Η κατανάλωση ορισμένων από τα ξενικά είδη ψαριών που έχουν «καταλάβει» τις ελληνικές θάλασσες μπορεί να αποδειχθεί ένα πολύ ουσιαστικό μέτρο για τη μείωση του πληθυσμού τους. Τα τελευταία χρόνια γίνονται πολλές προσπάθειες σε αυτή την κατεύθυνση – η τελευταία προέρχεται από το ΕΛΚΕΘΕ, το ΑΠΘ και την οργάνωση WWF και μάλιστα συνοδεύεται από μια πολύτιμη βιολογική ανάλυση τεσσάρων ειδών, η οποία αποδεικνύει ότι η κατανάλωσή τους είναι ωφέλιμη όχι μόνο για τη διατήρηση της ισορροπίας στο θαλάσσιο περιβάλλον αλλά και για τον οργανισμό μας, καθώς είναι πλούσια σε Ω3 λιπαρά.
Το πρόγραμμα, που χρηματοδοτήθηκε (με 460.000 ευρώ) από το ΕΣΠΑ, ονομάστηκε 4Alien και είχε ως στόχο να δώσει λύσεις στο μείζον θέμα της διαχείρισης ξενικών ειδών στις ελληνικές θάλασσες. Στο πλαίσιο του προγράμματος εξετάστηκαν 4 είδη: το λεοντόψαρο, ο γερμανός, η αγριόσαλπα και ο σαρδελόγαυρος. «Η ιδέα ήταν να μελετήσουμε τέσσερα ξενικά είδη που δημιουργούν πρόβλημα στο οικοσύστημα αλλά και στην αλιεία», εξηγεί η Βούλα Καρεχλέ, ερευνήτρια στο ΕΛΚΕΘΕ και συντονίστρια του προγράμματος.
«Πρόκειται για είδη που μπορούν να καταναλωθούν αλλά επειδή δεν τα ξέρει ο κόσμος και δεν υπάρχει ζήτηση, οι αλιείς τα πετούν. Οι σεφ σε μεγάλα εστιατόρια που σερβίρουν γκουρμέ πιάτα ενδιαφέρονται πολύ για τα ξενικά είδη και εμείς οι επιστήμονες οφείλουμε να μεταφέρουμε τη γνώση σε όσους μπορούν να βάλουν τα ξενικά είδη στο πιάτο μας».
Μια πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή του προγράμματος ήταν η μελέτη της βιολογίας των τεσσάρων ειδών. «Μελετήσαμε το σωματικό βάρος τους, τη φιλετική τους απόδοση, τη σύσταση του φιλέτου και τη σύσταση σε λιπαρά οξέα», αναφέρει ο Κρίτωνας Γρηγοράκης, διευθυντής ερευνών στο ΕΛΚΕΘΕ. «Και στα τέσσερα είδη, το ποσοστό του φιλέτου (σ.σ. δηλαδή του καθαρού κρέατος) είναι μεγάλο, στον σαρδελόγαυρο για παράδειγμα φτάνει το 50% του βάρους.
Οσον αφορά τις πρωτεΐνες, «τα τέσσερα ψάρια είναι εφάμιλλα ή καλύτερα από μπον φιλέ, γιατί έχουν μηδενικούς υδατάνθρακες και υψηλά λιπαρά οξέα (Ω3 κι Ω6)». Οπως ανέφερε ο κ. Γρηγοράκης, το πρόβλημα με τη διατροφή του μέσου ανθρώπου είναι ότι λαμβάνει πολλά Ω6 (συνήθως από φυτικές τροφές) και λίγα Ω3, τα οποία δεν καλύπτονται από φυτικά τρόφιμα. Σημαντικό κομμάτι της έρευνας της επιστημονικής ομάδας ήταν και οι δυνατότητες μεταποίησης των τεσσάρων ψαριών, με την ομάδα να καταλήγει σε επτά προτάσεις (λ.χ. καπνιστό φιλέτο, πέστο καπνιστού κ.ο.κ.), οι οποίες σε έρευνα κοινού έδειξαν ότι υπήρχε θετική ανταπόκριση, σημάδι του περιθωρίου εμπορικής εκμετάλλευσης.
«Τα τρία από τα τέσσερα είδη μπορούν να πιαστούν σε μεγάλες ποσότητες χωρίς να πιάνονται και ποσότητες άλλων ειδών», ανέφερε η κ. Καραχλέ. «Για παράδειγμα, ο σαρδελόγαυρος είναι ένα μικρό πελαγικό ψάρι, που αλιεύεται με γρι γρι. Σήμερα οι ψαράδες κατεβάζουν το δίχτυ για να διώξουν τους σαρδελόγαυρους, για να πιάσουν άλλα είδη όπως σκουμπριά και κολιούς. Ενας έμπειρος ψαράς ξέρει πώς θα τα πιάσει».
Πάντως ορισμένα από τα είδη έχουν αρχίσει να ξεχωρίζουν στις καταναλωτικές προτιμήσεις. «Στην Κύπρο, ο γερμανός είναι δημοφιλής, ενώ στην Κρήτη το λεοντόψαρο ξεπερνάει σε τιμή τη σκορπίνα. Το “όνειρο του τρελού επιστήμονα” είναι ότι σε λίγα χρόνια αντί να τρώμε κατεψυγμένο το κοκκινόψαρο του Ατλαντικού, θα προτιμάμε το λεοντόψαρο».
Με πληροφορίες από τη σελίδα Kathimerini.gr – photo credit Thanos Dailianis/HCMR