Ο Αλέξανδρος Αρβανιτάς μιλάει για την απόφαση της κυβέρνησης να δώσει δικαίωμα ψήφου στους ομογενείς… Μέσα από προσωπική ιστορία εξηγεί γιατί είναι λάθος μία τέτοια κίνηση εάν δεν υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες…
Θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ σε μια προσωπική μου ιστορία. Από το 1962-1967 ζούσα στη Γελάνθη Καρδίτσας. Με μεγάλωσε ο αγαπημένος μου θείος Λάμπρος και η γυναίκα του Τασιά (από το Αναστασία). Ζούσα, λοιπόν, με τα δύο τους παιδιά και ξαδέρφια μου. Επίσης, στο σπίτι έμενε η γιαγιά μου Σταυρούλα και η θεία μου και κόρη της Φώτω (από το Φωτεινή).
Του Αλέξανδρου Αρβανιτά
Η ιστορία, λοιπόν, έχει συνέχεια. Η θεία μου Φώτω, το 1966, κοριτσόπουλο, λίγο μετά τα 20, έφυγε για την Αυστραλία. Κυνήγησε ένα καλύτερο μέλλον, καθώς η σκληρή αγροτική ζωή δεν πρόσφερε απολαβές, παρά μόνο κούραση και ανασφάλεια. Η θεία μου αποδέχτηκε την πρόσκληση συγγενών μας και ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι. Στην κυριολεξία μεγάλο, γιατί τότε η διαδρομή γινόταν με πλοίο και διαρκούσε περίπου 40 ημέρες. Θυμάμαι σαν τώρα το κλάμα που έριξα με τα ξαδέλφια μου, γιατί αποχωριζόμασταν ένα αγαπητό μας πρόσωπο και δεν ξέραμε αν θα το ξαναδούμε. Η θεία μου, που λέμε, πήγε στη Μελβούρνη. Δούλεψε σκληρά σε εργοστάσιο της χώρας. Αγόρασε σπίτι. Συνταξιοδοτήθηκε. Εννοείται ότι απέκτησε την ιθαγένεια του κράτους που τη δέχτηκε στην αγκαλιά της. Ψηφίζει δεκαετίες εκεί. Ενσωματώθηκε πλήρως -και μεταξύ μας, καλά έκανε- στην αυστραλιανή κοινωνία. Από τότε πέρασαν 53 χρόνια. Η θεία μου δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα! Η αδερφή της που ζούσε εκεί και τα ανίψια της την πίεζαν αφόρητα να έρθει διακοπές, το πολύ ένα τρίμηνο, να δει τη μάνα της, τα αδέρφια της, φίλους και συγγενείς.
Πάντα στο στόμα της υπήρχε η αμφιβολία: «Ναι, καλά τα λέτε, αλλά πού θα αφήσω το σπίτι μου, τα λουλούδια, τον κήπο μου. Και αν μπει κανείς να κλέψει;». Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η μάνα της και τα αδέρφια της -εκτός από δύο- «έφυγαν» από τη ζωή. Η θεία μου, όμως, εκεί. Βράχος. Δεν ήρθε ποτέ και μάλλον δεν προβλέπεται να το κάνει, όσο βρίσκεται στη ζωή. Και όπως είναι φυσικό και εγώ δεν θα μπορέσω να την ξαναδώ. Για να είμαι πιο συγκεκριμένος, οι πιθανότητες να τη συναντήσω είναι όσες έχει ο σύλλογος που αγαπώ, ο Παναθηναϊκός, να αναδειχτεί πρωταθλητής, στο ποδόσφαιρο, την επόμενη τριετία. Μην πω μηδενικές. Πάντως, είναι απειροελάχιστες.
