόχος μας είναι να ανακαινίσουμε πλήρως τις μουσειακές υποδομές της Νάξου. Πρόκειται για ένα γιγαντιαίο και φιλόδοξο πρότζεκτ, του οποίου οι εργασίες αποκατάστασης απαιτούν συγκεκριμένους χρόνους, ενώ το έργο καθαυτό έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις, αφού δεν είναι τεχνικό αλλά αρχαιολογικό».