Ελάφρυνση του χρέους αλλά με επιπλέον υποχρεώσεις της Αθήνας έναντι των δανειστών και όχι καθαρή έξοδο, όπως ελπίζει η ελληνική πλευρά, βλέπει μετά τον Αύγουστο του 2018 ο απερχόμενος επικεφαλής του EuroWorkingGroup Τόμας Βίζερ – Το Mea culpa του ισχυρού άνδρα μιλώντας στην «Καθημερινή» και οι σκέψεις του για τη κυβέρνηση Τσίπρα
Ελάφρυνση του χρέους αλλά με επιπλέον υποχρεώσεις της Αθήνας έναντι των δανειστών και όχι καθαρή έξοδο, όπως ελπίζει η ελληνική πλευρά, βλέπει μετά τον Αύγουστο του 2018 ο απερχόμενος επικεφαλής του EuroWorkingGroup Τόμας Βίζερ.
Σε αποκλειστική συνέντευξή του στην «Καθημερινή» ο κ. Βίζερ σημειώνει πως παρόλο που ακόμα δεν έχει συζητηθεί ποια θα είναι η σχέση μεταξύ Ελλάδας και δανειστών από τον Αύγουστο που το πρόγραμμα τελειώνει, όλα θα εξαρτηθούν από τις συμφωνίες των δύο πλευρών για τη μείωση του χρέους. «Εάν υπάρξει περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους μετά το τέλος του προγράμματος, τότε λογικό είναι να επιτευχθεί κάποια περαιτέρω συμφωνία», λέει χαρακτηριστικά υπενθυμίζοντας ότι οι χώρες που έχουν περάσει από μνημόνια έχουν διαφορετική σχέση με τους εταίρους. Σύμφωνα με τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται στην Ιρλανδία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Κύπρο –σύντομα και στην Ελλάδα–, η χώρα θα είναι κάτω από μια ενισχυμένη εποπτεία μέχρις ότου το 75% των δανείων επιστραφεί – κάτι που τοποθετείται χρονικά με τα σημερινά δεδομένα γύρω στο 2060»
Το μεγαλύτερο λάθος που έκαναν οι Ευρωπαίοι ήταν ο ίδιος ο σχεδιασμός της τρόικας. «Έπρεπε να είχαμε σχεδιάσει κάτι διαφορετικό. Έχοντας τρεις οργανισμούς αναμεμειγμένους δημιουργήσαμε πολύ ανταγωνισμό ανάμεσά τους και ζήλιες. Το πιο αποτελεσματικό θα ήταν να υπάρχει ένας θεσμός, αλλά ποιος θα ήταν αυτός;», αναρωτιέται. Μάλιστα αναγνώρισε ότι το δικό του προσωπικό λάθος ήταν ότι δεν κατάλαβε από το πρώτο πρόγραμμα πόσο αναγκαία ήταν μια αναδιάρθρωση χρέους. «Αν είχαμε μια αναδιάρθρωση χρέους και πιο συνεργάσιμους Έλληνες ομολόγους, τότε πολλά πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Έπρεπε δυστυχώς να μάθουμε με τον δύσκολο τρόπο».
Όπως λέει ο κ. Βίζερ, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που παραμένει άλυτο παρά τα οκτώ χρόνια προγραμμάτων προσαρμογής είναι ότι οι ξένες επενδύσεις δεν είναι ευπρόσδεκτες στην Ελλάδα όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες. «Μόλις πρόσφατα η Ελλάδα έπαψε να αποτελεί τεράστιο ρίσκο για επενδύσεις καθώς τα τελευταία χρόνια κανένας λογικός επενδυτής δεν θα επένδυε», λέει χαρακτηριστικά.
Ενας βασικός λόγος που οι επενδυτές διστάζουν να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα είναι το δικαστικό σύστημα, σύμφωνα με τον κ. Βίζερ. Για τον Αυστριακό αξιωματούχο παρόλο που αυτοί οι τομείς της Δικαιοσύνης και της εκπαίδευσης αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους ενός πετυχημένου κράτους, αποτελούν ευθύνη της εγχώριας κυβέρνησης. «Το πρόγραμμα δεν μπορεί να αποτελεί το μέσο με το οποίο αλλάζουν οι συνταγματικοί πυλώνες μιας χώρας», τονίζει.
Για τον ίδιο η ελληνική κρίση δεν ήταν δημοσιονομική, όπως υποστηρίζουν πολλοί. Η βασική αιτία εντοπίζεται στο πρόβλημα διοίκησης της χώρας. «Οι προσωπικές σχέσεις μετράνε περισσότερο από την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα», λέει. Συγκεκριμένες ομάδες της κοινωνίας, από όλα τα κόμματα, «παίρνουν κομμάτια από την οικονομία», αναφέρει.
Όπως αναφέρει ο κ. Βίζερ, από τον Ιανουάριο του 2012 υπήρχε η έντονη αίσθηση ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να βγει από την ζώνη του ευρώ και για αυτό τον λόγο όλοι ήθελαν να είναι έτοιμοι για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Όπως αποκαλύπτει, ακόμα και μήνες μετά την εκλογή του Αντώνη Σαμαρά, το ενδεχόμενο για ελληνικής εξόδου από το ευρώ ήταν ακόμη έντονο, καθώς το Βερολίνο δεν είχε πειστεί αν θα ήταν καλύτερη για τη ευρωζώνη η παραμονή ή όχι της Ελλάδας. Όπως δηλώνει, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν για ορισμένους οι αρνητικές επιπτώσεις ενός Grexit, όπου έγειραν την πλάστιγγα υπέρ της παραμονής.
Το σενάριο της ελληνικής εξόδου ανασύρθηκε τρία χρόνια αργότερα, καθώς, όπως δηλώνει ο κ. Βίζερ, οι διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ την άνοιξη του 2015 οδηγούσαν σε αδιέξοδο. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, η διαφορά ανάμεσα στο 2012 και το 2015 ήταν ότι το σχέδιο του 2015 επικεντρωνόταν περισσότερο στην Ελλάδα και λιγότερο στην Ευρωζώνη: «Το οικονομικό περιβάλλον ήταν πολύ βελτιωμένο και ως εκ τούτου οι επιπτώσεις εκτός Ελλάδας θα ήταν προφανώς λιγότερο έντονες».