Αυτή λοιπόν τη θεία μου την υπεραγαπώ. Δεν κατάφερε να κάνει δική της οικογένεια και αυτό έπαιξε το ρόλο του στην άρνησή της να έλθει, έστω και για λίγο, στη χώρα που γεννήθηκε. Ξέρετε πόσες περιπτώσεις υπάρχουν σαν τη θεία μου τη Φώτω. Άνθρωποι οι οποίο ξενιτεύτηκαν, μόχθησαν, πάλεψαν κόντρα σε κάθε λογής αντιξοότητες. Άνθρωποι οι οποίοι ζουν στη Μελβούρνη, στο Σικάγο, στο Μόντρεαλ, στο Μόναχο, στη Στοκχόλμη, στο Λονδίνο. Δεν έχει σημασία αν έρχονται και πόσο συχνά στην Ελλάδα. Επί της ουσίας, έχουν αποκτήσει άλλη πατρίδα. Μπορεί να νοσταλγούν τα χρόνια της παιδικής αθωότητας, να σκέφτονται συγγενείς και φίλους που ζουν πίσω, αλλά…
Εδώ αρχίζουν τα αλλά. Όσο και αν αγαπώ τη θεία μου, δεν δέχομαι εκείνη, από χιλιάδες μίλια μακριά, να αποφασίζει για τη ζωή μου. Ποιο θα είναι το φορολογικό καθεστώς, με βάση το οποίο θα αποδίδω τους φόρους μου στο κράτος. Ποιο θα είναι το εκπαιδευτικό μοντέλο, για όλες τις βαθμίδες, το οποίο θα μορφώσει τα παιδιά μου. Ποιο θα είναι το σύστημα υγείας που θα με προστατέψει από τυχόν προβλήματα. Με λίγα λόγια, ποιος θα είναι κυβέρνηση του τόπου. Εκείνη δηλαδή να ψηφίζει, για κάτι που δεν την αφορά, αλλά που την ίδια ώρα εμένα με καίει και με τσουρουφλίζει. Θα μου πείτε, όλοι θα μπουν στο τσουβάλι; Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις; Ναι, να υπάρξουν για δύο περιπτώσεις. Η πρώτη έχει να κάνει όταν το συγκεκριμένο άτομο έχει κάποια οικονομική δοσοληψία με τη χώρα και για τη δραστηριότητά του φορολογείται στην ημεδαπή. Άρα, πρέπει να έχει άποψη για τα εδώ πολιτικά τεκταινόμενα. Και η δεύτερη περίπτωση έχει να κάνει με το μαζικό κύμα φυγής νέων ανθρώπων, οι οποίοι μετά την εφαρμογή των μνημονίων εγκατέλειψαν τη χώρα, γιατί και αυτή δεν μερίμνησε να τους προσφέρει ένα ασφαλές μέλλον. Αυτοί, λοιπόν, για μια δεκαετία πρέπει να διευκολύνονται να αποφασίζουν για τα εδώ πράγματα. Μετά την πάροδο αυτού του χρόνου, θα ισχύει ό,τι για όλους τους Έλληνες μόνιμους κατοίκους του εξωτερικού. Ακόμη, υπάρχει ένα θέμα με την επιστολική ψήφο. Πόσα παιδιά γνωρίζουμε, Ελληνόπουλα, τα οποία μένουν στην Αθήνα, τον Πύργο, τα Τρίκαλα, τα Γρεβενά και αναγκάζονται να δουλεύουν γκαρσόνια στα νησιά μας, ολόκληρη σεζόν, προκειμένου να επιβιώσουν; Πολλά φαντάζομαι. Αυτά λοιπόν τα παιδιά, όταν προέκυψαν δύο απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις, αυτούς τους μήνες, δεν πήγαν να ψηφίσουν. Και το κράτος μας δεν τους παρείχε τη δυνατότητα να ψηφίσουν με επιστολική ψήφο ή κάποιο άλλο γρήγορο και ασφαλή τρόπο από τη Σαντορίνη, τη Ρόδο, τη Μύκονο, την Κέρκυρα. Αυτοί οι οποίοι είναι ενεργοί Έλληνες πολίτες και η εκλογή κυβέρνησης σαφέστατα επηρεάζει την καθημερινότητά τους, την ίδια τη ζωή τους.
Για να κλείσω το θέμα. Ακούω διάφορους που λένε: «Καλά, οι Έλληνες του εξωτερικού δεν θα ψηφίζουν, αλλά οι ξένοι που ζουν στη χώρα μας θα ψηφίζουν; Είναι σωστό;». Προσωπικά, δεν με ενοχλεί καθόλου. Το αντίθετο θα έλεγα. Ο Φαρούκ από το Πακιστάν, ο Αχμέτ από την Αίγυπτο, ο Κονσταντίν από τη Ρουμανία, ο Τζιοβάνι από την Ιταλία, ο Κλάιντι από την Αλβανία, ο Μάνουελ από τη Γερμανία ασφαλώς και θα ψηφίζουν στη χώρα μας. Εδώ εργάζονται, εδώ φορολογούνται. Αφήστε που κάποιοι εξ αυτών εδώ γεννήθηκαν και επίσης ορισμένοι εξ αυτών στρατεύονται κιόλας. Να ψηφίζουν, όμως, εφόσον τηρούνται δύο βασικές προϋποθέσεις. Να έχουν αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, με βάση το χρόνο που απαιτεί η ελληνική νομοθεσία. Και να μην έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα. Να έχουν τη δυνατότητα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Τόσο απλά. Στη σημερινή εποχή, όσοι είναι Έλληνες κάτοικοι του εξωτερικού, εφόσον θέλουν σώνει και καλά να αποφασίσουν για τη ζωή μας, μπορούν να πάρουν το αεροπλάνο, να έρθουν στη χώρα να ψηφίσουν ό,τι τους αρέσει. Το να ενεργοποιήσει το κράτος ανθρώπους, οι οποίοι είναι ξεκομμένοι από την ελληνική πραγματικότητα, νομίζω ότι δεν είναι δίκιο. Γιατί, τη Φώτω και την κάθε Φώτω την αγαπάμε, αλλά δεν γίνεται να αποφασίζει εκείνη για μας χωρίς εμάς…