“Στη λογική της Αριστεράς δεν υπάρχει χώρος για «αντιπαροχή» και «πάρε-δώσε». Δεν δίδουμε, για να λάβουμε ψήφο. Αυτό που ζητούμε από την κοινωνία είναι να εκτιμηθεί η προσπάθειά μας να πατήσει η χώρα μας, να σταθεί στα πόδια της και να προοδεύσει” αυτό ανέφερε στην ομιλία του ο βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Κυκλάδων, Αντώνης Συρίγος, στην Ολομέλεια της Βουλής, κατά τη συζήτηση για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εργασίας.
“Προεκλογικές παροχές, λοιπόν, και ξεμπερδέψαμε, λέγει η Αντιπολίτευση, αναβιβάζοντας τους τόνους της φωνής και καταβιβάζοντας την αξιοπιστία της, που ακυρώθηκε, χρησιμοποιώντας αλυσιτελώς, όπως απεδείχθη, απέναντι στα όποια ευνοϊκά και επωφελή οικονομικά μέτρα της Κυβερνήσεως και του σχεδιασμού της ως μόνο επιχείρημα το διαρκώς επαναλαμβανόμενο από τα τέλη ήδη του 2015, αίτημα περί διεξαγωγής εκλογών. Έτσι και σήμερα, ο λόγος της, που στον πυρήνα του φωλιάζει παρόμοιο αίτημα, φαντάζει να είναι φθαρμένος και καθόλου πειστικός”.
Τοποθέτηση Αντώνη Συρίγου, Βουλευτή Κυκλάδων ΣΥ.ΡΙΖ.Α., στην Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων κατά τη συζήτηση για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Ρύθμιση οφειλών προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, τη Φορολογική Διοίκηση και τους ΟΤΑ α’ βαθμού, Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις Δημοσίου και λοιπές ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές διατάξεις, Ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων και άλλες διατάξεις» στις 14.05.2019
«Τρία ζητήματα θα επιχειρήσω να θίξω αποκρούοντας συνάμα ως αβάσιμη την επιχειρηματολογία της Αντιπολιτεύσεως, όπως αυτή εξετέθη κυρίως δια των Κοινοβουλευτικών της Εκπροσώπων: Το πλαίσιο των διαδοχικών πρωτοβουλιών της Κυβερνήσεως, τα προηγούμενα βήματα που κατέληξαν, είχαν δηλαδή ως επιστέγασμα το προτεινόμενο νομοσχέδιο, και, τέλος, το συμπέρασμα που εξάγεται από αυτή την ανίχνευση.
Η Κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε είχε να αντιμετωπίσει μια έντονη κρίση και έπρεπε να επιλέξει τον τρόπο. Από την μια έπρεπε να ορθοποδήσει η οικονομία και από την άλλη να μην εξοντωθούν οι άνθρωποι. Μιλάω κυρίως για τα πιο αδύνατα στρώματα του πληθυσμού. Το εγχείρημά της έμοιαζε με ακροβασία. Θυμάμαι πόσο έντονα τονιζόταν αυτό το στοιχείο σε όλους τους προϋπολογισμούς μέχρι σήμερα, δηλαδή η ενίσχυση των αδυνάτων με διάφορα μέτρα αλλά με βήματα λελογισμένα, ώστε να μη διαταραχθούν οι λεπτές ισορροπίες του οικονομικού status, όπως προέκυπτε από τις συμφωνίες και τα προγράμματα. Σταθερά και σταδιακά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έγιναν τόσο στα τέλη του 2017, όσο και του 2018 και ενδιάμεσα, βέβαια, με την ενίσχυση των οικονομικά ασθενέστερων, τα οποία παρότι έγιναν αποδεκτά από όλους και εψηφίσθησαν σχεδόν από όλα τα κόμματα, αντιμετωπίστηκαν επικριτικά, με επιφύλαξη και καχυποψία, ενώ χαρακτηρίστηκαν και τότε ως προεκλογικές παροχές.
Μετά την έξοδο του 2018, φτάσαμε, χτίζοντας σιγά-σιγά και ως συνέχεια των ενισχύσεων των προηγούμενων ετών και της πολιτικής, στα σημερινά ελαφρυντικά και ανακουφιστικά μέτρα, μέτρα που δομήθηκαν, όπως προκύπτει, στη βάση ενός ορθού και συγκροτημένου σχεδιασμού για τον οποίο κανείς πρέπει να εκτιμήσει το αρμόδιο κυβερνητικό επιτελείο. Τα μέτρα που προτείνονται δεν είναι μόνο ανακουφιστικά, αλλά επιχειρούν να άρουν αδικίες και να διευκολύνουν την ίδια την αγορά ή αυτό που ονομάζεται ή ορίζεται ως αγορά και κατανάλωση, κάτι που δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής και των «φιλελευθέρων» επιτελείων.
Όπως είπα, τα μέτρα είναι στο πλαίσιο του δυνατού και δεν επιτρέπουν θριαμβολογίες, κάτι που συνετά αποφεύγει η Κυβέρνηση. Αυτό που ζητά, μιας και είναι μέτρα με μόνιμο χαρακτήρα καταδεικνύντας τις πολύμοχθες προσπάθειές της, είναι να εκτιμηθεί η αξιοπιστία και το έργο της, κάτι που μετά βεβαιότητος πράττει και θα πράξει η ελληνική κοινωνία πολύ σύντομα.
Μετά τα παραπάνω, ηχεί πολύ άσχημα ο χαρακτηρισμός των μέτρων ως προεκλογικών παροχών και τούτο, διότι τα μέτρα αυτά αποτελούν τη φυσική κατάληξη μιας συνεπούς οικονομικής πορείας. Εξάλλου, σε μια χώρα που είναι πολύ δύσκολο να οριστεί και να ξεχωρίσει η «προεκλογική περίοδος» από την «μετεκλογική», όλα θεωρούνται προεκλογικά. Και τούτο δεν πρέπει να μας ξενίζει, αφού από την επιούσα των εκλογών, εν προκειμένω του 2015, η Αντιπολίτευση ζητούσε έως και της σήμερον επιμόνως εκλογές χαρακτηρίζοντας με αυτή τη λογική κάθε μέτρο που ελαμβάνετο ως προεκλογικό. Προεκλογικές, λοιπόν, οι ενισχύσεις του 2017 και του 2018, προεκλογική και η μη περικοπή των συντάξεων, παρότι διεψεύσθη. Φυσικά, ούτε καν πέρασε από το μυαλό της ο συντεταγμένος και σταδιακός προγραμματισμός των βημάτων που οδήγησαν στα προτεινόμενα μέτρα, ούτε καν εκτίμησε ότι αν δεν υπήρχαν οι θετικές εξελίξεις του 2018, δεν θα κάναμε τώρα λόγο για εποικοδομητικά μέτρα.
Προεκλογικές παροχές, λοιπόν, και ξεμπερδέψαμε, λέγει η Αντιπολίτευση, αναβιβάζοντας τους τόνους της φωνής και καταβιβάζοντας την αξιοπιστία της, που ακυρώθηκε, χρησιμοποιώντας αλυσιτελώς, όπως απεδείχθη, απέναντι στα όποια ευνοϊκά και επωφελή οικονομικά μέτρα της Κυβερνήσεως και του σχεδιασμού της ως μόνο επιχείρημα το διαρκώς επαναλαμβανόμενο από τα τέλη ήδη του 2015, αίτημα περί διεξαγωγής εκλογών. Έτσι και σήμερα, ο λόγος της, που στον πυρήνα του φωλιάζει παρόμοιο αίτημα, φαντάζει να είναι φθαρμένος και καθόλου πειστικός.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στη λογική της Αριστεράς δεν υπάρχει χώρος για «αντιπαροχή» και «πάρε-δώσε». Δεν δίδουμε, για να λάβουμε ψήφο. Αυτό που ζητούμε από την κοινωνία είναι να εκτιμηθεί η προσπάθειά μας να πατήσει η χώρα μας, να σταθεί στα πόδια της και να προοδεύσει. Πιστοί σε αυτήν την αντίληψη, δεν ζητούμε έγκριση και ψήφο ως αντιπαροχή, αλλά ως εμπιστοσύνη και εκτίμηση, ως επικύρωση μιας μακράς, επίμοχθης, αλλά αισιόδοξης και δυναμικής πορείας προς τα εμπρός, που πρέπει να συνεχιστεί.
Κάποιοι, τέλος, εξέφρασαν ενδοιασμούς για τα μέτρα, όχι όμως έντονα, όπως προκύπτει από τα συνοδευτικά κείμενα και τους διαλόγους, αφού αποτελούν «ευνοϊκές ή δεδικαιολογημένες ρυθμίσεις προς άρση αδικιών και ισονομία».
Σε κάθε, πάντως, περίπτωση πρέπει να προηγείται η πολιτική της οικονομίας, αφού οι επιφυλάξεις αίρονται. Αυτό είναι το κύριο πολιτικό αποτύπωμα της Κυβέρνησης, το σημαντικότερο κριτήριο των προτεραιοτήτων της και το πιο ουσιώδες χαρακτηριστικό της πολιτικής της.»